Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Η αναίρεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Παντελεήμων Ρεντούλης

Η αναίρεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2005 σ. 1373-1385

 

Διάγραμμα
1. Γενικές παρατηρήσεις – ορισμός
2. Αποφάσεις υποκείμενες σε αναίρεση
3. Οι ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενοι
3.1. Η νομιμοποίηση των διαδίκων
3.2. Η «νομιμοποίηση» του Εισαγγελέα του γαλλικού Ακυρωτικού
4. Η ομοδικία στη δίκη της αναιρέσεως, η ΄΄ανταναίρεση΄΄ και η προκληθείσα αναίρεση
5. Η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως
6. Οι λόγοι αναιρέσεως
6.1. Γενικά
6.2. Η παραβίαση ή η παράλειψη τηρήσεως τύπου
6.3. Η παρατυπία των αιτιολογιών
6.4. Η παραβίαση του νόμου
6.5. Η αντιφατικότητα αποφάσεων
6.6. Η απώλεια νομικού θεμελίο
7. Τα αποτελέσματα της αναιρέσεως και της επ’ αυτής εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως

 

1. Γενικές παρατηρήσεις – ορισμός

1. Το ένδικο μέσο της αναιρέσεως αποτελεί ως σύλληψη και ως ρύθμιση μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι τα υπόλοιπα τέσσερα ένδικα μέσα του γαλ­λικού δικαίου είναι κατώτερη αξίας και χρησιμότητας. Η ιστορική προέλευσή της αναιρέσεως δεν είναι απολύτως σαφής· υποστηρίζεται ότι ισχυρή επιρροή στη γέννηση και στην εξέλιξή της είχε το γενικότερο ένδικο βοήθημα της proposition d’ erreur, αλλά τα ιστορικά της θεμέλια είναι ορθότερο να αναζητούνται στην πρακτική της ασκήσεως εκκλήσεων προς το βασιλέα, η οποία με τη σειρά της κατάγεται από την παλαιά supplication au roi του 13ου αιώνα. Πάντως, η αναίρεση εμφανίζεται ως μέσο κυρώσεως των παραβάσεων του νόμου από το 16ο αιώνα και εντεύθεν με την ρύθμιση που εισήγαγε η Ordonnance de Blois του έτους 1579, κατά την οποία, οι αποφάσεις που δεν είχαν το καθοριζόμενο από τις ordonnances τυπικό και ουσιαστικό περιεχόμενο κηρύσσονταν ανίσχυρες. Η διατύπωση αυτή διατηρήθηκε και από την Ordonnance de Lamoignon του έτους 1667.[1]

2. Η γαλλική επανάσταση, με τις ορμητικές μεταβολές που επέφερε, συνέβαλε στην αποκρυστάλλωση του ακυρωτικού χαρακτήρα της αναιρέσεως, η οποία πλέον καθιερώθηκε ως το μέσο εξασφαλίσεως της ακριβούς εφαρμογής του νόμου μέσω της επιπλήξεως των νομικών παραβάσεων του δικαστή της ουσίας. Παρά το γεγονός, όμως, ότι το ένδικο αυτό μέσο διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στο σκηνικό του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου, ο Ναπολεόντειος Κώδικας δεν ασχολήθηκε εκτενώς με την κωδικοποίηση της ρυθμίσεώς του, περιοριζόμενος να αναφέρει σε ένα μόλις άρθρο του, το 504, ότι η ύπαρξη αντιφατικών αποφάσεων εκδοθεισών σε τελευταίο βαθμό από διαφορετικά δικαστήρια για την ίδια υπόθεση μεταξύ των ίδιων διαδίκων αποτελούσε λόγο αναιρέσεως. Ο Γάλλος νομοθέτης από το 1806 και μετά παρενέβη αρκετές φορές στο πεδίο της αναιρετικής διαδικασίας με σημαντικότερες νομοθετικές παρεμβάσεις αυτές των ετών 1837, 1947 και 1967, οι οποίες, όμως, αφορούσαν περισσότερο στην οργάνωση του Cour de Cassation και λιγότερο σε αυτή καθαυτή τη ρύθμιση της αναιρέσεως ως ενδίκου μέσου.

3. Η παντελής, κατά τα ανωτέρω, έλλειψη ενός κωδικοποιημένου κανονιστικού πλαισίου για την αναιρετική διαδικασία, σε συνδυασμό με την πολύχρονη πρακτική, νομολογική και θεωρητική επεξεργασία του ενδίκου αυτού μέσου, ώθησαν το σύγχρονο Γάλλο νομοθέτη, που επιθυμούσε να δημιουργήσει μια συστηματική, συνεκτική και λειτουργική αναιρετική ρύθμιση, να αφήσει προσωρινά ατελές το κεφάλαιο του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αφορούσε στην αναίρεση[2]. Η τελική σύγχρονη μορφή της αναιρετικής διαδικασίας σμιλεύτηκε με το υπ’ αριθμόν 79-941/7.11.1979 διάταγμα[3], οι διατάξεις του οποίου, επισυναφθείσες στο σώμα του Nouveau Code de Procédure Civile, τέθηκαν σε ισχύ μετά την πάροδο τεσσάρων ετών από τη θέση σε ισχύ του εν λόγω Κώδικα, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου του έτους 1980.

4. Ο δικαιοπολιτικός λόγος της αναιρέσεως και συνακόλουθα η χρησιμότητα της συνίσταται, όπως θα γίνει καλύτερα αντιληπτό και κατωτέρω, αφενός στη διατήρηση της ενότητας του δικαίου μέσω της παραγωγής ομοιόμορφης νομολογίας[4] και αφετέρου στη διασφάλιση όσον το δυνατόν ορθότερης δικαστικής κρίσεως. Σύμφωνα, λοιπόν, με το νέο άρθρο 604 NCPC, με την αναίρεση το γαλλικό Ακυρωτικό[5] επικρίνει (censure) την μη συμμόρφωση (la non-conformité) της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως (du jugement attaqué) με τους κανόνες δικαίου[6] (aux règles du droit). Ήδη, από μόνη τη χρήση των φράσεων ΄΄censurer΄΄ και ΄΄règles du droit΄΄ καθίσταται σαφές ότι με την αναίρεση δεν ιδρύεται τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και υπονοείται ο ακυρωτικός χαρακτήρας του εξεταζόμενου ενδίκου μέσου στο γαλλικό δίκαιο[7]. Η νέα ρύθμιση, λοιπόν, της γαλλικής αναιρετικής διαδικασίας, περιέχεται σε συνολικά τριάντα [35] άρθρα και έχει στις βασικές της γραμμές ως ακολούθως:

2. Αποφάσεις υποκείμενες σε αναίρεση

5. Η αναίρεση, ως έκτακτο ένδικο μέσο που εξετάζει τις νομικές πλημμέλειες της προσβαλλομένης, επιτρέπεται[8] μόνο κατά των δικαστικών[9] αποφάσεων που εκδίδονται στον τελευταίο βαθμό[10], συμπεριλαμβανόμενων και αυτών της εκουσίας δικαιοδοσίας[11], ήτοι μόνο κατά των αποφάσεων που δεν υπόκεινται σε άλλο ένδικο μέσο ή βοήθημα και κυρίως σε έφεση. Το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη κάνει λόγο για αποφάσεις εκδοθείσες σε τελευταίο βαθμό και όχι για τελεσίδικες αποφάσεις, μας οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι δεν επιτρέπεται αναίρεση κατά της αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε εκδοθεί απλώς σε πρώτο βαθμό, αν ο ενδιαφερόμενος (ηττηθείς) διάδικος άφησε να περάσει άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως ή του τυχόν άλλου επιτρεπόμενου ενδίκου μέσου ή βοηθήματος. Όμως, από τον κανόνα ότι η αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των εκδοθεισών σε τελευταίο βαθμό αποφάσεων, υπάρχει η εξαίρεση του άρθρου 618 al.1 NCPC, κατά το οποίο, προκειμένου περί αντιφατικών αποφάσεων, η αναίρεση επιτρέπεται ακόμη και αν δεν έχουν εκδοθεί σε τελευταίο βαθμό, εφόσον είναι ασυμβίβαστες και δεν υπόκεινται πλέον σε κανένα τακτικό ένδικο μέσο.

