Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Η ομολογία και ο όρκος στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Παντελεήμων Ρεντούλης

Η ομολογία και ο όρκος στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2007 σ. 1144-1151

 

Διάγραμμα
1. Η ομολογία
1.1. Η έννοια και τα είδη της ομολογίας
1.2. Η εξώδικη ομολογία
1.3. Η δικαστική ομολογία
1.4. Σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου
2. Ο όρκος
2.1. Τα είδη του όρκου
2.2. Ο επακτός όρκος
2.3. Ο όρκος που διατάσσεται αυτεπαγγέλτως
2.4. Η διαδικασία επαγωγής ή διάταξης του όρκου
2.5. Σύγκριση με τις αντίστοιχες καταργηθείσες διατάξεις του ελληνικού δικαίου

 

1. Η ομολογία

1.1. Η έννοια και τα είδη της ομολογίας

1. Στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο[1] ομολογία είναι η δήλωση με την οποία ένα πρόσωπο αναγνωρίζει ως αληθές ένα γεγονός που δημιουργεί νομικές συνέπειες σε βάρος του, υπό τον όρο ότι το πρόσωπο αυτό μπορούσε να αντιληφθεί πως η δήλωσή του ήταν ικανή να λειτουργήσει ως εναντίον του απόδειξη[2]. Διακρίνεται σε εξώδικη και δικαστική και πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία με την έννοια ότι δεν απαιτείται η αποδοχή της από τον αντίδικο για να αναπτύξει τα αποτελέσματά της[3]. Απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει ομολογία είναι η προέλευσή της από τον διάδικο στον οποίο αντιτίθεται[4] ή από ειδικό πληρεξούσιό του[5], ο νόμιμος εκπρόσωπος, όμως, ενός ανηλίκου δεν μπορεί να ομολογήσει στο όνομα του ανηλίκου[6] και η τυχόν δήλωσή του μπορεί να χρησιμεύσει μόνο ως δικαστικό τεκμήριο, εφόσον επιτρέπεται η χρήση του αποδεικτικού αυτού μέσου[7].

2. Περαιτέρω, για να συνιστά μία δήλωση ομολογία, θα πρέπει να αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και όχι σε νομικά ζητήματα[8]. Έχει νομολογηθεί ότι η αναγνώριση της διαχωριστικής γραμμής δύο γειτονικών ακινήτων από το κύριο ενός εξ αυτών, που περιεχόταν στο κείμενο μιας επιστολής, μπορεί να θεωρηθεί ως ομολογία, δεδομένου ότι δεν αφορά σε νομικό αλλά σε πραγματικό ζήτημα[9]. Αν, όμως, οι δηλώσεις ενός διαδίκου έχουν ως αντικείμενο τη νομική ανάλυση των σχέσεων του με τον αντίδικο ή με τρίτους, δεν συνιστούν ομολογία ως προς το νομικό περιεχόμενο των σχέσεων αυτών, αλλά μόνο ως προς την ύπαρξή τους, η οποία αποτελεί πραγματικό γεγονός[10].

1.2. Η εξώδικη ομολογία

3. Το άρθρο 1355 CC ορίζει ότι ο ισχυρισμός μιας εξώδικης αμιγώς προφορικής ομολογίας είναι ανωφελής στην περίπτωση που αφορά απαίτηση της οποίας η απόδειξη δεν επιτρέπεται με μάρτυρες[11]. Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι η εξώδικη ομολογία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή[12] και στην περίπτωση που δεν είναι γραπτώς αποτυπωμένη δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποδειχθεί πλην των μαρτύρων ή/και των δικαστικών τεκμηρίων. Οπότε, αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση δεν επιτρέπεται το εμμάρτυρο αποδεικτικό μέσο, είναι παντελώς άσκοπο να ισχυριστεί κάποιος εξώδικη προφορική ομολογία, αφού δεν θα υφίσταται νόμιμος τρόπος να την αποδείξει, χωρίς την σύμπραξη του αντιδίκου του.

