Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα

Παντελεήμων Ρεντούλης

Τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2006 σ. 1083-1106

 

Διάγραμμα
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.
2. Διακρίσεις.
3. Τα τακτικά πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα.
3.1. Τα πολυμελή πρωτοδικεία (tribunaux de grande instance).
3.2. Τα μονομελή πρωτοδικεία (tribunaux d’ instance)
3.3. Τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας (juridictions de proximité)
4. Τα εξειδικευμένα πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα.
4.1. Τα εμποροδικεία (tribunaux de commerce)
4.2. Τα εργατοδικεία (conseils de prud’hommes)
4.3. Τα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων (tribunaux paritaires de baux ruraux)
4.4. Τα δικαιοδοτικά όργανα κοινωνικών ασφαλίσεων (juridictions de securité sociale)
5. Τα εφετεία (cours d’appel).
6. Το ανώτατο ακυρωτικό δικαιοδοτικό όργανο (cour de cassation)

 

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1. Η απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης στη Γαλλία γίνεται σήμερα: i) από το γαλλικό ακυρωτικό (cour de cassation), ii) από τα εφετεία (cours d’appel) και τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα ανικανότητας και καθορισμού της ασφαλιστικής αποζημιώσεως εργατικών ατυχημάτων (Cours Nationales de l’Incapacité et de la Tarification de l’Assurance des Accident du Travail - CNITAAT) και iii) από τα τακτικά πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα (juridictions ordinaires), στα οποία ανήκουν τα πολυμελή πρωτοδικεία (tribunaux de grande instance), τα μονομελή πρωτοδικεία (tribunaux d’instance) και τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας (juridictions de proximité), καθώς και από τα εξειδικευμένα πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα (juridictions spécialisées), στα οποία ανήκουν τα εμποροδικεία (tribunaux de commerce), τα εργατοδικεία (conseils des prud’hommes), τα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων (tribunaux paritaire de baux ruraux) και τα δικαιοδοτικά όργανα κοινωνικής ασφαλίσεως (juridictions de sécurité sociale)[1].

2. Η θέση των ανωτέρω γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων εντός της γαλλικής εννόμου τάξεως, αλλά και οι ειδικότερες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους καθορίζονται από την εφαρμογή τριών κυρίως αρχών. Τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται, ασφαλώς, από τα νομοθετικά, τα εκτελεστικά και τα διοικητικά δικαιοδοτικά όργανα κατ’ εφαρμογήν της αρχής της διακρίσεως των λειτουργιών, αλλά εκτός αυτού, προς εξασφάλιση και της οργαν(ωτ)ικής τους ανεξαρτησίας, ο γαλλικός δικαστηριακός οργανισμός τα ιδρύει εξ αρχής ως αυτοτελή, διακριτά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο όργανα[2], ώστε δίπλα στην αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών να τίθεται ως συνδιαμορφωτής της γαλλικής δικαστηριακής οργανώσεως και η αρχή της αμοιβαίας διακρίσεως των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων μεταξύ τους, προς αποφυγή δε συγχύσεως πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως υπονοήθηκε αμέσως παραπάνω, η παραδοσιακή στη Γαλλία διάκριση μεταξύ πολιτικών - ποινικών (ordre judiciaire) και διοικητικών δικαιοδοτικών οργάνων (ordre administratif) δεν συνιστά απόρροια της αρχής της διακρίσεως των δικαιοδοτικών οργάνων μεταξύ τους, αλλά ειδική έκφανση της αρχής της διακρίσεως εκτελεστικής και δικαιοδοτικής λειτουργίας που εξυφαίνεται, όμως, εντός του πεδίου της τελευταίας. Τέλος, το τοπίο του γαλλικού οργανισμού δικαστηρίων λαμβάνει την οριστική του μορφή με τη συνδρομή και μίας ακόμη αρχής, της αρχής της ιεραρχικής σχέσεως τόσο μεταξύ του γαλλικού ακυρωτικού και των δικαιοδοτικών οργάνων ουσίας όσο και μεταξύ των δευτεροβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων (εφετείων) και των πρωτοβάθμιων. Ειδικότερα:

2. Διακρίσεις

3. Τα παραπάνω πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται στη Γαλλία σε διάφορες κατηγορίες επί τη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων. Ειδικότερα, με κριτήριο το αν η ίδια υπόθεση κρίνεται τόσο ως προς το πραγματικό όσο και ως προς το νομικό της μέρος (en fait et en droit) για πρώτη ή για δεύτερη φορά τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται, αντίστοιχα, σε πρωτοβάθμια και σε δευτεροβάθμια (juridictions du premier degré et juridictions du second degré)[3]. Όπως προκύπτει και από το κριτήριο της εν λόγω διακρίσεως που προφανώς συνδέεται άμεσα με την αρχή του διπλού βαθμού δικαιοδοσίας, η ιεραρχική κατωτερότητα του πρωτοβάθμιου και συνακόλουθα η ιεραρχική ανωτερότητα του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου δεν συγκαταλέγεται στα προαπαιτούμενα της κατατάξεως των δικαιοδοτικών οργάνων στο ένα ή στο άλλο υπό εξέταση είδος· αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι το αν η ίδια διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων αποτελεί νομικά και ουσιαστικά το αντικείμενο μια δεύτερης δίκης ενώπιον ενός άλλου δικαιοδοτικού οργάνου, το οποίο θεωρητικά θα μπορούσε να ήταν ιεραρχικά ίσο με το πρωτοβάθμιο, όπως και πράγματι συνέβη στη Γαλλία με τα επαναστατικά tribunaux de district, στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των οποίων υπαγόταν και ο έλεγχος της ορθότητας αποφάσεων των γειτονικών ισόβαθμών τους δικαιοδοτικών οργάνων μέσω της λεγόμενης εγκυκλίου εφέσεως (appel circulaire)[4]. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι, παρόλο που η συγκεκριμένη διάκριση δεν συνδέεται με την ιεραρχική σχέση των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων μεταξύ τους, η ανωτερότητα του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου σε σχέση με το πρωτοβάθμιο είναι λογικά και νομικά απαραίτητη, διότι ο σκοπός του διπλού βαθμού δικαιοδοσίας είναι η διόρθωση των σφαλμάτων των αποφάσεων του πρώτου βαθμού και είναι ευνόητο ότι οι διορθώσεις που προέρχονται από κάποιον ανώτερο και εμπειρότερο γίνονται ευκολότερα σεβαστές και αποδεκτές. Για τους λόγους αυτούς, που γρήγορα έγιναν αντιληπτοί στη γαλλική δικονομική καθημερινότητα και πρακτική, το σύστημα της εγκυκλίου εφέσεως αντικαθίσταται κατά την περίοδο της Υπατείας από τη λεγόμενη ιεραρχική έφεση (appel hiérarchique) που εκδικάζεται από ανώτερα δικαιοδοτικά όργανα, τα εφετεία (Cours d’appel).

4. Περαιτέρω, με κριτήριο το εύρος του ελέγχου στον οποίο μπορούν να υποβάλλουν τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον τους, τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται σε αυτά που κρίνουν την ουσία και σε ακυρωτικά (juridictions du fond et juridictions de cassation)[5], εκ των οποίων τα πρώτα ελέγχουν τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία (le fait et le droit) της υποθέσεως, ενώ τα δεύτερα ελέγχουν μόνο τις ενδεχόμενες νομικές πλημμέλειες τόσο στην εφαρμογή και στην ερμηνεία του ουσιαστικού δικαίου όσο και στην διαδικασία που ακολουθήθηκε στον πρώτο ή / και στο δεύτερο βαθμό, προκειμένου να διαπιστώσουν αν οι δικαστές της ουσίας εφάρμοσαν σωστά το νόμο και για το λόγο αυτό δεν συνιστούν τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας. Έτσι, δικαιοδοτικά όργανα ουσίας είναι όλα τα πρωτοβάθμια και τα δευτεροβάθμια δικαιοδοτικά όργανα και ακυρωτικό το ανώτατο πολιτικό δικαιοδοτικό όργανο της Γαλλίας, το Cour de cassation.

5. Με κριτήριο το αν οι αποφάσεις που εκδίδουν τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα επιλύουν οριστικά την αχθείσα ενώπιόν τους διαφορά με εξουσία δεδικασμένου (autorité de la chose jugée) ή προσωρινά μέχρι να ακολουθήσει η κατά τα άνω οριστική επίλυσή της ή μέχρι να μεταβληθούν τα ληφθέντα υπ’ όψιν πραγματικά περιστατικά[6], διακρίνονται σε δικαιοδοτικά όργανα ουσίας και σε δικαιοδοτικά όργανα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας (juridictions du fond et juridictions des référés)[7], εκ των οποίων τα πρώτα επιλύουν οριστικά την αχθείσα ενώπιον τους διαφορά εκδίδοντας οριστικές αποφάσεις, η ισχύς των οποίων δεν εξαρτάται από τη μεταβολή των πραγματικών περιστατικών, ενώ τα δεύτερα διατάσσουν προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα (mesures provisoires) είτε σε επείγουσες περιπτώσεις είτε για να παύσει μια κατάφωρα παράνομη κατάσταση είτε για να επιδικάσουν στο δανειστή ένα είδος προκαταβολής (provision) της απαιτήσεως που έχει έναντι του οφειλέτη μέχρι να κριθεί οριστικά η μεταξύ τους διαφορά. Από άποψη δικαστηριακού οργανισμού, τα δικαιοδοτικά όργανα της εξεταζόμενης διακρίσεως δεν διακρίνονται, αφού και στη Γαλλία τα δικαιοδοτικά όργανα της ουσίας δικάζουν με διαφοροποιημένη (συνήθως μονομελή) σύνθεση και ως δικαιοδοτικά όργανα παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.