6. Όπως γίνεται αντιληπτό από τη διατύπωση της προηγούμενης παραγράφου, ο όρος ΄΄σε τελευταίο βαθμό΄΄ έχει ευρύτερο περιεχόμενο στο κανονιστικό πεδίο της αναιρετικής ρυθμίσεως, αφού έχει και την έννοια της μη προσβολής της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και με κάποιο άλλο, πλην της εφέσεως, ένδικο μέσο ή βοήθημα. Με το δεδομένο αυτό δεν γίνεται δεκτή η άσκηση αναιρέσεως κατά των διαταγών πληρωμής (injonction de payer) ή κατά των διαταγών κατ’ αίτησιν, διότι για τις μεν πρώτες μπορεί να ασκηθεί το ένδικο βοήθημα της «ανακοπής» (contredit) και για τις δεύτερες να υποβληθεί αίτηση ανακλήσεως (demande sur rétractation – 496 al.2 και 497 NCPC). Από τον ανωτέρω κανόνα υπάρχει, όμως, η σημαντική εξαίρεση των σε τελευταίο βαθμό ερήμην εκδοθεισών αποφάσεων, κατά των οποίων επιτρέπεται πάντοτε αναίρεση, ακόμη και αν ο ερημοδικήσας άφησε να περάσει άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας[12]. Τέλος, είναι ευνόητο ότι δεν επιτρέπεται αναίρεση κατά των αποφάσεων που εξέδωσε το γαλλικό Ακυρωτικό επί ασκηθείσης αναιρέσεως.[13]

7. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 607 NCPC που επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί τη διατύπωση του άρθρου 545 NCPC, υποκείμενες σε αναίρεση είναι και οι οριστικές δικονομικές δικαστικές αποφάσεις που απορρίπτουν την υποβληθείσα αίτηση ως απαράδεκτη, ενώ, κατά το άρθρο 606 NCPC, που, ομοίως, επαναλαμβάνει την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 544 NCPC για την έφεση, δεν αναιρεσιβάλλονται μόνο οι εν όλω οριστικές (τελειωτικές) εκδοθείσες σε τελευταίο βαθμό, δικαστικές αποφάσεις, αλλά και οι εν μέρει οριστικές, με τις οποίες αφενός κρίνεται οριστικά ένα μέρος της κύριας υποθέσεως και διατάσσεται ως προς το υπόλοιπο κάποιο ανακριτικό ή προσωρινό μέτρο· σημειωτέον ότι στην περίπτωση αυτή η άσκηση αυτοτελούς αναιρέσεως κατά του οριστικού μέρους της εν μέρει οριστικής αποφάσεως είναι μονόδρομος για τους διαδίκους. Οι υπόλοιπες δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε τελευταίο βαθμό και είναι αμιγώς μη οριστικές δεν μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς με αναίρεση, παρά μόνο αν ο νόμος ορίζει άλλως.[14]

3. Οι ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενοι

3.1. Η νομιμοποίηση των διαδίκων

8. Σε υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας νομιμοποιείται προς άσκηση αναιρέσεως κάθε διάδικος που έχει έννομο συμφέρον[15] ακόμη και αν η διάταξη της προσβαλλομένης που τον βλάπτει δεν ωφελεί τον αντίδικό του[16]. Συνεπώς, για την ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποιήσεως απαιτούνται σωρευτικά δύο προϋποθέσεις:

9. Κατά πρώτον, θα πρέπει ο αναιρεσείων (demandeur en cassation) να ήταν διάδικος ή να είχε αντιπροσωπευθεί στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη[17], δεδομένου ότι στην αντίθετη περίπτωση θα ήταν τρίτος και μόνο τριτανακοπή θα νομιμοποιούταν να ασκήσει· ως εκ τούτου η ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση τριτανακοπής τέμνει αρνητικά και τα όρια της ενεργητικής νομιμοποιήσεως προς άσκηση αναιρέσεως. Το άρθρο 611 NCPC, όμως, προβλέπει ότι μπορεί να ασκήσουν αναίρεση και πρόσωπα που δεν είχαν την ιδιότητα του διαδίκου, εφόσον η προσβαλλομένη δικαστική απόφαση επιδίκασε σε βάρος τους ή σε όφελός τους κάποιο πρόστιμο. Κατά δεύτερον, θα πρέπει το πρόσωπο που ασκεί αναίρεση να έχει προς τούτο έννομο συμφέρον, το οποίο, κατ’ αντίθεση με την προγενέστερη νομολογία, υφίσταται ακόμη και αν η προσβαλλόμενη διάταξη της αναιρεσιβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, παρόλο που είναι βλαπτική για τον αναιρεσείοντα, δεν ωφελεί, ωστόσο, τον αντίδικό του. Όπως γίνεται αντιληπτό, η νομοθετική αυτή μεταστροφή ως προς το έννομο συμφέρον επηρεάζει και απλουστεύει στην πράξη το θέμα της παθητικής νομιμοποιήσεως, αφού ο αναιρεσείων πρέπει απλώς να στρέ­ψει την αναίρεσή του κατά των αντιδίκων που είχε κατά τη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη.

10. Σε υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας νομιμοποίηση προς άσκηση αναιρέσεως υφίσταται ακόμη και απουσία οποιουδήποτε άλλου διαδίκου[18], λύση που έχει υιοθετηθεί νομολογικά ήδη από το έτος 1897 και συνάδει απόλυτα με τη φύση της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία εξ ορισμού δεν προϋποθέτει αντιδικία, οπότε και συνήθως δεν θα τίθεται ζήτημα παθητικής νομιμοποιήσεως. Κατά συνέπεια, ο αιτών που άσκησε έφεση κατά της απορριπτικής της αιτήσεώς του πρωτόδικης αποφάσεως, μπορεί να ασκήσει και αναίρεση στην περίπτωση που και η επί της εφέσεως απόφαση δεν κάνει δεκτό το αίτημά του.