1.3. Η δικαστική ομολογία

4. Κατά τους ορισμούς του άρθρου 1356 al.1 CC, η δικαστική ομολογία γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου από κάποιον διάδικο ή από ειδικό πληρεξούσιό του. Συνεπώς, η ομολογία που γίνεται προς πραγματογνώμονα[13] ή κατά τη διάρκεια αστυνομικής έρευνας[14], καθώς και η δήλωση δικηγόρου που γίνεται κατά την αγόρευσή του και δεν περιλαμβάνεται στις γραπτές προτάσεις[15], δεν συνιστούν δικαστικές ομολογίες, ενώ η δήλωση - απάντηση που δίνει ο οφειλέτης μετά την επίδοση της αγωγής του δανειστή του μόνο ως εξώδικη ομολογία μπορεί να αξιολογηθεί [16].

5. Η δικαστική ομολογία παρέχει πλήρη απόδειξη εναντίον του διαδίκου που την έδωσε, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που μόνο η απόδειξη δι’ εγγράφων επιτρέπεται [17]. Αυτό κατ’ άλλη διατύπωση σημαίνει ότι ο δικαστής δεν μπορεί να εκτιμήσει ελεύθερα τη δικαστική ομολογία, σε αντίθεση με την εξώδικη, έχει δε κριθεί ότι το περιεχόμενο της δικαστικής ομολογίας μπορεί να ανατρέψει και τα νόμιμα τεκμήρια είτε είναι μαχητά είτε αμάχητα[18].

6. Ως γνωστόν η δικαστική ομολογία μπορεί να είναι απλή, με την έννοια ότι περιλαμβάνει μόνο επιζήμια γεγονότα για τον ομολογούντα, ή μεικτή, με την έννοια ότι το περιεχόμενό της είναι εν μέρει βλαπτικό και εν μέρει ωφέλιμο γι’ αυτόν. Για την τελευταία περίπτωση, το άρθρο 1356 al.3 CC ορίζει ότι η δικαστική ομολογία είναι αδιαίρετη, ήτοι παρέχει πλήρη απόδειξη τόσο για τα επιβλαβή όσο και για τα ωφέλιμα περιστατικά. Η αρχή αυτή της αδιαιρετότητας της δικαστικής ομολογίας κάμπτεται όταν περιλαμβάνει γεγονότα προφανώς αντιφατικά και αναληθή[19].

7. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της δικαστικής ομολογίας είναι η απαγόρευση της ανάκλησής της[20]. Το μη ανακλητό της δικαστικής ομολογίας έχει την έννοια ότι ο ομολογών δεν μπορεί να την αδρανοποιήσει είτε ευθέως με το να την ανακαλέσει είτε με μεταγενέστερη δήλωσή του που έχει ως σκοπό να υποκαταστήσει το κείμενο και τις συνέπειες της δοθείσης ομολογίας[21]. Η μόνη περίπτωση που το γαλλικό δίκαιο αποδέχεται την ανάκληση της δικαστικής ομολογίας είναι η απόδειξη της αναλήθειας των ομολογηθέντων γεγονότων, με την οποία, όπως είναι αυτονόητο, βαρύνεται ο ομολογήσας.

1.4. Σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου

8. Η έννοια της ομολογίας στο ελληνικό δίκαιο είναι ίδια μ’ αυτή του γαλλικού. Πρόκειται, δηλαδή, για την παραδοχή της συνδρομής κάποιου κρίσιμου γεγονότος, η οποία γίνεται από τον αντίδικο εκείνου που έχει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του[22]. Η σημαντικότερη διαφορά έγκειται στη νομική φύση που θεωρούν τα δύο δίκαια ότι έχει η ομολογία. Το γαλλικό δίκαιο τη θεωρεί μονομερή δικαιοπραξία και συνεπώς απαιτεί να έχει ο ομολογών ικανότητα προς το δικαιοπρακτείν και πρόθεση ομολογίας[23], ενώ στο ελληνικό δίκαιο θεωρείται ως μαρτυρία και δεσμεύει τον ομολογήσαντα διάδικο ανεξάρτητα από το αν είχε ικανότητα προς δικαιοπραξία ή όχι ή από το αν ήθελε τη δεσμευτικότητα της μαρτυρίας του. Το μόνο που απαιτεί το ελληνικό δίκαιο για να είναι έγκυρη η ομολογία είναι να έχει ο ομολογών ικανότητα προς μαρτυρία[24].