6. Με κριτήριο το αν έχουν τεκμήριο υλικής αρμοδιότητας ή το αν εκδικάζουν μόνο τις διαφορές που ρητά ο νόμος έχει υπαγάγει στην αρμοδιότητά τους τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται σε δικαιοδοτικά όργανα του κοινού δικαίου και σε δικαιοδοτικά όργανα εξαιρετικής αρμοδιότητας (juridictions de droit commun et juridictions d’exception)[8]. Στη Γαλλία, η καθαρά τεχνική αυτή διάκριση έχει προσλάβει υποτιμητική έννοια ως προς το δεύτερο σκέλος της, εξαιτίας του ότι ενώπιον ορισμένων δικαιοδοτικών οργάνων με ειδική αρμοδιότητα οι δικονομικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων των διαδίκων χαλαρώνουν. Θα μπορούσε, λοιπόν, να ειπωθεί ότι η διάκριση αυτή συσχετίζεται με την τακτική και τις ειδικές διαδικασίες της ελληνικής πολιτικής δικονομίας, στο μέτρο που η διάκριση αυτή συνδέεται και στο δίκαιό μας τόσο με την υλική αρμοδιότητα (π.χ. γαμικές, μισθωτικές, εργατικές διαφορές κλπ.) όσο και με τη χαλάρωση των τύπων της τακτικής διαδικασίας κατά την εκδίκαση διαφορών που εντάσσονται υλικά στις ειδικές διαδικασίες[9], χωρίς να παραβλέπεται η σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο δικαίων ότι στη χώρα μας τα δικαιοδοτικά της τακτικής διαδικασίας και των ειδικών διαδικασιών δεν διακρίνονται οργανικά[10], όπως στη Γαλλία.

7. Με κριτήριο την ιδιότητα των προσώπων που μετέχουν στη σύνθεσή τους, τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται σε τακτικά και σε εξειδικευμένα δικαιοδοτικά όργανα (juridictions ordinaires et juridictions spécialisées)[11], διάκριση που αφορά κυρίως τα πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα και ομοιάζει με την προηγούμενη, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτήν, δεδομένου ότι το κριτήριό της δεν σχετίζεται με την υλική αρμοδιότητα ούτε με το είδος της ακολουθούμενης διαδικασίας, αλλά με την ειδική σύνθεση των εξειδικευμένων δικαιοδοτικών οργάνων, αφού τακτικά θεωρούνται εκείνα που συντίθενται μόνον από δικαστές και εξειδικευμένα εκείνα που συντίθενται και από πρόσωπα που δεν έχουν τη δικαστική ιδιότητα, αλλά διαθέτουν εμπειρία στον τομέα στον οποίον αφορά η υλική αρμοδιότητα του εξειδικευμένου δικαιοδοτικού οργάνου στο οποίο συμμετέχουν. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η διάκριση αυτή δεν δημιουργεί προνόμια δικαιοδοσίας για ορισμένους πολίτες, αλλά, αντιθέτως, ερείδεται στην αρχή της ισότητας των πολιτών ενώπιον της δικαιοσύνης, αφού προσπαθεί να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι οι διαφορές μεταξύ συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτών, επαγγελματικών (π.χ. εμπόρων, μισθωτών κ.ά.) ή μη (π.χ. ανηλίκων), εμφανίζουν τέτοιου είδους ιδιαιτερότητες που δεν μπορούν αντιμετωπισθούν από άτομα που δεν διαθέτουν ειδική εμπειρία επ’ αυτών[12].

8. Με κριτήριο των αριθμό των προσώπων που μετέχουν στη σύνθεσή τους τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται σε πολυμελή και σε μονομελή (juridictions collégiales et juridictions à juge unique)[13]. Παραδοσιακά τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα ήταν κυρίως πολυμελή, διότι αφενός με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν ορθότερη απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και αφετέρου η ανάπτυξη των εξειδικευμένων δικαιοδοτικών οργάνων απαιτούσε την πολυμελή σύνθεση για να εκπροσωπούνται ισότιμα στη δίκη τα περισσότερα συγκρουόμενα συμφέροντα (π.χ. εργαζομένων και εργοδοτών) ή για να επικουρείται ο δικαστής από πρόσωπα με ειδικές τεχνικές γνώσεις. Αντιθέτως, στη σημερινή εποχή, το αίτημα για ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης έχει οδηγήσει στην ενίσχυση των μονομελών συνθέσεων είτε με την εξαρχής ίδρυση μονομελών δικαιοδοτικών οργάνων, όπως τα μονομελή πρωτοδικεία (juge d’instance), ο δικαστής των προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων (juge des référés), ο δικαστής των απαλλοτριώσεων (juge de l’expropriation), ο δικαστής οικογενειακών υποθέσεων (juge aux affaires familiales), ο εισηγητής δικαστής (juge de la mise en état στα tribunaux de grande instance και conseilleur de la mise en état στα Cours d’appel) κλπ., είτε με την διαμόρφωση μονομελών ακροατηρίων σε δικαιοδοτικά όργανα που συνήθως δικάζουν με πολυμελή σύνθεση, όπως συμβαίνει ενίοτε με τα πολυμελή πρωτοδικεία[14] και τα εφετεία[15].

9. Με κριτήριο την τοπική τους μονιμότητα ή μη, τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται σε δικαιοδοτικά όργανα με σταθερή έδρα και σε περιοδεύοντα δικαιοδοτικά όργανα (juridictions sédentaires et juridictions foraines)[16]. Η απονομή της δικαιοσύνης πρέπει να είναι προσιτή σε κάθε πολίτη. Ωστόσο, οι έδρες των δικαιοδοτικών οργάνων είναι κατά κανόνα σταθερές και μετακινείται προς αυτά ο αιτών τη δικαστική προστασία. Κατ’ εξαίρεση, τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας μπορούν, βάσει της διατάξεως του άρθρου L.331-8 COJ, να μετακινούνται και να συνεδριάζουν ΄΄υπαιθρίως΄΄. Η δυνατότητα αυτή είχε αρχικά δοθεί στους δικαστές των μονομελών πρωτοδικείων με τη διάταξη του άρθρου R.321-32 COJ ως αντιστάθμισμα της καταργήσεως κατά το έτος 1958 των πολυάριθμων ειρηνοδικείων, αλλά με τον L.8.2.1995 γενικεύθηκε και για τα υπόλοιπα πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα και επετράπη στα πολυμελή πρωτοδικεία να έχουν αποσπασμένα της έδρας τους τμήματα (chambres détachées).

10. Με κριτήριο τη χρονική τους μονιμότητα ή μη, τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα διακρίνονται σε μόνιμα και σε περιοδικά (juridictions permanentes et juridictions intermittentes)[17]. Τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα συνεδριάζουν κατ’ αρχάς σε μόνιμη βάση[18], υπάρχουν, όμως, και ορισμένα που συνεδριάζουν κατά περιόδους (sessions), όπως είναι τα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων (tribunaux paritaire de baux ruraux), προκειμένου οι δικαστές και τα βοηθητικά πρόσωπα της δικαιοσύνης να μην απασχολούνται χωρίς λόγο.

3. Τα τακτικά πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα

3.1. Τα πολυμελή πρωτοδικεία (tribunaux de grande instance)[19]

11. Η σημερινή[20] οργάνωση των γαλλικών πολυμελών πρωτοδικείων διαμορφώθηκε με την ordonnance 58-1273 και τα διατάγματα 58-1281 και 1286 της 22.12.1958, των οποίων οι ρυθμίσεις αποτυπώθηκαν στα άρθρα L311-1 – L313-2 και R311-1 – R312-9 COJ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ισχύοντα γαλλικό δικαστηριακό οργανισμό, στην περιφέρεια κάθε εφετείου, η οποία περιλαμβάνει περισσότερους νομούς (départements), ιδρύονται ως διακριτά δικαιοδοτικά όργανα ένα ή περισσότερα πολυμελή πρωτοδικεία[21] η έδρα και η περιφέρεια των οποίων καθορίζονται με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας[22]. Κατά κανόνα σε κάθε νομό υπάρχει τουλάχιστον ένα πολυμελές πρωτοδικείο, αλλά σε πιο σημαντικούς, από άποψη δικαιοδοτικής ύλης, νομούς, ιδρύονται περισσότερα[23]. Στα πολυμελή πρωτοδικεία όπου υπηρετούν περισσότεροι από πέντε [5] δικαστές μπορούν να δημιουργηθούν περισσότερα τμήματα (chambres)[24], τα οποία μερικές φορές υποδιαιρούνται σε τομείς (sections)[25], ενώ και πάλι με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορούν να συσταθούν και τμήματα αποσπασμένα της έδρας του πολυμελούς πρωτοδικείου (chambres détachées)[26].