3.2. Η «νομιμοποίηση» του Εισαγγελέα του γαλλικού Ακυρωτικού

11. Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η χρησιμότητα της αναιρέσεως ως ενδίκου μέσου δεν εξαντλείται στη διασφάλιση ορθότερης δικαστικής κρίσεως, αλλά συνίσταται κυρίως στην ομογενοποίηση της νομολογίας που παράγουν τα κατώτερα ιεραρχικώς δικαστήρια. Στο σημείο αυτό ακριβώς, της διατηρήσεως της ενότητας του δικαίου, βρίσκει το δικαιοπολιτικό της έρεισμα η δυνατότητα ασκήσεως της λεγόμενης αναιρέσεως ΄΄υπέρ του νόμου΄΄[19] (pourvoi dans l’intérêt de la loi) από τον Εισαγγελέα του γαλλικού Ακυρωτικού. Πρόκειται για έναν πρωτότυπο στη σύλληψη του και αποτελεσματικό θεσμό που ενεργοποιείται όταν οι διάδικοι συγκεκριμένης υποθέσεως δεν έχουν ασκήσει αναίρεση κατά τελεσίδικης αποφάσεως, η οποία, κατά τη νομική αντίληψη του Εισαγγελέα του γαλλικού Ακυρωτικού, έχει ερμηνεύσει λανθασμένα κάποιον κανόνα δικαίου και ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποτελέσει νομολογική πυξίδα για μεταγενέστερες παρόμοιου είδους υποθέσεις. Για το λόγο αυτό με την αναίρεση υπέρ του νόμου επιδιώκεται ακύρωσή της εσφαλμένης δικαστικής αποφάσεως χάριν της παραγωγής ομοιόμορφης νομολογίας και προς αποφυγή αναπαραγωγής ανώμαλων νομολογικών μορφωμάτων στο μέλλον. Πάντως, η απόφαση που εκδίδεται επί της υπέρ του νόμου αναιρέσεως, δεν επηρεάζει τη νομική κατάσταση που δημιούργησε η αναιρεσιβαλλόμενη δικαστική απόφαση για τους διαδίκους, ως προς τους οποίους, καίτοι εσφαλμένη, εξακολουθεί να παράγει αναλλοίωτα τα αποτελέσματά της[20]. Από την τελευταία αυτή άποψη η αναίρεση υπέρ του νόμου δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως πλατωνική (cassation platonique).[21]

12. Εκτός, όμως από την ανωτέρω περίπτωση, ο Εισαγγελέας του γαλλικού Ακυρωτικού μπορεί να επέμβει «αναιρετικά» και στην περίπτωση που οι κατώτεροι ιεραρχικά δικαστές υπερέβησαν με κάποια τους πράξη την εξουσία τους. Έτσι, κατόπιν σχετικής εντολής του Υπουργού Δικαιοσύνης (Garde des Sceaux – κατ’ ακριβή μετάφραση ΄΄σφραγιδοφύλακα΄΄) ο Εισαγγελέας του Cour de Cassation ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε πράξεως των κατώτερων δικαστών αν με αυτήν στοιχειοθετείται υπέρβαση εξουσίας, ήτοι παρά το νόμο είσοδος των εκπροσώπων της δικαιοδοτικής λειτουργίας στο χώρο της νομοθετικής ή της εκτελεστικής. Αυτή είναι και η μοναδική περίπτωση που μπορεί παραδεκτά να χωρήσει αναίρεση κατά των λεγόμενων μέτρων δικαστικής διαχειρίσεως, τα οποία και στο γαλλικό δίκαιο δεν εμπίπτουν στην έννοια της δικαστικής αποφάσεως. Πάντως, με το δεδομένο ότι η αυτεπάγγελτη αυτή επέμβαση του Εισαγγελέα του γαλλικού Ακυρωτικού μπορεί να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη erga omnes[22] και να επηρεάσει έτσι δραστικά τη νομική κατάσταση που είχε δημιουργήσει η αναιρεσιβαλλόμενη για τους διαδίκους, κρίνεται απαραίτητη η πρόσκληση των τελευταίων στην κατά τα άνω ανοιγείσα αναιρετική δίκη.

4. Η ομοδικία στη δίκη της αναιρέσεως, η ΄΄ανταναίρεση΄΄και η προκληθείσα αναίρεση

13. Για την περίπτωση των υποθέσεων αδιαιρετότητας στην αναίρεση, καθώς και για την άσκηση ΄΄ανταναιρέσεως΄΄ (pourvoi incident) και προκληθείσης αναιρέσεως (pourvoi provoqué), θεσμοί που αποσκοπούν στη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της αναιρετικής δίκης και είναι άγνωστοι στο ελληνικό δίκαιο, ισχύουν mutatis mutandis όσα ισχύουν για τις ανάλογες περιπτώσεις στην έφεση.[23]

5. Η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως

14. Σε πλήρη εναρμόνιση με την προθεσμία ασκήσεως της αναψηλαφήσεως και της τριτανακοπής (όσον αφορά την περίπτωση που η απόφαση κοινοποιείται στον τρίτο), το άρθρο 612 NCPC ορίζει ότι η προθεσμία της αναιρέσεως[24] είναι δύο μηνών εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο νόμο (sauf disposition contraire), όπως και πράγματι προβλέπεται άλλως για την αναίρεση υπέρ του νόμου ή για υπέρβαση εξουσίας που ασκεί ο Εισαγγελέας του γαλλικού Ακυρωτικού[25], καθώς και για την αναίρεση λόγω υπάρξεως αντιφατικών αποφάσεων[26], περιπτώσεις στις οποίες η αναίρεση είναι επιτρεπτή ακόμη και μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας.

15. Πάντως, η εν λόγω προθεσμία, σε όσες περιπτώσεις ισχύει, άρχεται, βάσει της γενικής ρυθμίσεως του άρθρου 528 al.1 NCPC, από την κοινοποίηση της αποφάσεως στον αντίδικο, με την επιφύλαξη, όμως, της υπάρξεως αντίθετης ειδικότερης διατάξεως. Σημαντική εξαίρεση ως προς το εναρκτήριο γεγονός της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως αποτελεί η περί­πτωση των ερήμην και εκδοθεισών σε τελευταίο βαθμό αποφά­σεων, για τις οποίες η δίμηνη προθεσμία άρχεται από τότε που δεν μπορεί πλέον να ασκηθεί παραδεκτά κατ’ αυτών ανακοπή ερημοδικίας.[27]

6. Οι λόγοι αναιρέσεως

6.1. Γενικά

16. Σε αντίθεση με τον Έλληνα νομοθέτη που έχει ακολουθήσει τη μέθοδο της αναλυτικής και ως εκ τούτου περιοριστικής απαριθμήσεως των λόγων αναιρέσεως στο νόμο[28], ο Γάλλος ομότιμός του υιοθετεί στο άρθρο 604 NCPC μια εκ διαμέτρου αντίθετη μέθοδο[29], ορίζοντας με λιτότητα και συντομία, που εκ πρώτης όψεως ξαφνιάζει τον Έλληνα νομικό, ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο όταν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τους κανόνες δικαίου. Αναμφισβήτητα, η ανωτέρω επιγραμματική γαλλική νομοθετική ρύθμιση των αναιρετικών λόγων είναι ενδεικτική της εμπιστοσύνης που δείχνει η νομοθετική λειτουργία προς τη δικαιοδοτική στη Γαλλία, δεδομένου ότι το βάρος και η ευθύνη της διαμορφώσεως των επιμέρους λόγων αναιρέσεως που δύνανται να απορρεύσουν από τη γενική διατύπωση του άρθρου 604 NCPC (non – conformité aux règles du droit) πέφτει κατά μεγάλο και κύριο λόγο στους δικαστές του γαλλικού Ακυρωτικού με τη θεωρία, βέβαια, να στέκεται πάντοτε πολύτιμος αρωγός τους.