9. Και το ελληνικό δίκαιο διακρίνει τη δικαστική ομολογία σε εξώδικη και δικαστική, η πρώτη εκ των οποίων εκτιμάται ελεύθερα[25], ενώ η δεύτερη αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον του ομολογούντος[26]. Βέβαια, το ελληνικό δίκαιο προβλέπει και περιπτώσεις που η δικαστική ομολογία εκτιμάται ελεύθερα, όπως είναι οι γαμικές διαφορές[27] και οι διαφορές γονέων και τέκνων[28], καθώς και οι διαφορές για τις οποίες ισχύει η ελεύθερη απόδειξη. Περαιτέρω, και η ελληνική ρύθμιση καθιερώνει την αρχή της αδιαιρετότητας για τη σύνθετη δικαστική ομολογία[29], ενώ η ανάκλησή της επιτρέπεται, ομοίως, μόνο αν ο ομολογήσας αποδείξει ότι τα ομολογήθεντα περιστατικά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα[30], ήτοι η δικαστική ομολογία λειτουργεί ως παράγων αντιστροφής του βάρους αποδείξεως σε περίπτωση που ο ομολογών θελήσει να την ανακαλέσει.

2. Ο όρκος

2.1. Τα είδη του όρκου

10. Στο γαλλικό δίκαιο ο δικαστικός όρκος διακρίνεται σε δύο είδη: στον επακτό, τον οποίο επάγει ο ένας διάδικος στον άλλον, και στον αυτεπάγγελτο, ο οποίος διατάσσεται από το δικαστήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γαλλική θεωρία δεν διάκειται ευμενώς προς το αποδεικτικό μέσο του όρκου[31], διότι χρησιμοποιείται σπάνια και μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιεική αποτελέσματα, για το λόγο δε αυτό προτείνεται ευθέως η κατάργησή του. Αναλυτικότερα:

2.2. Ο επακτός όρκος

11. Κατά τη γαλλική θεωρία και νομολογία, ο επακτός όρκος συνιστά μεταβιβαστική σύμβαση με την οποία ο ένας διάδικος προσφέρεται να παραιτηθεί από κάποιον ισχυρισμό του, αν ο αντίδικός του συμφωνήσει να βεβαιώσει ενόρκως ότι το κρίσιμο γεγονός επί του οποίου στηρίζεται ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ανακριβές[32]. Τον όρκο αυτό μπορεί να τον δώσει μόνο όποιος έχει την ιδιότητα του διαδίκου στη συγκεκριμένη δίκη, ήτοι, εν προκειμένω, κατά τη γαλλική νομολογία, μόνο όποιος αναμένει να εκδοθεί δικαστική απόφαση εις βάρος του[33]. Ο επακτός όρκος μπορεί να επαχθεί ή να αντεπαχθεί και από πληρεξούσιο των διαδίκων, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι έχει ειδική πληρεξουσιότητα προς τούτο[34].

12. Ο επακτός όρκος μπορεί να αφορά οτιδήποτε αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης από τα μέρη[35]. Για το λόγο αυτόν είναι στη διακριτική ευχέρεια του Γάλλου δικαστή να εκτιμήσει αν η επαγωγή του όρκου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ή όχι απαραίτητη[36]. Ως εκ τούτου, μπορεί να μην επιτρέψει τον όρκο, αν εκτιμήσει ότι το μέσο αυτό ούτως ή άλλως δεν θα έθετε οριστικό και απόλυτο τέλος στην ένδικη διαφορά[37], πάντοτε, όμως, πρέπει να δικαιολογεί την τυχόν άρνησή του[38]. Το είδος αυτού του όρκου μπορεί να επαχθεί και σε φυσικά και σε νομικά πρόσωπα μέσω του νομίμου εκπροσώπου τους[39], σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και αν δεν υπάρχει ούτε καν αρχή αποδείξεως της απαίτησης ή του αμυντικού ισχυρισμού για την οποία προκαλείται[40].