12. Το καθεστώς διοικήσεως των πολυμελών πρωτοδικείων μεταρρυθμίστηκε σε σημαντική έκταση με το υπ’ αριθμόν 83-1162/23.12.1983 διάταγμα που άρχισε να ισχύει από την 1.1.1984. Σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, η διοίκηση των εν λόγω δικαιοδοτικών οργάνων, όπως π.χ. η κατανομή των υποθέσεων ανά τμήμα, η εν γένει καλή λειτουργία τους, η διαμόρφωση του εσωτερικού κανονισμού κ.ά., ανατίθεται στον πρόεδρό τους, που είναι δικαστής της έδρας, και σε πέντε είδη γενικών συνελεύσεων: α) τη γενική συνέλευση δικαστών και εισαγγελέων, β) τη γενική συνέλευση δικαστών, γ) τη γενική συνέλευση εισαγγελέων, δ) τη γενική συνέλευση δικαστικών υπαλλήλων και ε) την ολομέλεια δικαστών, εισαγγελέων και δικαστικών υπαλλήλων. Στις ως άνω υπό στοιχεία [α], [β] και [ε] συνελεύσεις προεδρεύει ο πρόεδρος του πολυμελούς πρωτοδικείου, στην υπό στοιχεία [γ] προεδρεύει ο προϊστάμενος της εισαγγελίας και στην υπό στοιχεία [δ] ο προϊστάμενος της γραμματείας.

13. Οι δικαιοδοτικοί σχηματισμοί των γαλλικών πολυμελών πρωτοδικείων συντίθενται μόνο από φυσικά πρόσωπα που φέρουν τη δικαστική ιδιότητα (magistrats de carrière), για το λόγο αυτόν, άλλωστε, τα υπό εξέταση δικαιοδοτικά όργανα κατατάσσονται και στη κατηγορία των τακτικών δικαιοδοτικών οργάνων[27]. Δικάζουν κατά κανόνα με πολυμελή[28], τουλάχιστον τριμελή[29], σύνθεση, η οποία πρέπει σε κάθε περίπτωση να περιλαμβάνει περιττό αριθμό δικαστών[30], σε σπάνιες δε περιπτώσεις, όταν ο αριθμός των δικαστών είναι κατώτερος των τριών προσώπων, μπορούν να κληθούν να μετάσχουν στη σύνθεση και δικηγόροι[31]. Τα πολυμελή πρωτοδικεία συνεδριάζουν κατά κανόνα στην έδρα τους, όμως, ο νόμος 95-125 της 8.2.1995 παρέχει τη δυνατότητα να συνεδριάζουν και σε άλλο τόπο (audiences foraines). Στις υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας οι συνεδριάσεις των πολυμελών πρωτοδικείων είναι κατ’ αρχήν δημόσιες· η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων υποχωρεί στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, καθώς και σε όσες άλλες περιπτώσεις ο νόμος επιβάλει ρητά να γίνεται η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών (en chambre du conseil ή à huis clos), όπως π.χ. σε υποθέσεις διαζυγίου κατ’ αντιδικίαν.

14. Κατ’ εξαίρεση και εφόσον προβλέπεται στο νόμο[32], τα πολυμελή πρωτοδικεία δικάζουν τις υποθέσεις της υλικής τους αρμοδιότητας με μονομελή σύνθεση[33]. Με κυρίαρχο σκοπό την επιτάχυνση της διαδικασίας, η σημερινή τάση στη Γαλλία είναι η πύκνωση των υποθέσεων στις οποίες τα tribunaux de grande instance δικάζουν με μονομελή σύνθεση (à juge unique). Ειδικότερα, με μονομελή σύνθεση δικάζονται σήμερα η πώληση περιουσιακών στοιχείων ανηλίκων[34], τα τροχαία ατυχήματα[35], οι διαφορές που αφορούν την προσωπική κατάσταση πλην των πειθαρχικών διώξεων, οι οικογενειακές υποθέσεις (από τον juge aux affaires matrimoniales – JAM ή juge aux affaires familiales - JAF)[36] και οι υποθέσεις απαλλοτριώσεων (από τον juge de l’expropriation)[37]. Ειδικά από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή από κάποιον αντικαταστάτη που ο ίδιος έχει ορίσει δικάζονται οι κατ’ αίτησιν ή επ’ αναφορά υποθέσεις προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων, εφόσον η κύρια υπόθεση υπάγεται στην υλική αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, οπότε στην περίπτωση αυτή ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο αντικαταστάτης του ονομάζεται juge de référés[38], οι διαφορές που ανακύπτουν από την αναγκαστική εκτέλεση, οπότε στην περίπτωση αυτή αποκαλείται juge de l’exécution[39], καθώς και η αναγνώριση και η απόδοση εκτελεστότητας σε διαιτητικές και σε αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις[40]. Πάντως, στις περισσότερες από τις παραπάνω περιπτώσεις είναι δυνατή η παραπομπή της υποθέσεως στην πολυμελή σύνθεση είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικής αιτήσεως των διαδίκων[41].

15. Η υλική αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων διακρίνεται στην κατά τεκμήριο (compétence résiduelle) και στην αποκλειστική (compétence exclusive). Η κατά τεκμήριο υλική αρμοδιότητα συντίθεται από τις διαφορές ιδιωτικού δικαίου (contentieux civil) stricto sensu[42], οι οποίες δεν έχουν υπαχθεί ρητά στην αρμοδιότητα άλλων πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων[43], με το δεδομένο δε ότι στη συνήθη αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου εντάσσονται i) οι διαφορές που αφορούν την προσωπική κατάσταση ή κινητά πράγματα (actions personnelles et mobilières), υπό τις προϋποθέσεις ότι α) ο ενάγων είναι φυσικό πρόσωπο, β) το αντικείμενο της διαφοράς δεν σχετίζεται με την επαγγελματική του δραστηριότητα και γ) και κυμαίνεται μεταξύ του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€] και του ποσού των δέκα χιλιάδων εύρων [10.000,00.-€][44], ii) οι διαφορές των οποίων η αξία δεν υπερβαίνει το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€] όταν ο ενάγων είναι νομικό πρόσωπο ή φυσικό πρόσωπο αλλά η διαφορά σχετίζεται με την επαγγελματική του ζωή και iii) οι μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές, εφόσον πηγάζουν από ενοχές των οποίων η αξία βρίσκεται εντός των ως άνω χρηματικά αποτιμητών ορίων[45], συνάγεται αφαιρετικά ότι στην κατά τεκμήριο αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων περιλαμβάνεται η επίλυση πάντοτε σε πρώτο βαθμό των ίδιων ως άνω υπό στοιχεία [i] και [iii] διαφορών των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων εύρων [10.000,00.-€], καθώς και η επίλυση των ως άνω υπό στοιχεία [ii] και [iii] διαφορών, των οποίων το αντικείμενο τιμάται σε ποσόν ανώτερο των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€].

16. Η αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητά των πολυμελών πρωτοδικείων περιλαμβάνει ανεξαρτήτως ποσού τις γαμικές διαφορές (affaires familiales), όπως είναι οι υποθέσεις διαζυγίου, σωματικού χωρισμού, διατροφών και συμμετοχής στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών, ασκήσεως της γονικής μέριμνας, αλλαγής του ονόματος ή / και του επωνύμου των τέκνων[46], τις διαφορές που σχετίζονται με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα σήματα[47], την εκδίκαση των εμπράγματων αγωγών που αφορούν ακίνητα (actions immobilières possessoires)[48], τις διαφορές που δημιουργούνται από τροχαία ατυχήματα[49], και την εκδίκαση των πειθαρχικών διώξεων κατά συμβολαιογράφων, δικηγόρων και δικαστικών επιμελητών[50]. Στις ως άνω περιπτώσεις, το πολυμελές πρωτοδικείο δικάζει ανεκκλήτως (σε πρώτο και τελευταίο βαθμό), αν η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€] [51]. Εξαιρετικά, τα πολυμελή πρωτοδικεία μπορούν να δικάζουν και εμπορικές διαφορές, ακολουθώντας τους ειδικούς κανόνες της εμπορικής διαδικασίας[52], εφόσον δεν υπάρχει εμποροδικείο εντός της περιφερείας τους[53].

3.2. Τα μονομελή πρωτοδικεία (tribunaux d’ instance)[54]

17. Τα σημερινά[55] γαλλικά μονομελή πρωτοδικεία αποτελούν την ιστορική εξέλιξη των καταργηθέντων με την κομβική μεταρρύθμιση του έτους 1958 ειρηνοδικείων[56]. Η οργάνωση, η λειτουργία και η διοίκησή τους είναι παρόμοια με αυτήν των πολυμελών πρωτοδικείων, αλλά πιο απλουστευμένη τόσο σε διοικητικό όσο και σε δικαιοδοτικό επίπεδο. Στην περιφέρεια κάθε εφετείου ιδρύονται, ομοίως, ως διακριτά δικαιοδοτικά όργανα ένα ή περισσότερα μονομελή πρωτοδικεία[57], η έδρα και η περιφέρεια των οποίων καθορίζονται, ομοίως, με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας[58]. Μετά την κατάργηση των ειρηνοδικείων, η περιφέρεια των μονομελών πρωτοδικείων επεκτάθηκε, ενώ έκτοτε η υλική τους αρμοδιότητα αυξάνεται σε βάρος της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των πολυμελών πρωτοδικείων. Έτσι, στον σύγχρονο δικαστηριακό χάρτη της Γαλλίας υπάρχει τουλάχιστον ένα μονομελές πρωτοδικείο στην πρωτεύουσα κάθε νομού (département), ένα στην πρωτεύουσα κάθε περαιτέρω διοικητικής διαιρέσεως των νομών (arrondissement) και ένα στα πιο σημαντικά από άποψη δικαιοδοτικής ύλης καντόνια[59].