17. Η θεωρητική και κυρίως η νομολογική επεξεργασία της εν λόγω διατάξεως, έχει οδηγήσει, λοιπόν, στην αποκρυστάλλωση πέντε [5] βασικών λόγων αναιρέσεως και συγκεκρι­μένα: 1) στην παραβίαση ή την παράλειψη τηρήσεως τύπων (la violation ou l’omission des formes)[30], 2) η παρατυπία των αιτιολογιών, λόγος που ανήκει ουσιαστικά στην προαναφερθείσα περίπτωση της μη τηρήσεως τύπου και στον οποίο εντάσσονται ως υποπεριπτώσεις α) η έλλειψη αιτιολογιών[31] (le défaut des motifs), β) η έλλειψη νομίμου βάσεως[32] (le défaut de base légale) και γ) η διαστρέβλωση των προσκομισθέντων στοιχείων[33] (la dénaturation des pièces), 3) στην παραβίαση του νόμου[34] (la violation de la loi), όπου εντάσσονται ως υποπεριπτώσεις α) η αναρμοδιότητα[35] (l’incompétence) και β) η υπέρβαση εξουσίας (l’excès de pouvoir), 4) η αντιφατικότητα αποφάσεων[36] (la contrariété de jugements) και 5) η απώλεια νομικού θεμελίου (la perte de fondement juridique). Αναλυτικότερα:

6.2. Η παραβίαση ή η παράλειψη τηρήσεως τύπου

18. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως ιδρύεται είτε όταν παραβιάστηκε τύπος η μη τήρηση του οποίου, σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου, επιφέρει ακυρότητα της δικαστικής αποφάσεως, όπως η έλλειψη αιτιολογιών, που θα εξεταστεί στην επόμενη υποενότητα, η μη σύμφωνη με το νόμο σύνθεση του δικαστηρίου, η μη παράσταση ενός δικαστή σε όλες τις συζητήσεις, η παράβαση των κανόνων περί δημοσιότητας τόσον όσον αφορά τις συζητήσεις όσο και τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως κλπ.[37], είτε όταν παραβιάστηκε τύπος που προβλέπεται από γενικές διατάξεις, χωρίς να ορίζεται, όμως, σ’ αυτές ότι η μη τήρηση του επάγεται ακυρότητα.

6.3. Η παρατυπία των αιτιολογιών

19. Ειδικότερη περίπτωση μη τηρήσεως τύπου αποτελεί και παρατυπία των αιτιολογιών της δικαστικής αποφάσεως. Όμως στην ευρύτερη αυτή ενότητα της παρατυπίας των αιτιολογιών υπάρχουν και περιπτώσεις που αποτελούν λόγους αναιρέσεως αναγόμενους σε παραβάσεις ουσίας και όχι του τύπου της διαδικασίας, όπως είναι η έλλειψη νόμιμης βάσεως[38]. Ως εκ τούτου κρίνεται συστηματικά και δογματικά ορθότερη, η αυτόνομη εξέταση της παρατυπίας των αιτιολογιών ως λόγου αναιρέσεως. Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι νομικό θεμέλιο του εξεταζόμενου αναιρετικού λόγου αποτελεί το άρθρο 455 NCPC, το οποίο σύντομα και προστακτικά ορίζει ότι η δικαστική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη (le jugement doit être motivé). Κατά συνέπεια, παράβαση της συγκεκριμένης διατάξεως συντρέχει όταν 1) οι αιτιολογίες μιας δικαστικής αποφάσεως είναι ελλιπείς α) είτε διότι απουσιάζουν τελείως (absence totale des motifs)[39], απουσία προς την οποία εξομοιώνονται i) οι τυπικές αιτιολογίες (motifs de pure forme), δηλαδή αυτές που περιορίζονται στην απλή περιγραφή της διενεργηθείσης διαδικασίας ή/και των προσκομισθέντων στοιχείων[40] ή στην απλή διαπίστωση ότι το αίτημα είναι δίκαιο και βάσιμο[41], ii) οι παραπεμπτικές σε άλλη δικαστική απόφαση αιτιολογίες (motifs par référence), όταν η απόφαση αυτή δεν έχει εκδοθεί για την ίδια υπόθεση μεταξύ των ίδιων διαδίκων[42], iii) οι ακατανόητες αιτιολογίες (motifs inintelligibles)[43] και iv) σε ορισμένες περιπτώσεις οι διφορούμενες ή υποθετικές αιτιολογίες (motifs dubitatifs ou hypothétiques)[44], β) είτε διότι οι περιεχόμενες στην απόφαση αιτιολογίες είναι αντιφατικές μεταξύ τους (contradiction des motifs)[45] ή αντιφάσκουν με το διατακτικό (contradiction entre les motifs et le dispositif)[46] [47] γ) είτε διότι το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στις προτάσεις των διαδίκων (défaut de réponse à conclusions). [48]

20. Περαιτέρω, παρατυπία των αιτιολογιών συνιστά 2) και η λεγόμενη έλλειψη νόμιμης βάσεως, η οποία συντρέχει όταν οι αιτιολογίες τις δικαστικής αποφάσεως δεν περιέχουν την εξακρίβωση της υπάρξεως των απαραίτητων για την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικών περιστατικών ή, κατ’ άλλη διατύπωση, όταν είναι ανεπαρκής στη δικαστική απόφαση η έκθεση των πραγματικών γεγονότων που κρίνονται απαραίτητα για να αποφανθεί ο δικαστής και επί των νομικών ζητημάτων της υποθέσεως[49]. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η έλλειψη νομίμου βάσεως, αν και εντάσσεται στην ευρύτερη ενότητα των λόγων αναιρέσεως που σχετίζονται με παρατυπία των αιτιολογιών, δεν αποτελεί ταυτόχρονα και περίπτωση μη τηρήσεως τύπου, αφού, όταν συντρέχει έλλειψη νομίμου βάσεως, οι αιτιολογίες της δικαστικής αποφάσεως, αν και είναι τυπικά ορθές και δεν περιέχουν κάποιο από τα ελαττώματα που αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, δεν μπορούν, ωστόσο, να οδηγήσουν μέσω του δικανικού συλλογισμού στην εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου στη συγκεκριμένη υπόθεση.

21. Τέλος, 3) παρατυπία αιτιολογιών υπάρχει στο γαλλικό δίκαιο και όταν διαστρεβλώθηκε το περιεχόμενο των προσκομισθέντων στη δίκη στοιχείων, η οποία (διαστρέβλωση) συνίσταται στο ότι οι δικαστές της ουσίας ερμήνευσαν και εκτίμησαν εσφαλμένα ένα στοιχείο (κείμενο συμβάσεως, γραπτές καταθέσεις μαρτύρων, πρακτικά, προτάσεις διαδίκων κλπ.) του οποίου το περιεχόμενο ήταν σαφές και ορισμένο και συνεπώς δεν έχρηζε ιδιαίτερης ερμηνείας[50]. Αξίζει, όμως, να αναφερθεί ότι μέρος της γαλλικής θεωρίας εκφράζει την άποψη ότι η νέα διατύπωση του άρθρου 604 NCPC απέκλεισε σιωπηρά τον συγκεκριμένο νομολογικής εμπνεύσεως λόγο αναιρέσεως με το επιχείρημα ότι η διαστρέβλωση των στοιχείων μπορεί να γίνει και χωρίς να υπάρχει non-conformité aux règles du droit.[51]