13. Αν ο διάδικος, στον οποίο επάγεται ο όρκος, τον αρνηθεί ή δεν δεχθεί να τον αντεπαγάγει στον αντίδικό του ή αν ο αντίδικος, στον οποίο ο όρκος αντεπήχθη, τον αρνηθεί, τότε πρέπει να παραιτηθεί από την απαίτησή του ή από την άμυνά του[41], αναλόγως εάν πρόκειται για τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο. Δεν μπορούν να θεωρηθούν ως άρνηση δόσης του όρκου τα κεφάλαια των προτάσεων ενός διαδίκου που περιέχουν άρνηση των γεγονότων για τα οποία ο αντίδικος ζητά ή επάγει τον όρκο[42].

14. Αφ’ ης ο όρκος επαχθεί ή αντεπαχθεί, ο αντίδικος δεν μπορεί να αποδείξει ότι είναι ψευδής[43]. Κατά συνέπεια, ο επακτός όρκος έχει ως αναγκαίο αποτέλεσμα να τερματίζει τη διαφορά οριστικά, δεδομένου μάλιστα ότι ο δικαστής χάνει κάθε εξουσία εκτίμησης της διαφοράς από τη στιγμή που επαχθείς στον αντίδικο όρκος γίνεται δεκτός και δίνεται εκ μέρους του τελευταίου[44]. Περαιτέρω, ο διάδικος που επήγαγε ή αντεπήγαγε τον όρκο δεν μπορεί να αποσυρθεί από την επαγωγή ή την αντεπαγωγή, από τη στιγμή που ο αντίδικος τού δηλώσει ότι είναι έτοιμος να δώσει τον όρκο[45].

15. Σύμφωνα με το άρθρο 1365 CC, o δοθείς όρκος αποτελεί απόδειξη εις όφελος και εις βάρος μόνο εκείνου που τον επήγαγε, καθώς και των ειδικών ή καθολικών διαδόχων του. Παρ’ όλ’ αυτά: α) ο όρκος που επάγεται στον οφειλέτη από έναν εκ των αλληλέγγυων δανειστών δεν τον απελευθερώνει παρά μόνο για το μέρος της οφειλής του προς το συγκεκριμένο δανειστή, β) ο όρκος που επάγεται στον κύριο οφειλέτη απελευθερώνει εξίσου και τους εγγυητές, γ) ο όρκος που επήχθη σε έναν εκ των περισσότερων αλληλέγγυων οφειλετών λειτουργεί εις όφελος όλων των συνοφειλετών, ενώ αυτός που επήχθη στον εγγυητή λειτουργεί εις όφελος και του κύριου οφειλέτη, υπό την προϋπόθεση ότι η επαγωγή του έγινε, αντίστοιχα, για το γεγονός της σχέσης αλληλεγγυότητας ή της εγγύησης και όχι για το χρέος αυτό καθ’ εαυτό.

2.3. Ο όρκος που διατάσσεται αυτεπαγγέλτως

16. Εκτός από το επακτό όρκο, το γαλλικό δίκαιο καθιερώνει και τον αυτεπάγγελτο στο άρθρο 1366 CC, κατά το οποίο ο δικαστής μπορεί να επαγάγει σε κάποιον από τους διαδίκους όρκο είτε επί της απαιτήσεως ή των αμυντικών του ισχυρισμών είτε απλώς και μόνο για να εκτιμηθεί το ποσό που πρέπει να επιδικάσει (εκτιμητικός όρκος). Κατά συνέπεια ο αυτεπάγγελτος όρκος διακρίνεται σ’ αυτόν που είναι αποφασιστικός για την έκβαση της δίκης και στον εκτιμητικό. Το περιεχόμενο του όρκου αυτού εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή[46].

17. Το αμέσως επόμενο άρθρο[47], όμως, περιορίζει την εξουσία του δικαστή να διατάξει όρκο που θα ήταν αποφασιστικός για την έκβαση της δίκης, στερώντας του τη δυνατότητα αυτή α) αν η απαίτηση του ενάγοντος ή η άμυνα του εναγομένου έχουν αποδειχθεί πλήρως και β) αν έχει και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου ότι αν συντρέχουν αυτές προϋποθέσεις ο δικαστής δεν έχει λόγο να διατάξει όρκο, αφού πρέπει απλώς ή να επιδικάσει ή να απορρίψει την ένδικη απαίτηση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1368 CC, ο όρκος που επήχθη σε κάποιον διάδικο αυτεπαγγέλτως, δεν μπορεί να αντεπαχθεί στον αντίδικό του.