18. Σε σχέση με τα πολυμελή, τα μονομελή πρωτοδικεία αποτελούν οργανικά μια ξεχωριστή δικαιοδοτική βαθμίδα (une classe unique) και συνεδριάζουν κατά κανόνα δημοσίως με έναν μόνο δικαστή στη σύνθεσή τους[60], ρύθμιση που έχει χάσει πλέον μεγάλο μέρος από την πρακτική σημασία της μετά την διεύρυνση των υποθέσεων που δικάζονται ενώπιον των πολυμελών πρωτοδικείων από έναν μόνο δικαστή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε μονομελές πρωτοδικείο έχει, ως ανεξάρτητο δικαιοδοτικό όργανο, έναν μόνο δικαστή· τα μονομελή πρωτοδικεία που βρίσκονται σε πυκνοκατοικημένες περιφέρειες στελεχώνονται από περισσότερους δικαστές με τη μόνη διαφορά ότι οι δικαιοδοτικοί τους σχηματισμοί είναι πάντοτε μονομελείς. Ωστόσο η ως άνω αυτονομία των μονομελών έναντι των πολυμελών πρωτοδικείων «υπονομεύεται» από τον ίδιο τον γαλλικό δικαστηριακό οργανισμό στο μέτρο που ορίζει ότι, εφόσον δεν ορίζεται άλλως με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα μονομελή πρωτοδικεία στελεχώνονται από αντιπροέδρους ή δικαστές των πολυμελών πρωτοδικείων[61]. Η διοίκηση των εν λόγω δικαιοδοτικών οργάνων ανατίθεται στο δικαστή που τα στελεχώνει και αν υπάρχουν περισσότεροι σε αυτόν που βρίσκεται σε ανώτερη ιεραρχική θέση[62]. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή, όταν υπάρχουν περισσότεροι δικαστές, τότε μερικοί από αυτούς μπορεί να επιφορτιστούν και με τη διοίκηση και λειτουργία ενός γειτονικού μονομελούς πρωτοδικείου [63].

19. Σε αντίθεση με τα πολυμελή πρωτοδικεία που έχουν το λεγόμενο τεκμήριο αρμοδιότητας, τα μονομελή πρωτοδικεία δικάζουν μόνον όσες διαφορές συμπεριλαμβάνονται εκ του νόμου στην υλική αρμοδιότητα τους. Κατά συνέπεια, αν και από την άποψη της συνθέσεώς τους τα δύο αυτά διακριτά οργανικά δικαιοδοτικά όργανα είναι τακτικά, από την άποψη της υλικής τους αρμοδιότητας τα μεν πολυμελή πρωτοδικεία κατατάσσονται στα δικαιοδοτικά όργανα του κοινού δικαίου, τα δε μονομελή στα δικαιοδοτικά όργανα εξαιρετικής αρμοδιότητας[64]. Ωστόσο, το τεκμήριο αρμοδιότητας των πολυμελών πρωτοδικείων δεν λειτουργεί στη πράξη ως δικλείδα διατηρήσεως η αυξήσεως της υλικής τους αρμοδιότητας· η κατάργηση των ειρηνοδικείων το έτος 1958 οδήγησε, με γνώμονα την επιτάχυνση της διαδικασίας, στην εκχώρηση σημαντικού μέρους της υλικής αρμοδιότητας των πολυμελών στα μονομελή πρωτοδικεία, πρακτική που συνεχίζεται σταθερά μέχρι και σήμερα, έτσι ώστε να υποστηρίζεται πλέον ότι τα μονομελή πρωτοδικεία κατατάσσονται στα δικαιοδοτικά όργανα εξαιρετικής αρμοδιότητας από τεχνικής απόψεως και μόνο. Ειδικότερα:

20. Η γενική καθ’ ύλην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων έχει αναφερθεί αναλυτικά ανωτέρω, στο παρόν σημείο, όμως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι από τις ως άνω διαφορές δικάζουν σε πρώτο βαθμό (en charge d’appel) εκείνες των οποίων η αξία είναι ανώτερη των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€] και δεν υπερβαίνει το ποσόν των δέκα χιλιάδων εύρων [10.000,00.-€] και ανεκκλήτως (en dernier ressort) εκείνες των οποίων η αξία είναι κατώτερη των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€]. Στην εξαιρετική αρμοδιότητά τους υπάγεται ένα ανομοιογενές συνονθύλευμα διαφορών που περιγράφονται λεπτομερώς στις διατάξεις των άρθρων R321-2 έως R321-23 COJ, με σημαντικότερες τις διαφορές που απορρέουν από συμβάσεις επί πιστώσει που συνάπτουν καταναλωτές[65], από μισθώσεις κατοικιών και επαγγελματικές μισθώσεις ανεκκλήτως (en dernier ressort) αν η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€] και σε πρώτο βαθμό (à charge d’appel) όταν η αξία των εν λόγω διαφορών κυμαίνεται μεταξύ τεσσάρων χιλιάδων και δέκα χιλιάδων εύρων [4.000,00 – 10.000,00.-€] ή όταν αυτή δεν μπορεί να αποτιμηθεί χρηματικά[66], από διατροφικές αξιώσεις, από τον καθορισμό ορίων γειτονικών ακινήτων, από τις κατασχέσεις κινητών πραγμάτων κ.ά. Στο βασικό κορμό της υλικής αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων συγκαταλέγονται και οι υποθέσεις της επιτροπείας ανηλίκων και της δικαστικής συμπαραστάσεως[67], οπότε ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ονομάζεται στις περιπτώσεις αυτές juge des tutelles[68]. Πέραν όλων των ανωτέρω, το μονομελές πρωτοδικείο μπορεί να δικάσει και ως δικαιοδοτικό όργανο εγγύτητας, όταν απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές εγγύτητας ή όταν ο αριθμός τους δεν είναι επαρκής. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου, για να δικάσει ως δικαστής εγγύτητας θα πρέπει να έχει διοριστεί προς τούτο με ειδική διάταξη του προέδρου του πολυμελούς πρωτοδικείου[69].

21. Για τις ίδιες ως άνω διαφορές και με την επιφύλαξη της υλικής αρμοδιότητας των εμποροδικείων τα μονομελή πρωτοδικεία είναι αρμόδια για την έκδοση διαταγών προς πληρωμή ανεξαρτήτως ανωτάτου ορίου, για την έκδοση διαταγών προς πράξη, καθώς και για τη διάταξη προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων, οπότε ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ονομάζεται στην τελευταία αυτή περίπτωση juge de référés[70]. Εκτός των ανωτέρω δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων, ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου έχει και ορισμένες αρμοδιότητες διοικητικού χαρακτήρα και ειδικότερα διενεργεί τη σφράγιση και την αποσφράγιση, ορκίζει τους πραγματογνώμονες που διαμένουν στην περιφέρειά του[71] και προεδρεύει στο συγγενικό συμβούλιο. Τέλος, προεδρεύει κατά τρόπο συστηματικό στα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων και ως juge départiteur στα εργατοδικεία, όταν μοιράζονται οι ψήφοι των συνήθων μελών αυτού του δικαιοδοτικού οργάνου.

22. Ως επιστέγασμα των ανωτέρω αξίζει να επισημανθεί η παρουσία σε κάθε μονομελές πρωτοδικείο των συμβιβαστών της δικαιοσύνης (conciliateurs de justice) σε συνέχεια του συμβιβαστικού ρόλου που κατείχαν παραδοσιακά οι ειρηνοδίκες. Η κατάργηση των ειρηνοδικείων και η συνακόλουθη ανυπαρξία σε επίπεδο καντονιού ενός δικαστή που να βρίσκεται κοντά στους διαδίκους κατέστησαν αναγκαία τη θεσμοθέτηση ενός νέου είδους βοηθητικών προσώπων της δικαιοσύνης, των συμβιβαστών, που, χωρίς να είναι δικαστές, βρίσκονται σε κάθε μονομελές πρωτοδικείο με σκοπό να συμβιβάσουν τους διαδίκους, όταν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν πιθανότητες συμβιβασμού. Το νομοθετικό καθεστώς αυτών των μεσολαβούντων συμβιβαστικά προσώπων διαμορφώνεται από το Décret της 20.5.1978, το άρθρο 21 του L.95-125/8.2.1995, το D.96-652/22.7.1996, το Décret της 13.12.1996, τον L.2002-1138/9.9.2002 και τα άρθρα 830 επ. NCPC. Πέρα από τη συμβιβαστική προσπάθεια των ανωτέρω προσώπων, ο ίδιος ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου οφείλει, κατ’ άρθρον 840 NCPC, να προσπαθήσει να συμβιβάσει τους διαδίκους, παρά δε το γεγονός ότι οι συνεδριάσεις των μονομελών πρωτοδικείων είναι κατά κανόνα δημόσιες, η προβλεπόμενη από το εν λόγω άρθρο απόπειρα συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς μπορεί να γίνει και στο γραφείο του δικαστή (dans son cabinet), κατά τη διατύπωση του άρθρου 840 NCPC).