6.4. Η παραβίαση του νόμου

22. Αναμφισβήτητα, το σημαντικότερο λόγο αναιρέσεως συνιστά η παραβίαση του νόμου από τους δικαστές της ουσίας. Κρίσιμες έννοιες για να κριθεί η συνδρομή του είναι αυτή του νόμου και της παραβιάσεώς του. Σύμφωνα με τα ισχύοντα στο γαλλικό δίκαιο, όταν το άρθρο 604 NCPC κάνει λόγο για règles du droit εννοεί κάθε κείμενο που έχει κανονιστικό χαρακτήρα (caractère réglementaire) και συνεπώς στην έννοια αυτή εμπίπτουν, οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν μετά την κύρωσή τους και στη Γαλλία υπερνομοθετική ισχύ, οι νόμοι με την τυπική τους έννοια, ήτοι αυτοί που απορρέουν από τη νομοθετική λειτουργία, οι νόμοι που εκδίδονται από τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, τα διατάγματα, οι διοικητικές πράξεις και οι άγραφοι κανόνες δικαίου που θεωρούνται μέρος του θετικού δικαίου[52]. Δεν εμπίπτουν στην εξεταζόμενη έννοια τα έθιμα, οι συνήθειες και οι αλλοδαποί κανόνες δικαίου, των οποίων η εφαρμογή από τους δικαστές της ουσίας δεν ελέγχεται αναιρετικά[53]. Παραβίαση όλων των ανωτέρω κανόνων δικαίου της γαλλικής έννομης τάξεως υπάρχει στην περίπτωση α) της τυπικής παράβασής τους (contravention formelle) που μπορεί να απορρέει από την άρνηση της εφαρμογής τους, β) της κακής ερμηνείας τους (fausse interprétation) ή γ) της κακής εφαρμογής τους (fausse application). Σε κάθε περίπτωση, όμως, για να ιδρυθεί ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει η παραβίαση του νόμου να περιέχεται στο διατακτικό της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, όντας παντελώς αδιάφορο το αν οι αιτιολογίες της είναι ορθές οι εσφαλμένες.[54]

23. Ειδικότερες περιπτώσεις παραβιάσεως του νόμου συνιστούν η υπέρβαση εξουσίας και η αναρμοδιότητα. Στην πρώτη περίπτωση ο δικαστής της ουσίας παραβιάζει μια θεμελιώδη αρχή ή έναν κανόνα δημοσίας τάξεως που έχουν τεθεί για να περιορίσουν την εξουσία του, όπως π.χ. συμβαίνει όταν με τις ενέργειές ο δικαστής του εισέρχεται στο χώρο της νομοθετικής ή εκτελεστικής λειτουργίας και στη δεύτερη το δικάσαν την υπόθεση δικαστήριο ήταν αναρμόδιο προς τούτο. Σημειωτέον ότι για την πρόταση της αναρμοδιότητας υπάρχει στο γαλλικό δίκαιο το ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα της contredit, αλλά ο Γάλλος νομοθέτης δεν αποκλείει και την άσκηση αναιρέσεως για τον ίδιο λόγο.

6.5. Η αντιφατικότητα αποφάσεων

24. Ο νέος γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει δύο διακριτές περιπτώσεις αντιφατικών αποφάσεων που μπορούν να στοιχειοθετήσουν λόγο αναιρέσεως. Στην πρώτη περίπτωση, που προβλέπεται στο άρθρο 617 NCPC, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει αναίρεση επικαλούμενος την αντιφατικότητα δύο διαφορετικών δικαστικών αποφάσεων, αν είχε προτείνει δίχως αποτέλεσμα την ένσταση υπάρξεως δεδικασμένου ενώπιον των δικαστών της ουσίας. Η αναίρεση που ασκείται υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει επί ποινή απαραδέκτου να στρέφεται κατά της μεταγενέστερης εκ των δύο αντιφατικών αποφάσεων, ενώ στην περίπτωση που η αντιφατικότητα επιβεβαιωθεί από το γαλλικό Ακυρωτικό, τότε η υπόθεση λύεται υπέρ της ισχύος της πρώτης δικαστικής αποφάσεως.

25. Στη δεύτερη περίπτωση που περιέχεται στο άρθρο 618 NCPC, η αντιφατικότητα μεταξύ δύο δικαστικών αποφάσεων[55] μπορεί να προταθεί όταν αυτές είναι 1) ασυμβίβαστες μεταξύ τους (κυρίως όσον αφορά την εκτέλεσή τους) και 2) δεν υπόκεινται σε τακτικό ένδικο μέσο, οπότε, όπως γίνεται ευχερώς αντιληπτό, αν δεν επιτρεπόταν και η άσκηση αναιρέσεως κατ’ αυτών θα υπήρχε σοβαρό δικονομικό αδιέξοδο. Η άρση του εν λόγω δικονομικού αδιεξόδου, που αποτελεί, άλλωστε, το τελολογικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης διατάξεως, εξηγεί τις εξαιρετικά ελαστικές προϋποθέσεις που θέτει ο Γάλλος νομοθέτης για την άσκηση αναιρέσεως στα πλαίσια του άρθρου 618 NCPC, αφού η αναίρεση κατά των αντιφατικών αποφάσεων που συγκεντρώνουν τα ανωτέρω υπ’ αριθμόν [1] και [2] προαπαιτούμενα, επιτρέπεται α) ακόμη και αν δεν έχουν εκδοθεί σε τελευταίο βαθμό (par dérogation aux dispositions de l’ article 605 – même non rendues en dernier ressort), β) ακόμη και αν μία από αυτές έχει ήδη προσβληθεί ανεπιτυχώς με αναίρεση, γ) ακόμη και μετά την προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 612 NCPC. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και σε αντίθεση με τους ορισμούς του άρθρου 617 NCPC, η ασκηθείσα αναίρεση πρέπει να στρέφεται κατά και των δύο αποφάσεων, ενώ το γαλλικό Ακυρωτικό μπορεί, επιβεβαιωθείσης της αντιφατικότητας, να ακυρώσει τη μία από αυτές ή και τις δύο.

6.6. Η απώλεια νομικού θεμελίου

26. Ο συγκεκριμένος αναιρετικός λόγος, ο οποίος βρίσκεται στα όρια της διακρίσεως των λειτουργιών και αποτελεί επιβεβαίωση της στενότατης διαπλοκής τους, συνίσταται στην ακύρωση κανόνων δικαίου ή διοικητικών δικαστικών αποφάσεων[56] επί των οποίων είχε στηριχθεί η επίλυση της διαφοράς που άγεται ενώπιον του γαλλικού Ακυρωτικού. Στην περίπτωση, πάντως, που η απώλεια του νομικού θεμελίου επέρχεται με μεταγενέστερο νόμο που καταργεί της διατάξεις του εφαρμοσθέντος παλαιότερου, θα πρέπει, για να ιδρυθεί ο προκείμενος αναιρετικός λόγος, να ορίζεται από τις λεγόμενες μεταβατικές διατάξεις (droit transitoire) ότι οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις είναι άμεσα εφαρμοστέες και στις εκκρεμείς ενώπιον του γαλλικού Ακυρωτικού υποθέσεις.[57]

7. Τα αποτελέσματα της αναιρέσεως και της επ’ αυτής εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως

27. Η αναίρεση δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι το γαλλικό Ακυρωτικό δεν επιλαμβάνεται της υποθέσεως που άγεται ενώπιόν του, αλλά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της υποθέσεως αυτής, με την έννοια ότι δεν επιτρέπεται ενώπιον του γαλλικού Ακυρωτικού η επίκληση πραγματικών, αλλά μόνο αμιγώς νομικών ή μεικτής φύσεως ισχυρισμών. Ακόμη, όμως, και οι επιτρεπόμενοι νομικοί ισχυρισμοί δεν θα πρέπει να προτείνονται το πρώτον στο στάδιο της αναιρέσεως, αφού το άρθρο 619 al.1 NCPC ορίζει ότι les moyens nouveaux ne sont pas recevables devant la Cour de cassation. Κατ’ εξαίρεση προτείνονται παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του γαλλικού Ακυρωτικού οι αμιγώς νομικοί ισχυρισμοί (moyens de pur droit), δηλαδή αυτοί που δεν απαιτούν μαζί με την κρίση επί του νομικού και την ταυτόχρονη επίλυση πραγματικών ζητημάτων[58], καθώς και οι ισχυρισμοί που απορρέουν από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση (moyens nés de la décision attaquée).[59]

28. Η προθεσμία ασκήσεως ή η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει κατά κανόνα ανασταλτικό αποτέλεσμα[60] με εξαίρεση τις υποθέσεις διαζυγίου, του σωματικού χωρισμού, της κηρύξεως εγγράφου ως πλαστού και της καταδίκης του Δημοσίου σε πληρωμή. Σε αντίθεση με την τριτανακοπή, αλλά και με το ελληνικό δίκαιο[61], ο Γάλλος νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει τη δυνατότητα στους δικαστές του γαλλικού Ακυρωτικού να χορηγούν αναστολή της εκτελεστότητας της αναιρεσιβαλλομένης κατόπιν υποβολής σχετικώς αιτήσεως εκ μέρους του ενδιαφερόμενου διαδίκου. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της ασκήσεως βάσιμης αναιρέσεως, ο νικήσας και σώφρων διάδικος θα αποφύγει να εκτελέσει την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση, αφού σε περίπτωση ακυρώσεώς της και νέας κρίσεως της υποθέσεως από το δικαστήριο της παραπομπής, θα κληθεί να επιστρέψει ό,τι κατέσχεσε πλέον τόκων και εξόδων. Θα μπορούσε να λεχθεί, λοιπόν, ότι η αναίρεση δεν έχει νομικά ανασταλτικό, αλλά εν τοις πράγμασι αποτρεπτικό της εκτελέσεως αποτέλεσμα.

29. Οι συνέπειες της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αναιρέσεως διαφέρουν ανάλογα με το αν δέχεται ή όχι το ασκηθέν ένδικο μέσο. Αν το γαλλικό Ακυρωτικό απορρίψει την αναίρεση, εκδίδοντας απορριπτική απόφαση[62] (arrêt de rejet), η προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη (irrévocable) και δεν μπορεί να ασκηθεί πλέον κατ’ αυτής κανένα ένδικο[63] με την εξαίρεση, βέβαια, της τριτανακοπής και της ασκήσεως αναιρέσεως στην περίπτωση των αντιφατικών αποφάσεων βάσει του άρθρου 618 NCPC. Στις περιπτώσεις δε που η άσκηση αναιρέσεως έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, τότε η απόρριψή της έχει σαν αποτέλεσμα να καθίσταται η προσβαλλομένη δικαστική απόφαση και εκτελεστή μεταξύ των διαδίκων.

30. Αν, όμως που η ασκηθείσα αναίρεση γίνει δεκτή, τότε με την έκδοση της θετικής αναιρετικής αποφάσεως (arrêt de cassation) εξαφανίζεται ολικά ή μερικά η προσβαλλομένη δικαστική απόφαση[64] και τα πράγματα επαναφέρονται στην προ της εκδόσεώς της κατάσταση[65] [66]. Μετά την ακύρωση της αναιρεσιβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, το γαλλικό Ακυρωτικό παραπέμπει συνήθως την υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστη­ρίου ιδίας φύσεως με το εκδόν την αναιρεθείσα απόφαση ή στο ίδιο το εκδόν, το οποίο, όμως, θα πρέπει για ευνόητους λόγους αμεροληψίας, να δικάσει την παραπεμπόμενη υπόθεση με διαφορετική σύνθεση[67] [68]. Εξαιρετικά, το γαλλικό Ακυρωτικό μπορεί να μην παραπέμψει την υπόθεση αν δεν απαιτείται εκ νέου κρίση επί της ουσίας[69] ή αν μπορεί να εφαρμοστεί ο αρμόζων στην υπόθεση κανόνας δικαίου με βάση τα πραγματικά περιστατικά που είχαν βεβαιώσει οι δικαστές της ουσίας.[70]

 

[1] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Μετάφρασις εκ της γ΄ Γαλλικής εκδόσεως (1926-1932), μετά προσθηκών και προσαρμογής εις τα εν Ελλάδι κρατούντα, καθώς και σημειώσεων περί των εν τη ημεδαπή και αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία διδασκομένων υπό Γ. Θ. Ράμμου, Αθήναι 1934, Τόμος IV, αριθ.933, σελ.627.

[2] Όταν ο νέος γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του έτους 1976, το συγκεκριμένο κεφάλαιο περιλάμβανε μόλις τρία άρθρα.

[3] Και με τους νόμους της 12ης Ιουλίου 1978 και της 3ης Ιανουαρίου 1979 που αφορούσαν, όμως, στην οργάνωση του γαλλικού Ακυρωτικού.

[4] Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, υπάρχει μόνο ένα Cour de Cassation για όλη τη γαλλική επικράτεια, όπως υπάρχει, αντίστοιχα, μόνο ένας Άρειος Πάγος για όλη την ελληνική.

[5] Στη Γαλλία το ανώτατο Δικαστήριο της πολιτικής και της ποινικής δικαιοδοσίας αποκαλείται Cour de Cassation. Ειδικότερα: La Cour de cassation est une juridiction unique de niveau national. Elle siège à Paris. Elle est chargée de vérifier la conformité au droit des jugements rendus en dernier ressort et des arrêts prononcés par les Cours d'appel. Il ne s'agit pas d'un troisième niveau de juridiction car la Cour de Cassation ne connaît pas du fait, elle n'a compétence que pour apprécier la légalité des jugements rendus en dernier ressort ou des arrêts des Cours d'appel. Elle rejette comme irrecevable les "pourvois" qui seraient mêlés de fait et de droit. Le pourvoi peut être dirigé contre toute décision rendue en dernier ressort, sauf s'il s'agit de sentences arbitrales, lesquelles ne sont pas susceptibles de pourvois. Dans le cas où elle annule un jugement ou un arrêt, la Cour renvoi la connaissance de l'affaire à une juridiction du même ordre (et de même degré) que celle dont elle a annulé la décision. Cependant elle peut casser sans renvoi lorsque la décision qu'elle prend n'implique pas qu'il doive être statué sur le fond. Devant la Cour de Cassation les parties doivent être représentés par des avocats qui sont régis par un statut particulier, il s'agit d'officiers ministériels dénommés avocats "au Conseil d'Etat et à la Cour de Cassation". On dit aussi "avocats aux Conseils", βλ και στο δικτυακό τόπο http://www.citserv3.univ-st-etienne.fr.

[6] Pourvoi: Nom donnée à l'acte par lequel une partie saisit la Cour de cassation d'un recours dirigé contre une décision de justice rendue par une juridiction du premier degré en dernier ressort ou par une Cour d' appel. On dit qu'elle se pourvoit ou qu'elle forme un pourvoi, βλ και στο δικτυακό τόπο http://www.citserv3.univ-st-etienne.fr.

[7] Τον ίδιο ακυρωτικό χαρακτήρα έχει και η αναίρεση του ελληνικού δικαίου, της οποίας η ρύθμιση ακολουθεί στενά το πρότυπο της γαλλικής cassation και όχι το αντίστοιχο της γερμανικής revision.