18. Τέλος, όσον αφορά τον αυτεπάγγελτο εκτιμητικό όρκο, το άρθρο 1369 CC αναφέρει ότι δεν μπορεί να επαχθεί στον ενάγοντα, εκτός αν είναι αδύνατο να διαπιστωθεί με άλλο τρόπο η αξία της απαίτησης. Ο δικαστής πρέπει, ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, να καθορίσει το ποσό μέχρι του οποίου θα γίνει δεκτός ο εκτιμητικός όρκος του ενάγοντος.

2.4. Η διαδικασία επαγωγής ή διάταξης του όρκου

19. Η διαδικασία που πρέπει να ακολουθήσουν οι διάδικοι ή ο δικαστής για την επαγωγή ή τη διάταξη του όρκου, αντίστοιχα, καθορίζεται στο νέο γαλλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Όταν ο όρκος είναι επακτός, ο διάδικος που τον επάγει πρέπει να καθορίσει τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων αυτός θα δοθεί, με το δικαστή να έχει, όμως, την τελευταία λέξη για το ποια θα κριθούν τελικά κατάλληλα προς ορκοδοσία[48]. Στην περίπτωση που ο όρκος διατάσσεται αυτεπάγγελτα, ο δικαστής προβαίνει απευθείας στον προσδιορισμό των γεγονότων αυτών, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων.

20. Η απόφαση που διατάσσει τον όρκο πρέπει να καθορίζει την ακριβή ημερομηνία και τον τόπο όπου θα λάβει χώρα η δόση του, να διατυπώνει το ερώτημα που θα υποβληθεί στην ορκοδοσία και να υπενθυμίζει τις ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση ψευδορκίας[49]. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον διάδικο εις βάρος του οποίου επήχθη ο όρκος, καθώς και στον πληρεξούσιό του, αν αυτό είναι αναγκαίο[50], η κοινοποίηση δε αυτή πρέπει να γίνεται ακόμη και αν η εν λόγω απόφαση εξεδόθη αντιμωλία. Στην περίπτωση που η απόφαση περί αποδοχής του επακτού όρκου είναι αρνητική, τότε ο διάδικος που πρότεινε την επαγωγή του μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο κατ’ αυτής ανεξάρτητα από την απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς[51], κατ’ απόκλιση απ’ ό,τι ισχύει γενικότερα για τις μη οριστικές αποφάσεις που διατάσσουν αποδείξεις[52], δεδομένου ότι μια τέτοια απορριπτική απόφαση έχει τη δύναμη να επηρεάσει συθέμελα και την κρίση επί της ουσίας.

21. Τέλος, ο όρκος, είτε είναι επακτός είτε αυτεπάγγελτος, δίνεται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως από τον διάδικο στον οποίο επήχθη[53] και παρουσία ή κληθέντος του αντιδίκου[54], στη δε περίπτωση που ο πρώτος δεν μπορεί να μετακινηθεί, ο όρκος μπορεί να δοθεί είτε ενώπιον ενός εντεταλμένου για το σκοπό αυτό δικαστή που μεταβαίνει στο τόπο όπου βρίσκεται ο εν λόγω διάδικος είτε ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του[55].

2.5. Σύγκριση με τις αντίστοιχες καταργηθείσες διατάξεις του ελληνικού δικαίου

22. Ο δικαστικός όρκος ως αποδεικτικό μέσο δεν υπάρχει πλέον στο ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι τα άρθρα 421 έως 431 ΚΠολΔ που τον προέβλεπαν καταργήθηκαν με το άρθρο 14 §1 Ν.2915/2001. Η κατάργηση αυτή δεν προκάλεσε και μεγάλες αντιδράσεις, διότι, ήδη πολλά χρόνια πριν, μέρος της ελληνικής θεωρίας είχε εκφράσει και συνέχιζε να εκφράζει τις επιφυλάξεις του και την αντίθεσή του για το αποδεικτικό αυτό μέσο[56]. Συνεπώς, η σύγκριση που ακολουθεί στις επόμενες παραγράφους θα γίνει με βάση τις ως άνω καταργηθείσες διατάξεις του Κώδικα Πολιτική Δικονομίας για λόγους κυρίως δικαιοσυγκριτικούς.