3.3. Τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας (juridictions de proximité)[72]

23. Η ίδρυση μίας ακόμη βαθμίδας τακτικών πρωτοβάθμιων πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων είναι το βιαστικό, κατά πολλούς, αποτέλεσμα της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές των μηνών Απριλίου – Μαΐου του έτους 2002. Η προεκλογική αυτή υπόσχεση υλοποιήθηκε σχεδόν ακαριαίως με την έκδοση του L.2002-1138/9.92002, ο οποίος τροποποίησε τον γαλλικό Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ρυθμίζοντας την οργάνωση και τη λειτουργία ενός νέου πρωτοβάθμιου τακτικού πολιτικού δικαιοδοτικού οργάνου που τοποθετήθηκε οργανικά δίπλα και κάτω από τα μονομελή πρωτοδικεία με σκοπό να τα συμπληρώσει τόσο σε επίπεδο οργανώσεως όσο και σε επίπεδο υλικής αρμοδιότητας, πληρώνοντας το κενό που είχε αφήσει η κατάργηση των ειρηνοδικείων το έτος 1958 και φέρνοντας εγγύτερα στον πολίτη το φυσικό δικαστή του. Αυτός, άλλωστε, ο διττός σκοπός αφενός της οργανικής εγγύτητας με τα μονομελή πρωτοδικεία και αφετέρου της εγγύτερον στον πολίτη παρουσίας της πολιτικής δικαιοσύνης έδωσε στα νέα αυτά δικαιοδοτικά όργανα την ονομασία τους.

24. Τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας συστήνονται ως πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα στην περιφέρεια κάθε εφετείου[73], ενώ η έδρα τους και η περιφέρειά τους καθορίζεται με διάταγμα το Συμβουλίου της Επικρατείας[74]. Οι δικαιοδοτικοί τους σχηματισμοί είναι μονομελείς[75] και οι συνεδριάσεις τους κατά κανόνα δημόσιες, μπορούν δε να συνεδριάζουν και υπαιθρίως, ήτοι εκτός του δικαστηριακού μεγάρου[76]. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, στην περίπτωση που απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές εγγύτητας ή όταν ο αριθμός τους δεν είναι επαρκής, αναπληρώνονται με ειδική διάταξη του προέδρου του πολυμελούς πρωτοδικείου από τους δικαστές του μονομελούς πρωτοδικείου στο οποίο υπάγονται[77]. Περαιτέρω, αν ο δικαστής εγγύτητας συναντήσει δυσκολίες στην εφαρμογή του νόμου ή στην ερμηνεία της συμβάσεως που συνδέει τα μέρη, τότε μπορεί αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως ενός εκ των διαδίκων να «καταφύγει»[78] στο δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, ο οποίος θα δικάσει την παραπεμπόμενη υπόθεση ως δικαστής εγγύτητας[79]. Εκτός αυτού, τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας δικάζουν κατά τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον των μονομελών πρωτοδικείων και προ της εκδικάσεως της υποθέσεως προηγείται υποχρεωτικώς απόπειρα συμβιβασμού των διαδίκων. Εκ των ανωτέρω αναδεικνύεται η σε οργανωτικό και λειτουργικό επίπεδο συμπληρωματική σχέση μεταξύ μονομελών πρωτοδικείων και δικαιοδοτικών οργάνων εγγύτητας, η οποία συνεχίζεται και σε επίπεδο υλικής αρμοδιότητας.

25. Τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας στελεχώνονται από πρόσωπα που δεν υπάγονται στο καθεστώς των υπολοίπων δικαστών της έδρας. Ο οργανικός νόμος 2003-153/26.2.2003 τροποποίησε σημαντικό μέρος των διατάξεων της ordonnance 58-1270/22.12.1958 και καθόρισε ότι ως δικαστές εγγύτητας μπορούν να διοριστούν: i) οι πρώην δικαστές της κοινής (αστικής και ποινικής) και της διοικητικής δικαιοδοσίας, ii) άτομα που έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο [35ο] έτος της ηλικίας τους και έχουν την ικανότητα και την εμπειρία να ασκήσουν τα δικαιοδοτικά καθήκοντα του δικαστή εγγύτητας, iii) οι πρώην διοικητικοί υπάλληλοι των δικαστικών υπηρεσιών που ανήκαν στην Α και στη Β κατηγορία και έχουν την εμπειρία για την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του δικαστή εγγύτητας και iv) οι συμβιβαστές της δικαιοσύνης που έχουν ασκήσει τα καθήκοντά τους για περίοδο ανώτερη των πέντε [5] ετών. Τα πρόσωπα αυτά, πριν διοριστούν, παρακολουθούν επιμορφωτικά μαθήματα που οργανώνει η Εθνική Σχολή Δικαστών και στη συνέχεια διορίζονται για μία επταετή και μη ανανεώσιμη θητεία. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, για οποιαδήποτε τροποποίηση της καταστάσεώς τους είναι απαραίτητη η συναίνεσή τους, τίθενται υπό την εξουσία του δικαστή του κατά δικαστηριακή περιφέρεια αρμόδιου μονομελούς πρωτοδικείου, δεν μπορούν να συμμετέχουν ούτε στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο ούτε στην Επιτροπή Προαγωγών, ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα ημιαπασχολούμενοι, δεδομένου ότι τους επιτρέπεται η παράλληλη άσκηση άλλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν προσβάλλουν την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία του λειτουργήματός τους, δεν μπορούν να δικάζουν υποθέσεις που συνδέονται με την παράλληλη επαγγελματική τους δραστηριότητα και μένουν στην ενεργό υπηρεσία μέχρι την ηλικία των εβδομήντα πέντε [75] ετών[80].

26. Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις που προστέθηκαν στον γαλλικό Οργανισμό Δικαστηρίων, στα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας εκχωρήθηκε η μέχρι πρότινος κατώτατη βαθμίδα της υλικής αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων. Το άρθρο L331-2 §1 COJ ορίζει ότι στα νεοσυσταθέντα τακτικά πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα υπάγονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό i) οι διαφορές που αφορούν την προσωπική κατάσταση ή κινητά πράγματα (actions personnelles et mobilières), υπό τις προϋποθέσεις ότι α) ο ενάγων είναι φυσικό πρόσωπο, β) το αντικείμενο της διαφοράς δεν σχετίζεται με την επαγγελματική του δραστηριότητα και γ) και δεν υπερβαίνουν το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€] και σε πρώτο βαθμό ii) οι μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές, εφόσον πηγάζουν από ενοχές των οποίων η αξία βρίσκεται εντός του ως άνω χρηματικώς αποτιμητού ορίου[81]. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας δεν είναι ποτέ αρμόδια για να εκδικάζουν αγωγές νομικών προσώπων ή φυσικών προσώπων για διαφορές που σχετίζονται με την επαγγελματική τους δραστηριότητα· οι δύο αυτές κατηγορίες προσώπων μόνο ως εναγόμενοι μπορούν βρεθούν ενώπιον των συγκεκριμένων δικαιοδοτικών οργάνων. Για τις ίδιες ως άνω διαφορές τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας είναι αρμόδια να εκδίδουν διαταγές προς πληρωμή ή προς πράξη. Τέλος, τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας αποδίδουν τον εκτελεστήριο τύπο στο συμφωνητικό συμβιβασμού των διαδίκων, ο οποίος επιτεύχθηκε χάριν στη δική τους μεσολάβηση, βάσει του άρθρου 21 του L.95-125/8.2.1995[82].