[8] Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο, στο ελληνικό δίκαιο υπόκεινται σε αναίρεση οι τελεσίδικες αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, καθώς και των εφετείων (άρθ.552 ΚΠολΔ) που αφορούν στον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας ή περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή (άρθ.553 §1 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, με κριτήριο το εκδόν την απόφαση δικαστήριο, δεν υπόκεινται σε αναίρεση οι αποφάσεις: 1) του Αρείου Πάγου, 2) των διαιτητικών δικαστηρίων, 3) του μουφτή και οι αποφάσεις του μονομελούς ή πολυμελούς πρωτοδικείου που τις κηρύσσει εκτελεστές, ενώ με κριτήριο τον οριστικό χαρακτήρα και το συγκεκριμένο είδος της εκάστοτε αποφάσεως δεν αναιρεσιβάλλονται κυρίως: 1) από τον ίδιο διάδικο η απόφαση που έχει ήδη αναιρεσιβληθεί ακόμα και αν με τη δεύτερη αναίρεση πλήττονται διαφορετικά κεφάλαια (άρθ.555 ΚΠολΔ), 2) οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ.699 ΚΠολΔ) ακόμη και οι σχετιζόμενες με υποθέσεις νομής (άρθ.734 §3 ΚΠολΔ), 3) η απόφαση για την άρση της αφανείας κατ' αίτηση του αφάντου (άρθ.785 §2 ΚΠολΔ, 4) οι αποφάσεις που διατάσσουν την παροχή πιστοποιητικού (άρθ.824 ΚΠολΔ). Για ειδικότερες περιπτώσεις αποκλεισμού της αναιρέσεως βλ. αναλυτικότερα Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία/Π.Ν. Σάκκουλας, 2000, άρθ.552 αριθ.1-3 και άρθ.553 αριθ.1-12, σελ.984-989.

[9] Δεν υπόκεινται σε αναίρεση τόσο τα μέτρα δικαστικής διαχειρίσεως (Civ. 7 Mars 1923: DP 1923.1.7), εκτός αν υφίσταται περίπτωση υπερβάσεως εξουσίας, όσο και οι λεγόμενες διαδικαστικές συμβάσεις (Civ. 2e 19 Novembre 1986: JCP 1987.IV.31), καθώς και οι διαιτητικές αποφάσεις (sentences arbitrales), ενώ αντιθέτως υπόκεινται σε αναίρεση οι κατ’ επίφασιν δικαστικές αποφάσεις (Civ. 2e 28 Mars 1979: JCP 1979.II. 19231).

[10] Βλ. art.605 NCPC.

[11] Βλ. art.610 NCPC και Civ. 1re 10 Juin 1981: JCP 1981.IV.305.

[12] Βλ. art.613 NCPC.

[13] Civ. 2e 24 Juin 1998: Bull. II, no 207.

[14] Βλ. art.608 NCPC και τα σχετικά με τη διάταξη ανακριτικών μέτρων άρθρα 150 και 170 NCPC. Οι σημαντικότερες περιπτώσεις που «ο νόμος ορίζει άλλως» είναι το άρθρο 320 NCPC που αφορά στο δικαστικό όρκο, κατά το οποίο «Le jugement qui ordonne ou refuse d’ordonner un serment décisoire peut être frappé de recours indépendamment de la décision sur le fond» και το άρθρο 1122 NCPC, κατά το οποίο προσβάλλονται αυτοτελώς με αναίρεση οι δικαστικές αποφάσεις που διατάσσουν προσωρινά μέτρα στα πλαίσια δίκης διαζυγίου ή σωματικού χωρισμού.

[15] Για την αντίστοιχη ρύθμιση του ελληνικού δικαίου βλ. άρθ.556 ΚΠολΔ.

[16] Βλ. art.609 NCPC.

[17] Το γαλλικό Ακυρωτικό έχει απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως της ιδιότητας του διαδίκου αναίρεση στρεφόμενη κατά κεφαλαίων της προσβαλλομένης που αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο τις σχέσεις των αντιδίκων του αναιρεσείοντος και όχι και αυτόν τον τελευταίο (Civ. 2e 20 Juin 1984: Bull. II, no 112, p.79). Θα ήταν, πάντως, δογματικά ορθότερο η συγκεκριμένη αναίρεση να απορριπτόταν για έλλειψη νομίμου συμφέροντος και όχι για έλλειψη ιδιότητας διαδίκου, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει ο αναιρεσείων ήταν διάδικος στη δίκη επί της αναιρεσιβαλλομένης.

[18] Βλ. art.610 NCPC.

[19] Για τον αντίστοιχο και εν πολλοίς όμοιο θεσμό του ελληνικού δικαίου βλ. άρθ.557 ΚΠολΔ. Γίνεται δεκτό ορθά, δεδομένης και της ειδικής δικαιοπολιτικής λειτουργίας που έχει η αναίρεση υπέρ του νόμου, ότι στα πλαίσιά της μπορούν να αναιρεσιβληθούν ενδεχομένως και δικαστικές αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε αναίρεση προερχόμενη εκ των διαδίκων, όπως είναι π.χ. αυτές των ασφαλιστικών μέτρων, βλ. για το σημαντικό αυτό ζήτημα ΟλΑΠ 13/1999: ΕλλΔνη 40.753 (αντιθ. ΟλΑΠ 47/1990: ΝοΒ 1991.245) και Χ. Δέλλιος, βιβλ.

[20] Πάντως ο Εισαγγελέας του γαλλικού Ακυρωτικού μπορεί, βάσει του άρθρου 618-1 NCPC, εν όψει της ασκήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου να κοινοποιήσει την αναιρεσιβαλλόμενη στους διαδίκους (Βλ. και art.17 L. 3 Juillet 1967).

[21] H. Croze - C. Morel, βιβλ., κεφ.3, ενότ.ΙΙ, υποενότ. Ι, στοιχ.Β, αριθ.104, σελ.111.

[22] Βλ. art.18 L. 3 Juillet 1967.

[23] Για τις περιπτώσεις αδιαιρετότητας βλ. του ιδίου, βιβλ., ενότ.4, §§11-15, Δ.36.633-635 και art.615 NCPC σε συνδυασμό και με το άρθρο 553 NCPC και για την αντίστοιχη ρύθμιση του ελληνικού δικαίου άρθ.558 εδ.β΄ ΚΠολΔ. Για την ΄΄ανταναίρεση΄΄ και την προκληθείσα αναίρεση βλ. του ιδίου, βιβλ., ενότ.5, §§16-20, Δ.36.635-637  και art.614 σε συνδυασμό με τα άρθρα 548-551 NCPC.

[24] Για την αντίστοιχη ρύθμιση του ελληνικού δικαίου βλ. άρθ.564 ΚΠολΔ, το οποίο καθιερώνει γνήσια προθεσμία τριάντα [30] ημερών και καταχρηστική προθεσμία τριών [3] ετών.

[25] H. Croze - C. Morel, Droit fondamental, Droit juridictionnel, Procédure civile, Éditions puf, κεφ.3, ενότ.ΙΙ, υποενότ. Ι, στοιχ.Β, αριθ.105, σελ.112.

[26] Βλ. art.618 al.2 NCPC.