23. Κατά έναν ορισμό, όρκος είναι η διαβεβαίωση κάποιου που γίνεται με την επίκληση μιας ανώτερης ηθικής δύναμης, δηλαδή του Θεού, ή της ενδεχόμενης ιεροσύνης του[57]. Η σημαντικότερη διαφορά του προϊσχύσαντος ελληνικού δικαίου με το γαλλικό αφορούσε, όπως και με την ομολογία, τη νομική φύση του όρκου. Το ελληνικό δίκαιο θεωρούσε τον όρκο μια πανηγυρική μαρτυρία του διαδίκου με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη που ρυθμιζόταν αποκλειστικά, ως προς τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματά της, από το δικονομικό δίκαιο[58]. Αντιθέτως, το γαλλικό δίκαιο θεωρεί τον επακτό όρκο ως μεταβιβαστική σύμβαση μεταξύ των μερών και μόνο στον αυτεπάγγελτο προσδίδει την έννοια του αμιγώς αποδεικτικού μέσου. Η ουσιώδης αυτή διαφορά αναδίδει τις συνέπειες που επισημάνθηκαν ανωτέρω, όταν έγινε λόγος για τη νομική φύση της ομολογίας στα συγκρινόμενα δίκαια[59].

24. Το ελληνικό δίκαιο διέθετε δύο είδη όρκου τον επακτό και τον εκτιμητικό, ο οποίος διατασσόταν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο στην περίπτωση που η απαίτηση είχε αποδειχθεί, αλλά δεν μπορούσε να διαπιστωθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα το μέγεθός της[60]. Το ελληνικό δίκαιο δεν γνώριζε συνεπώς τον αυτεπάγγελτο όρκο που μπορεί να επαγάγει ο Γαλλος δικαστής σχετικά με την ίδια την απαίτηση του ενάγοντος ή με κάποια ένσταση του εναγομένου και ο οποίος μπορεί να καθορίσει την έκβαση της δίκης. Πάντως, ο αυτεπαγγέλτως επαχθείς εκτιμητικός όρκος δεν μπορούσε να αντεπαχθεί στον αντίδικο.

25. Και στο ελληνικό δίκαιο ο δικαστής αποφάσιζε εν τέλει για την αποδοχή ή όχι του υπό εξέταση αποδεικτικού μέσου[61], ο οποίος το επέβαλε μόνο αν δεν υπήρχαν αρκετές άλλες αποδείξεις[62] [63]. Η επαγωγή ή η αντεπαγωγή του όρκου, ομοίως με το γαλλικό δίκαιο, δεν μπορούσε να ανακληθεί αν ο αντίδικος δήλωνε ότι αποδέχεται τον όρκο[64], ενώ για τους ανίκανους και τα νομικά πρόσωπα τον όρκο έδιναν οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους[65]. Το ελληνικό δίκαιο, σε αντίθεση με το γαλλικό, όριζε ρητώς ποιοι ήταν ανίκανοι για ορκοδοσία[66] και τι συνέβαινε σε περίπτωση θανάτου του προσώπου στο οποίο είχε επιβληθεί ο όρκος[67].

26. Τέλος, και στο ελληνικό δίκαιο ο δοθείς επακτός όρκος αποτελούσε πλήρη απόδειξη και η αποδεικτική δύναμη ανατρεπόταν μόνο αν εκείνος που τον είχε δώσει καταδικαζόταν αμετάκλητα για ψευδορκία[68]. Η διαφορά στο σημείο αυτό από το γαλλικό δίκαιο είναι ότι ο Έλληνας δικαστής εκτιμούσε ελεύθερα τη μη δήλωση, τη μη εμπρόθεσμη δήλωση αποδοχής ή αντεπαγωγής, τη μη δόση, τη μη εμπρόθεσμη δόση ή τη μη κανονική δόση του όρκου[69], ενώ παρόμοιες συμπεριφορές ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων σημαίνουν παραίτηση του ενάγοντα ή του εναγομένου από την απαίτηση ή την ένστασή του, αντίστοιχα[70].