4. Τα εξειδικευμένα πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα

4.1.Τα εμποροδικεία (tribunaux de commerce)[83]

27. Τα γαλλικά εμποροδικεία είναι ένα από τα σημαντικότερα «μνημεία» της γαλλικής αστικής δικονομικής παραδόσεως[84]. Τα εν λόγω εξειδικευμένα δικαιοδοτικά όργανα ιδρύονται σε περιοχές όπου υπάρχει τόση εμπορική δικαιοδοτική ύλη που να καθιστά απαραίτητη και ωφέλιμη την ίδρυση τους. Κατά συνέπεια, οι περιφέρειες των γαλλικών εμποροδικείων είναι ευμετάβλητες και τελούν σε συνάρτηση με τις τοπικές ανάγκες· μπορεί π.χ. να υπάρχουν περισσότερα του ενός εμποροδικεία στην περιφέρεια ενός πολυμελούς πρωτοδικείου, ενώ στις περιφέρειες άλλων πολυμελών πρωτοδικείων μπορεί να μην υπάρχει κανένα εμποροδικείο. Ο συνολικός αριθμός[85], η έδρα τους, η περιφέρειά τους, καθώς και ο αριθμός των δικαστών που τα στελεχώνουν καθορίζεται με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας[86]. Οι δικαστές των εμποροδικείων προέρχονται από την τάξη των εμπόρων και για αυτό δεν διορίζονται, αλλά εκλέγονται για θητεία περιορισμένης διάρκειας από αντιπροσώπους (délégués consulaires) μέσω της περίπλοκης διαδικασίας που καθορίζεται στα άρθρα L413-1 έως L413-11 και R413-1 έως R413-20COJ, χωρίς να λαμβάνουν αμοιβή για την προσφορά των υπηρεσιών τους.[87]

28. Η βασική οργανωτική δομή κάθε εμποροδικείου περιλαμβάνει έναν πρόεδρο, που εκλέγεται από τη γενική συνέλευση των δικαστών[88], έναν αντιπρόεδρο που βοηθά τον πρόεδρο στην εκτέλεση των καθηκόντων του, τους προέδρους των τμημάτων του, εφόσον διαθέτει τμήματα, τους εκλεγέντες δικαστές (magistrats consulaires) και τουλάχιστον έναν γραμματέα, ο οποίος είναι δημόσιος υπάλληλος. Οι δικαιοδοτικοί σχηματισμοί των γαλλικών εμποροδικείων είναι κατά κανόνα πολυμελείς, συνήθως τριμελείς, χωρίς να αποκλείεται και η συμμετοχή περισσότερων δικαστών, αρκεί ο συνολικός αριθμός τους να είναι περιττός, υπάρχουν, όμως και περιπτώσεις μονομελών συνθέσεων[89], οι δε συνεδριάσεις του είναι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δημόσιες, αλλά παρέχεται και η δυνατότητα της συνεδριάσεως κεκλεισμένων των θυρών.

29. Το περιεχόμενο της υλικής αρμοδιότητας των εμποροδικείων προκαθορίζεται από την ίδια την ονομασία τους. Είναι αρμόδια για την επίλυση διαφορών που γεννώνται μεταξύ εμπόρων, μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων ή μεταξύ εμπόρων και πιστωτικών ιδρυμάτων, γι’ αυτές που σχετίζονται με εμπορικές εταιρείες, με εμπορικές πράξεις μεταξύ οιωνδήποτε φυσικών ή νομικών προσώπων[90], καθώς και γι’ αυτές που δημιουργούνται από αξιόγραφα εις διαταγήν που είτε φέρουν τις υπογραφές εμπόρων είτε φέρουν τις υπογραφές εμπόρων και μη εμπόρων. Οι διαφορές από αξιόγραφα εις διαταγήν που υπογράφονται μόνο από μη εμπόρους εμπίπτουν στην υλική αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων[91]. Τα εμποροδικεία δικάζουν ανεκκλήτως όσες εκ των ανωτέρω διαφορών δεν ξεπερνούν το όριο των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€] [92]. Τέλος, ο πρόεδρος του εμποροδικείου είναι αρμόδιος για τη διάταξη προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων[93] και για την έκδοση διαταγών προς πληρωμή στην περίπτωση που η κύρια υπόθεση εμπίπτει, κατά τα άνω, στην υλική αρμοδιότητα των εμποροδικείων.

4.2. Τα εργατοδικεία (conseils de prud’hommes)[94]

30. Τα γαλλικά εργατοδικεία είναι τέκνα της σχεδόν συνολικής ναπολεόντειας μεταρρυθμίσεως της γαλλικής έννομης τάξεως[95]. Η υλική αρμοδιότητα, η οργάνωση και η λειτουργία των εργατοδικείων καθορίζεται από τον γαλλικό εργατικό κώδικα (Code du travail)[96], τα σχετικά άρθρα του οποίου επαναλαμβάνονται και στο γαλλικό κώδικα οργανισμού των δικαστηρίων. Η ίδρυση και οργάνωση των γαλλικών εργατοδικείων γινόταν μέχρι το έτος 1979 χωρίς κανέναν σχεδιασμό τόσο από άποψη χωροταξική όσο και από άποψη υλικής αρμοδιότητας[97]. Αυτό το καθεστώς αναρχίας έληξε με τον L.79-44/19.1.1979, ο οποίος ομογενοποίησε την οργάνωση και την υλική τους αρμοδιότητα και τα γενίκευσε, ορίζοντας ότι στην περιφέρεια κάθε πολυμελούς πρωτοδικείου πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα εργατοδικείο[98]. Στην πράξη, σε πυκνοκατοικημένες περιοχές λειτουργούν σήμερα περισσότερα του ενός εργατοδικεία, μέχρι δε το έτος 2001 υπήρχαν συνολικά στη Γαλλία διακόσια εβδομήντα ένα [271]. Κάθε εργατοδικείο διακρίνεται περαιτέρω σε πέντε αυτόνομα τμήματα (sections), το στελεχιακό (encadrement), το βιομηχανικό (industrie), το εμπορικό (commerce), το γεωργικό (agriculture) και το διαφόρων δραστηριοτήτων (activités diverses), καθένα εκ των οποίων συνιστά ένα διακριτό δικαιοδοτικό όργανο, ενώ η διοίκησή του ανατίθεται στη γενική συνέλευση του εργατοδικείου, η οποία εκλέγει τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρό του, καθώς και τις συνελεύσεις των τμημάτων, οι οποίες εκλέγουν καθεμία ξεχωριστά τους προέδρους και του αντιπροέδρους των τμημάτων. [99]

31. Οι δικαστές των γαλλικών εργατοδικείων εκλέγονται μέσω προκαθορισμένης από το γαλλικό εργατικό κώδικα διαδικασίας και προέρχονται από την τάξη των εργοδοτών (employeurs) και από την τάξη των μισθωτών (employés), αφ’ ης, όμως, διοριστούν ενεργούν ως πραγματικοί δικαστές, ήτοι ορκίζονται ενώπιον του αρμόδιου μονομελούς πρωτοδικείου[100], οφείλουν να είναι αμερόληπτοι[101], να σέβονται τη μυστικότητα των διασκέψεων και τα ασυμβίβαστα[102] και να μην αρνησιδικούν[103]. Παρά την εξομοίωσή τους με τους επαγγελματίες δικαστές, οι εργατοδίκες, είτε προέρχονται από την τάξη των εργοδοτών είτε από την τάξη των μισθωτών, ασκούν παράλληλα με τα δικαστικά τους καθήκοντα και την επαγγελματική τους δραστηριότητα, για το λόγο δε αυτόν οι εργατοδίκες - μισθωτοί απολαμβάνουν ειδικών προστατευτικών προνομίων[104], με σημαντικότερα την απαγόρευση της απολύσεώς τους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της συνελεύσεως της εταιρείας και της Επιθεωρήσεως Εργασίας και την υποχρέωση των εργοδοτών τους να τους αφήνουν υπό την απειλή ποινικών κυρώσεων (délit d’entrave) το χρόνο που απαιτείται για την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων καταβάλλοντας τους ολόκληρο το μισθό τους, ποσά για τα οποία αποζημιώνει τους εργοδότες το γαλλικό Κράτος, ενώ για την εκτός του κανονικού ωραρίου τους δικαιοδοτική απασχόλησή τους οι εργατοδικές - μισθωτοί λαμβάνουν πρόσθετη κρατική αποζημίωση. Οι εργατοδίκες - εργοδότες αποζημιώνονται απευθείας από το γαλλικό Κράτος.

32. Δεδομένης της ισχυρής αντιθέσεως συμφερόντων που αναπτύσσεται μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών, η συγκρότηση των δικαιοδοτικών σχηματισμών και η λειτουργία των γαλλικών εργατοδικείων εξαρτάται απόλυτα από την αρχή της «ισαριθμίας» (parité). Κάθε αυτόνομο τμήμα των γαλλικών εργατοδικείων συγκροτείται από τέσσερις [4] εργατοδίκες – εργοδότες και από τέσσερις [4] εργατοδίκες – μισθωτούς και ασκεί το δικαιοδοτικό του έργο σε τρεις [3] σχηματισμούς, τον σχηματισμό συμβιβασμού (bureau de conciliation)[105], τον σχηματισμό της κυρίας δίκης (bureau de jugement)[106] και τον σχηματισμό των προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων (formation des référés)[107]. Ο σχηματισμός συμβιβασμού συγκροτείται από ένα εργατοδίκη – εργοδότη και από έναν εργατοδίκη – μισθωτό και έχει μεικτό έργο, ήτοι συμβιβαστικό και υπό ορισμένες προϋποθέσεις και δικαιοδοτικό κυρίως με τη μορφή της περιορισμένης διατάξεως προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων· οι συνεδριάσεις του είναι μη δημόσιες, όταν ενεργεί συμβιβαστικά, και δημόσιες, όταν ενεργεί δικαιοδοτικά. Αν η υπόθεση δεν συμβιβαστεί, πράγμα που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία (περίπου 90%) των περιπτώσεων, η διαφορά παραπέμπεται στον σχηματισμό της κυρίας δίκης, ο οποίος συντίθεται από τουλάχιστον δύο εργατοδικές – εργοδότες και δύο εργατοδίκες – μισθωτούς. Ο σχηματισμός των προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων έχει το ιδιάζον χαρακτηριστικό ότι είναι, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της «ισαριθμίας», πολυμελής, συγκροτούμενος από έναν εργατοδίκη – εργοδότη και από έναν εργατοδίκη – μισθωτό και δικαιοδοτεί, βάσει των γενικών διατάξεων του NCPC, κατά κύριο λόγο πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης. Σε όλους του ως άνω δικαιοδοτικούς σχηματισμούς, σε περίπτωση ισοψηφίας, παρεμβαίνει ως juge départiteur ο δικαστής του κατά τόπον αρμόδιου μονομελούς πρωτοδικείου.