[27] Βλ. art.613 NCPC, η ρύθμιση του οποίου αποτελεί συμπλήρωμα του άρθρου 605 NCPC το οποίο δεν αποκλείει την άσκηση αναιρέσεως κατά των ερήμην αποφάσεων, βλ και ανωτ. υπό [235-236].

[28] Βλ. άρθ.559 ΚΠολΔ.

[29] Η οποία, όμως, όπως θα γίνει καλύτερα αντιληπτό κατωτέρω, κατά την κατ ιδίαν εξέταση των αναιρετικών λόγων στη Γαλλία, οδηγεί μέσω της θεωρητικής και νομολογικής διόδου στους ίδιους περίπου αναιρετικούς λόγους που ισχύουν και στην Ελλάδα.

[30] Βλ. άρθ.559 αριθ.2-3, 7 ΚΠολΔ.

[31] Βλ. άρθ.559 αριθ.17, 19 ΚΠολΔ.

[32] Βλ. άρθ.559 αριθ.19 ΚΠολΔ.

[33] Βλ. άρθ.559 αριθ.20 ΚΠολΔ.

[34] Βλ. άρθ.559 αριθ.1, 6, 8, 10-16 ΚΠολΔ.

[35] Βλ. άρθ.559 αριθ.5 ΚΠολΔ.

[36] Η περίπτωση αυτή συνιστά στο ελληνικό δίκαιο λόγο αναψηλαφήσεως (βλ. άρθ.544 αριθ.1 ΚΠολΔ) και δεν πρέπει να συγχέεται με την αντιφατικότητα των διατάξεων μιας και της αυτής δικαστικής αποφάσεως, η οποία (αντιφατικότητα) ενώ στην Ελλάδα ιδρύει λόγο αναιρέσεως (βλ. άρθ.559 αριθ.17 ΚΠολΔ) στη Γαλλία αποτελεί λόγο για να ζητηθεί η ερμηνεία της δικαστικής αποφάσεως (βλ. art.461 NCPC)

[37] Βλ. και art.458 και 462 al.5 NCPC.

[38] E. Blanc - J. Viatte, Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, σελ.4072.

[39] Soc. 11 Janvier 1979: JCP 1979.IV.89.

[40] Civ 2e 14 Janvier 1976: Gaz. Pal. 1976, Pan,74.

[41] Com. 26 Octobre 1976: Bull. IV no 271.

[42] Civ 1re 31 Janvier 1979: JCP 1979.IV.116.

[43] Soc. 27 Mars 1991: JCP 1991.IV.203.

[44] Civ. 3e 3 Novembre 1993: JCP 1994.IV.25.

[45] Civ. 2e 19 Novembre 1986: JCP 1987.IV.35.

[46] Com. 20 Janvier 1987: JCP 1987.IV.101.

[47] Θα πρέπει να πρόκειται για αντίφαση των αιτιολογιών με το διατακτικό για να ιδρυθεί λόγος αναιρέσεως, διότι αν η αντίφαση εντοπίζεται μεταξύ δύο διαφορετικών κεφαλαίων του διατακτικού ή αν πρόκειται για λάθος υλικό, τότε μόνο ερμηνεία (βλ. art.461 NCPC) ή διόρθωση (βλ. art.462 NCPC), αντίστοιχα, της δικαστικής αποφάσεως μπορεί να ζητηθεί.

[48] Soc. 21 et 22 Février 1978: JCP 1978.IV.134-135.

[49] Civ 1re 11 Février 1981: D 1981, IR 370. Ορισμένες αποφάσεις του γαλλικού Ακυρωτικού θεωρούν ως έλλειψη νομίμου βάσεως (και όχι ως απουσία αιτιολογιών) και τις διφορούμενες ή υποθετικές αιτιολογίες.

[50] Com. 20 Novembre 1957: D. 1958, somm. 72.

[51] E. Blanc - J. Viatte, βιβλ., σελ.4073.

[52] Όπως είναι στη Γαλλία ο κανόνας του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ο οποίος μπορεί να συναχθεί από αρκετές διατάξεις του γαλλικού Αστικού Κώδικα.

[53] Το γαλλικό Ακυρωτικό, όμως, μπορεί να αναιρέσει δικαστική απόφαση, αν οι δικαστές της ουσίας δεν εφάρμοσαν το αλλοδαπό δίκαιο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το γαλλικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παραβίαση γαλλικών και όχι αλλοδαπών κανόνων δικαίου.

[54] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.949, σελ.670, όπου αναφέρεται επί λέξει ότι «Η έλλειψις ή η ατέλεια των αιτιολογιών αποτελεί λόγο αναιρέσεως, ουχί όμως και η ύπαρξις εσφαλμένων αιτιολογιών».

[55] Η αναίρεση γίνεται δεκτή στην περίπτωση αυτή ακόμη και όταν η μία εκ των αντιφατικών αποφάσεων προέρχεται από την ποινική και ή άλλη από την πολιτική δικαιοδοσία των γαλλικών δικαστηρίων (Civ. 1re Janvier 1998: Bull. I, no 9; αντιθ. Com. 13 Février 1996: Gaz. Pal. 26 Septembre 1996, somm. cass).

[56] Civ. 1re 24 Juin 1997: Bull. I, no 212.

[57] Civ. 2e 2 Février 1977: Gaz. Pal. 1977, Pan.146.

[58] Έχει κριθεί ότι είναι αμιγώς νομικός ο ισχυρισμός κατά τον οποίο ισχύει το σύστημα της ελεύθερης αποδείξεως μεταξύ εμπόρων (Com. 26 Octobre 1983: Bull. IV, no 280), και ο ισχυρισμός περί καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου στην επίδικη παροχή, προκειμένου να συγκαθοριστεί και ο τόπος εκπληρώσεώς της και μέσω αυτού το αρμόδιο δικαστήριο βάσει του άρθρου 5 §1 ΣυμΒρ και σήμερα του ταυτάριθμου άρθρου του Καν.44/2001 (Com. 14 Décembre 1999: Bull. IV, no 229). Σημειωτέον, ότι η έννοια των αμιγώς νομικών ισχυρισμών έχει μεγάλη πρακτική σημασία και για το γεγονός της λήψεώς τους υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το γαλλικό Ακυρωτικό βάσει του άρθρου 620 al.2 NCPC.

[59] Δεν θεωρούνται ότι απορρέουν από την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση, όσοι ισχυρισμοί μπορούσαν να προταθούν και πριν από την έκδοσή της.

[60] Βλ. art.19 L. 3 Juillet 1967.

[61] Βλ. άρθ.565 §2 ΚΠολΔ.

[62] Οπότε ενδεχομένως θα μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο έως 3.000.-€ στον αναιρεσείοντα αν άσκησε αναίρεση καταχρηστικά, Βλ. art.628 NCPC.

[63] Βλ. art.621 NCPC.

[64] Βλ. art.623-624 NCPC.

[65] Βλ. art.625 NCPC.

[66] Βλ. και άρθ.579 ΚΠολΔ.

[67] Βλ. art.626 NCPC (art.1314  COJ).

[68] Για τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής βλ. art.631-639 NCPC, βλ. και για το ελληνικό δίκαιο άρθ.581 ΚΠολΔ.

[69] Όπως π.χ. μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που το γαλλικό Ακυρωτικό αποφανθεί ότι η έφεση είχε ασκηθεί εκπρόθεσμα, οπότε με την εξαφάνιση της επί της εφέσεως αποφάσεως η πρωτόδικη καθίσταται πλέον αμετάκλητη.

[70] Βλ. art.627 NCPC (art.1315 COJ).