 

[1] Για τη διάρθρωση των κανόνων αποδείξεως στην γαλλική νομοθεσία βλ. Π. Ρεντούλης, Η έγγραφη απόδειξη στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο (La preuve littérale en droit judiciaire privé français), Δ37(2006).1336.

[2] Civ. 2e, 4 décembre 1953: Bull. II, no 338, p.209.

[3] Montpellier 6 mai 1955: Gaz. Pal. 1955, 2, 8 – Comp. Civ. 3e, 26 janvier 1972: JCP 72, IV, 58; Bull. III, no 57, p.42.

[4] Civ. 2e, 27 octobre 1976: D. 1977, IR 25.

[5] Civ., 26 juin 1901: DP 1902, 1, 8.

[6] Civ. 2e, 19 décembre 1960: Bull. II, no 784, p.534.

[7] Civ. 1re, 15 décembre 1982: Bull. I, no 365, p.314.

[8] Com. 6 juin et 23 octobre 1990: RTD civ. 1991, 342.

[9] Civ. 3e, 27 juin 1972: JCP 72, IV, 211; Bull. III, no 432, p.313.

[10] Com. 17 octobre 1995: JCP 95, IV, 2576; Bull. IV, no 230, p.215; RTD civ. 1996, 171.

[11] Για τον περιορισμό του εμμάρτυρου αποδεικτικού μέσου στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο βλ. Π. Ρεντούλης, Η εμμάρτυρη απόδειξη και τα τεκμήρια στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο (La preuve testimoniale et les présomptions en droit judiciaire privé français), Δ38(2007).620 επ., §§03-21

[12] Civ. 2e, 22 mai 1964: 1965, 705 – Montpellier 16 février 1967: JCP 67, IV, 76.

[13] Soc. 20 mai 1950: Bull. III, no 436, p.291.

[14] Civ. 1re, 2 février 1970: D. 1970, 265.

[15] Civ. 1re, 14 janvier 1981: Bull. I, no 13, p.10.

[16] Civ. 1re, 28 octobre 1970: JCP 70, IV, 300; Bull. I, no 287, p.234.

[17] Civ. 1re, 28 janvier 1981: Bull. I, no 33, p.27 - βλ. και art.1356 al.2.

[18] Paris 10 novembre 1956: D. 1957, 383.

[19] Civ. 1re, 17 juin 1968: Bull. I, no 172, p.130.

[20] Βλ. art.1356 al.4 CC

[21] Soc. 2 décembre 1970: JCP 71, IV, 11; Bull. V, no 680, p.554.

[22] Κ. Μπέης, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας – Απόδειξη, Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1983, σελ.84 §8 αριθμός 8.2.

[23] Βλ. ανωτ. υπό [§01].

[24] Κ. Μπέης, ό.π., σελ.86 §8 αριθμός 8.5.4 και σελ.88 §8 αριθμός 8.6.1.

[25] Βλ. άρθρο 352 §2 ΚΠολΔ.

[26] Βλ. άρθρο 352 §1 ΚΠολΔ.

[27] Βλ. άρθρο 600 §1 ΚΠολΔ.

[28] Βλ. άρθρο 614 §1 ΚΠολΔ.

[29] Βλ. άρθρο 353 εδ.α΄ ΚΠολΔ.

[30] Βλ. άρθρο 354 ΚΠολΔ.

[31] F. Chamoux,., La preuve dans les affaires – de l’ écrit au microfilm, Librairies Techniques (LITEC) Droit, Paris., σελ. 15 §2 in fine, όπου διερωτάται επί λέξει «On comprend que ce moyen de preuve soit rarement utilisé, pourquoi alors le maintenir?».

[32] Civ. 28 février 1938: DC 1942, 99.

[33] Soc. 10 janvier 1974: JCP 74, IV, 68; Bull. V, no 40, p.35. Για το θέμα της έννοιας του διαδίκου στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο βλ. αναλυτικότερα Π. Ρεντούλης, Τα δομικά και λειτουργικά γνωρίσματα του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου σε σύγκριση με το ελληνικό δίκαιο, διπλωματική εργασία εκπονηθείσα στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. του Τομέα Β΄ Ιδιωτικού Δικαίου (Αστικού Δικονομικού Δικαίου) του Ε.Κ.Π.Α., Αθήνα 2004-2005, Μέρος 1ο, Κεφάλαιο 2ο, σελ.94-127

[34] Βλ. art.322 NCPC.