33. Η υλική αρμοδιότητα των εργατοδικείων σκιαγραφείται από την ίδια τους την οργάνωση και τη σύνθεση των δικαιοδοτικών τους σχηματισμών. Ο βασικός σκοπός της ιδρύσεώς τους είναι ο συμβιβασμός και, εν αποτυχία του τελευταίου, η εκδίκαση διαφορών που αναφύονται από την εκτέλεση ατομικών συμβάσεων εργασίας (contrats de travail) μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών, όπως είναι, όλως ενδεικτικώς, η καταβολή του κυρίως μισθού, των επιδομάτων και των πριμ, καθώς και τα ζητήματα που σχετίζονται με τις απολύσεις[108]. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι από την υλική αρμοδιότητα των εργατοδικείων εκφεύγουν οι διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, για τις οποίες είναι αρμόδια τα δικαιοδοτικά όργανα κοινωνικών ασφαλίσεων, καθώς και αυτές που σχετίζονται με την εκτέλεση συλλογικών συμβάσεως εργασίας (conventions de travail). Τέλος, τα εργατοδικεία δικάζουν ανεκκλήτως τις ως άνω διαφορές που υπάγονται στην υλική τους αρμοδιότητα, όταν η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€].[109]

4.3.Τα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων (tribunaux paritaires de baux ruraux)[110]

34. Τα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων ιδρύθηκαν στη Γαλλία μόλις πριν από εξήντα περίπου χρόνια[111]. Τα συγκεκριμένα δικαιοδοτικά όργανα ιδρύονται στην έδρα κάθε μονομελούς πρωτοδικείου[112] και μέχρι το έτος 2001 είχαν φτάσει τον αριθμό των τετρακοσίων τριάντα ενός [431]. Έχουν πενταμελή σύνθεση η οποία περιλαμβάνει τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ως πρόεδρο και κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ισαριθμίας (parité) που ισχύει και για τα υπό εξέταση δικαιοδοτικά όργανα, όπως άλλωστε το φανερώνει η γαλλική ονομασία τους, δύο [2] εκμισθωτές (bailleurs) που δεν είναι ταυτόχρονα και μισθωτές και δύο [2] μισθωτές (preneurs) που δεν είναι ταυτόχρονα και εκμισθωτές[113], οι οποίοι εκλέγονται για έξι [6] έτη μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας[114]. Μπορεί να περιλαμβάνουν δύο τμήματα, ένα για τις μισθώσεις με χρηματικώς καταβαλλόμενο μίσθωμα (baux à ferme) και ένα για τις επίμορτες αγροληψίες (baux à colonat partiaire ή baux à métayage)[115]. Η σημαντικότερη ιδιαιτερότητα των εν λόγω δικαιοδοτικών οργάνων σε σύγκριση με τα υπόλοιπα πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα είναι ότι συνεδριάζουν σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους (sessions) και όχι συνεχώς.

35. Τα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων είναι αρμόδια για να επιλύουν τις διαφορές που δημιουργούνται από συμβάσεις μισθώσεως αγροτικών ακινήτων ή από συμβάσεις επίμορτων αγροληψιών[116]., ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, δικάζουν δε ανεκκλήτως τις εν λόγω διαφορές αν η αξία τους δεν υπερβαίνει το ποσό του ανέκκλητου της υλικής αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, το οποίο ανέρχεται σήμερα, όπως προαναφέρθηκε, στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€][117]. Για τις ίδιες ως άνω διαφορές, ο πρόεδρος του δικαιοδοτικού οργάνου αγροτικών μισθώσεων, ήτοι ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου, είναι καθ’ ύλην αρμόδιος και για τη διάταξη προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων[118]. Στην περίπτωση που υπάρχει αδυναμία ιδρύσεως ή λειτουργίας ενός δικαιοδοτικού οργάνου αγροτικών μισθώσεων, τότε αυτό καταργείται με διάταγμα και το σύνολο των ως άνω διαφορών της υλικής του αρμοδιότητας μεταβιβάζεται στο κατά τόπον αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο, το οποίο τις δικάζει, όμως, με τη διαδικασία που εφαρμόζεται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων αγροτικών μισθώσεων[119].

4.4. Τα δικαιοδοτικά όργανα κοινωνικών ασφαλίσεων (juridictions de securité sociale)[120]

36. Η δημιουργία των συγκεκριμένων δικαιοδοτικών οργάνων είναι απότοκος της γενικότερης μεταρρυθμίσεως του γαλλικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων που έλαβε χώρα κατά το έτος 1945[121]. Σήμερα στη Γαλλία υπάρχουν δύο είδη δικαιοδοτικών οργάνων κοινωνικών ασφαλίσεων: εκείνα που δικάζουν γενικώς τις διαφορές που απορρέουν από την νομοθεσία που διέπει τις κοινωνικές ασφαλίσεις (contentieux général de la sécurité sociale) και εκείνα που δικάζουν ειδικώς τις διαφορές που απορρέουν από την αναπηρία ή την ανικανότητα κάποιου να εργαστεί, καθώς και εκείνες που σχετίζονται με τις αποφάσεις των οργανισμών κοινωνικών ασφαλίσεων περί παροχής επιδομάτων περιθάλψεως ή / και νοσηλείας (contentieux technique de la sécurité sociale).

37. Στα πρώτα προεδρεύει ο πρόεδρος του κατά τόπον αρμόδιου πολυμελούς πρωτοδικείου ή ένας δικαστής του εν λόγω δικαιοδοτικού οργάνου που έχει διοριστεί προς τούτο για τρία [3] χρόνια με διαταγή του προέδρου του κατά τόπον αρμοδίου εφετείου. Η δικαιοδοτική σύνθεση αυτού του είδους δικαιοδοτικών οργάνων κοινωνικών ασφαλίσεων συμπληρώνεται από δύο μη επαγγελματίες δικαστές, έναν που εκπροσωπεί τους μισθωτούς και έναν που εκπροσωπεί τους εργοδότες ή τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα εμποροδικεία, στα εργατοδικεία και στα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων, δεν εκλέγονται, αλλά διορίζονται από τα αρμόδια κρατικά όργανα. Αυτοί οι μη επαγγελματίες δικαστές προσφέρουν δωρεάν τις υπηρεσίες τους, αλλά αποζημιώνονται για τα εισοδήματα που χάνουν όσο ασκούν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα. Τα ως άνω δικαιοδοτικά όργανα κοινωνικών ασφαλίσεων δικάζουν ανεκκλήτως τις διαφορές που εμπίπτουν στην υλική τους αρμοδιότητα αν η αξία τους δεν ξεπερνά το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€]. Οι υπόλοιπες αποφάσεις τους προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του τμήματος κοινωνικών ασφαλίσεων του αρμόδιου κατά τόπον εφετείου.

38. Τα δεύτερα (ειδικά) δικαιοδοτικά όργανα κοινωνικών ασφαλίσεων από το 2002[122] και μετά έχουν στη σύνθεσή τους ως πρόεδρο έναν διοικητικό δικαστή ή έναν επί τιμή επαγγελματία δικαστή ή, εν ελλείψει τούτων, ένα πρόσωπο με τα ανάλογα προσόντα που παρέχει τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας, καθώς και δύο μη επαγγελματίες δικαστές που εκπροσωπούν τους μισθωτούς και δύο που εκπροσωπούν τους εργοδότες ή τους ανεξάρτητους επαγγελματίες. Οι αποφάσεις αυτών των δικαιοδοτικών οργάνων προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του Εθνικού Δικαστηρίου Ανικανότητας και Καθορισμού της Ασφαλιστικής Αποζημιώσεως Εργατικών Ατυχημάτων (Cour Nationale de l’Incapacité et de la Tarification de l’Assurance des Accident du Travail - CNITAAT), στο οποίο μετέχει ως πρόεδρος ένας εφέτης του κατά τόπον αρμόδιου εφετείου και μη επαγγελματίες δικαστές που εκπροσωπούν ισάριθμα τους μισθωτούς και τους εργοδότες ή τους ελεύθερους επαγγελματίες. Οι αποφάσεις αυτού του ειδικού δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου προσβάλλονται κανονικά με αναίρεση ενώπιον του γαλλικού ακυρωτικού.