[35] Βλ. art.1358 CC.

[36] Versailles 15 février 1991: RTD civ. 1991, 537.

[37] Civ. 1re, 6 juin 1972: JCP 72, IV, 192; Bull. I, no 148, p. 130.

[38] Soc. 28 novembre 1962: D. 1963, 209.

[39] Soc. 28 juin 1957: D. 1957, 711.

[40] Βλ. art.1360 CC.

[41] Βλ. art.1361 CC.

[42] Civ. 2e, 19 mars 1969: JCP 69, IV, 119; Bull. II, no 88, p.65.

[43] Βλ. art.1363 CC.

[44] Civ. 3e, 22 février 1978: D. 1978, IR 411; Bull. III, no 100, p.78.

[45] Βλ. art.1364 CC.

[46] Soc. 1re, 1er décembre 1949: Gaz. Pal. 1950, 1 - Civ. 1re, 15 octobre 1975: JCP 75, IV, 355; Bull. I, no 277, p.233.

[47] Βλ. art.1367 CC.

[48] Βλ. art.317 NCPC.

[49] Βλ. art.318 al.1 NCPC.

[50] Βλ. art.318 al.3 NCPC.

[51] Βλ. art.320 NCPC.

[52] Βλ. art.150 NCPC.

[53] Βλ. art.321 al.1 NCPC.

[54] Βλ. art.321 al.3 NCPC.

[55] Βλ. art.321 al.2 NCPC.

[56] Κ Μπέης, ό.π., σελ.161 §13 αριθμός 13.1, όπου χαρακτηριστικά αναφέρει «...Στην πραγματικότητα δίνεται με τον τρόπο αυτό, η ευκαιρία σε αδίστακτους διαδίκους να παλαμίζουν ασύστολα το Ευαγγέλιο και να κερδίζουν τις δίκες, εμπαίζοντας και το δικαστήριο και την ιερότητα του όρκου [...] οι κακόβουλοι διάδικοι [...] μηχανεύονται την επαγωγή του όρκου στον αντίδικό τους, για να μπορούν μετά να τον πειθαναγκάσουν σε συμβιβασμό, κάτω από την πίεση της μήνυσης που του κάνουν για δήθεν ψευδορκία...» και καταλήγει «Γίνεται έτσι φανερό ότι ο όρκος είναι ένα πολύ επικίνδυνο αποδεικτικό μέσο που θα έπρεπε να καταργηθεί. Ως τότε, πρόκειται για ένα αποδεικτικό μέσο, το οποίο ο φρόνιμος διάδικος πρέπει να αποφεύγει.»

[57] Κ Μπέης, ό.π., σελ. 161 §13 αριθμός 13.2

[58] Κ Μπέης, ό.π., σελ. 161-162 §13 αριθμός 13.2

[59] Βλ. ανωτ. υπό [§08].

[60] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 431 ΚΠολΔ.

[61] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 422 ΚΠολΔ.

[62] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 421 ΚΠολΔ.

[63] Βέβαια, αν ο αντίδικος δήλωνε ότι αποδέχεται τον επακτό όρκο, το δικαστήριο δεν είχε πλέον εξουσία να μην τον επιβάλει. Και τούτο επειδή γινόταν δεκτό ότι, μετά τη δήλωση αποδοχής, υπήρχε πλέον δικονομική αποδεικτική σύμβαση των διαδίκων, να στηριχτεί το δικαστήριο στο αποδεικτικό μέσο του όρκου κατ’ αποκλεισμό όλων των άλλων αποδεικτικών μέσων (Κ. Μπέης, βιβλ.., σελ. 164 §13 αριθμοί 13.4.3 και 13.5.3).

[64] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 425 ΚΠολΔ.

[65] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 427 ΚΠολΔ.

[66] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 426 ΚΠολΔ.

[67] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 428 ΚΠολΔ.

[68] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 430 §1 ΚΠολΔ.

[69] Βλ. το καταργηθέν άρθρο 431 §3 ΚΠολΔ.

[70] Βλ. ανωτ. υπό [§13].