5. Τα εφετεία (cours d’appel)[123]  [124]

39. Η γαλλική δικαστηριακή οργάνωση οφείλει την επόμενη βαθμίδα της στην αρχή του διπλού βαθμού δικαιοδοσίας. Όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στη Γαλλία μια υπόθεση μπορεί να κριθεί τόσο ως προς την ουσία της όσο και ως προς το νομικό της μέρος μέχρι δύο φορές, οπότε ανακύπτει αυτόματα το ζήτημα ενός ή περισσότερων δικαιοδοτικών οργάνων δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία θα δικάσουν την ίδια υπόθεση για δεύτερη φορά, χωρίς να είναι θεωρητικά απαραίτητη για την εκπλήρωση της αποστολής τους αυτής η ιεραρχική τους υπεροχή έναντι των πρωτοβαθμίων δικαιοδοτικών οργάνων. Ωστόσο, η ίδια η αποστολή της εκδικάσεως μια υποθέσεως για δεύτερη φορά προς διόρθωση των ενδεχομένων ουσιαστικών και νομικών σφαλμάτων που έλαβαν χώρα πρωτοβαθμίως, αλλά και η ηθική - ψυχολογική επιβολή της δευτεροβάθμιας αποφάσεως στον ηττηθέντα διάδικο προϋποθέτει η εκ νέου εκδίκασή της να γίνεται από δικαστές εμπειρότερους και συνακόλουθα ιεραρχικά ανώτερους από αυτούς τους πρώτου βαθμού, ιεραρχική ανωτερότητα που βρίσκει, όμως, τα όριά της από το συνδυασμό της με την αρχή της οργα(ωτ)ικής ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία δεν διαμορφώνει μόνο το δικαιοδοτικό ορίζοντα του πρώτου βαθμού, αλλά διαρρέει συνολικά και διέπει και τη σχέση μεταξύ πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων.

40. Η αρχή του διπλού βαθμού δικαιοδοσίας δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι τα δευτεροβάθμια πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα κρίνουν εκ νέου το σύνολο των ουσιαστικών και νομικών ζητημάτων που κρίθηκαν στων πρώτο βαθμό. Το δικονομικό όχημα με το οποίο η πρωτοδίκως κριθείσα υπόθεση άγεται στο δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο είναι το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως, το οποίο καλείται στα γαλλικά appel. Συνεπώς, το εύρος της δικαιοδοτικής εξουσίας των δευτεροβαθμίων δικαιοδοτικών οργάνων καθορίζεται από το τι προσάπτει στην πρωτοβάθμια δικαιοδοτική κρίση με το εφετήριό του ο αιτών τη δευτεροβάθμια δικαστική προστασία, κατ’ εφαρμογήν της θεμελιώδους δικονομικής αρχής ne eat iudex ultra petita partium, η οποία, προκειμένου για τη δευτεροβάθμια δίκη, εξειδικεύεται και αποκαλείται μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως (tantum devolutum quantum appelatum) ακριβώς διότι είναι το δικόγραφο της εφέσεως που καθορίζει κάθε φορά το τι θα μεταβιβασθεί από το πρωτοβάθμιο στο δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο προς εκ νέου κρίση.

41. Ο Γάλλος νομοθέτης έχει αναθέσει τη νόμω και ουσία[125] δευτεροβάθμια κρίση του μεγαλύτερου όγκου των διαφορών ιδιωτικού δικαίου στα εφετεία και ένα ειδικό και περιορισμένο μέρος αυτό στα CNITAAT. Σήμερα υπάρχουν και λειτουργούν τριάντα [30] εφετεία στη μητροπολιτική Γαλλία και τρία [3] στα υπερπόντια γαλλικά εδάφη[126]. Η έδρα, η περιφέρεια και ο αριθμός των τμημάτων τους καθορίζονται με διάταγμα του Συμβουλίου της Επικρατείας[127]. Οι δικαστές των εφετείων ονομάζονται conseillers και οι αποφάσεις που εκδίδουν λέγονται arrêts. Κατά κανόνα κάθε εφετείο περιλαμβάνει περισσότερα του ενός τμήματα[128], σε όσες δε περιπτώσεις συντίθεται από δύο τμήματα, τότε το ένα είναι πολιτικό (chambre civile) και είναι κατά παράδοση το πρώτο τμήμα και το άλλο ποινικό (chambre des appels correctionnels). Σήμερα, μετά την επέκταση – γενίκευση της υλικής τους αρμοδιότητας, τα γαλλικά εφετεία έχουν κατά κανόνα, εκτός των ανωτέρω δύο τμημάτων, ένα κοινωνικό τμήμα (chambre sociale) που εκδικάζει τις υποθέσεις που σχετίζονται με ζητήματα εργατικού και ασφαλιστικού δικαίου, καθώς και αυτές που υπάγονται πρωτοδίκως στην αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων αγροτικών μισθώσεων, ένα τμήμα απαλλοτριώσεων (chambre des expropriations)[129] και ένα τμήμα ανηλίκων (chambre de mineurs)[130]. Στο πρώτο τμήμα, το πολιτικό, προεδρεύει ο πρόεδρος εφετών, ο οποίος ονομάζεται premier président και στα υπόλοιπα οι πρόεδροι των τμημάτων (présidents des chambres).

42. Το καθεστώς διοικήσεως των γαλλικών εφετείων ακολουθεί το πρότυπο της διοικήσεως των πολυμελών πρωτοδικείων[131], με τη μόνη αυτονόητη διαφορά ότι οι αντίστοιχες εφετειακές συνελεύσεις έχουν ως προεδρεύοντα τον πρόεδρο εφετών. Οι δικαιοδοτικοί σχηματισμοί τους είναι πέντε [5] ειδών: α) η τακτική σύνθεση (audience ordinaire), β) η επίσημη σύνθεση (audience solennelle), γ) η συνεδρίαση εν συμβουλίω (en chambre du conseil), δ) η συνέλευση των τμημάτων (assemblée des chambres) και ε) η μονομελής σύνθεση του προέδρου εφετών. Η τακτική σύνθεση είναι, όπως το μαρτυρεί η ονομασία της, η πιο συχνή, είναι πάντοτε περιττή σε αριθμό και περιλαμβάνει τρεις δικαστές, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, σε περίπτωση δε που διαπιστωθεί στο ακροατήριο ότι δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αριθμός δικαστών, τότε η εκ του νόμου τριμελής σύνθεση του εφετείου μπορεί να συμπληρωθεί από κάποιον δικηγόρο (avocat ή avoué)[132]. Η επίσημη σύνθεση είναι πενταμελής και εκδικάζει αποκλειστικά και μόνο τις υποθέσεις που παραπέμπει στο εφετείο το γαλλικό ακυρωτικό μετά από αποδοχή των ενώπιον του ασκηθεισών αναιρέσεων[133]. Η εν συμβουλίω σύνθεση εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων που έχουν, ομοίως, εκδοθεί εν συμβουλίω. H συνέλευση των τμημάτων συντίθεται από αντιπροσώπους των τριών πρώτων τμημάτων για το Παρίσι και των δύο πρώτων τμημάτων για τα υπόλοιπα εφετεία, για να κρίνει τα πειθαρχικά παραπτώματα δικηγόρων και δικαστικών επιμελητών. Τέλος, ο πρόεδρος εφετών προεδρεύει κατά κανόνα στο πρώτο τμήμα του εφετείου, διατάσσει προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα[134] και εκδικάζει το ιδιότυπο ένδικο βοήθημα του άρθρου 524 NCPC με το οποίο σκοπείται η αποστέρηση των προσωρινώς εκτελεστών πρωτοβαθμίων δικαστικών αποφάσεων από την προσωρινή εκτελεστότητά τους[135].

43. Η υλική αρμοδιότητα των εφετείων περιλαμβάνει και στη Γαλλία την εκδίκαση των εφέσεων που άγονται ενώπιον τους και όχι την επιβράβευση ή την επίπληξη των πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων μέσω της επικυρώσεως ή της εξαφανίσεως των πρωτοβάθμιων αποφάσεων. Το συνήθως λεγόμενο ότι τα εφετεία «επικυρώνουν» ή «εξαφανίζουν» τις πρωτοβάθμιες δικαιοδοτικές κρίσεις, εκτός του ότι  δεν προβλέπεται από το νόμο ως μέρος της υλικής αρμοδιότητας των εφετείων, είναι ευθέως αντίθετο ως έννοια και ως ορολογία με την αρχή της οργαν(ωτ)ικής αυτοτέλειας των δικαιοδοτικών οργάνων που εξετάστηκε ανωτέρω και δεν είναι συμβατό με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως και τη συνακόλουθη κατά κανόνα μη αυτεπάγγελτη λήψη υπ’ όψιν των πλημμελειών της εκκαλουμένης αποφάσεως, που έχουν ως δικονομικό συνεπακόλουθο ότι η τελευταία μετά βεβαιότητος θα «επικυρωθεί» από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο αν το τυχόν ενυπάρχον σφάλμα δεν περιλαμβάνεται στους λόγους εφέσεως. Αυτή η δικονομική «οφθαλμαπάτη» της «επικυρώσεως» ή της «εξαφανίσεως» της εκκαλουμένης πρωτοβάθμιας αποφάσεως, η οποία δεν είναι άμοιρη πρακτικών συνεπειών, είναι απλώς το άμεσο ανακλαστικό συνεπακόλουθο της απορρίψεως ή της αποδοχής της εφέσεως, αντίστοιχα. Στα πλαίσια, λοιπόν, των ανωτέρω σκέψεων, μετά τη γενίκευση της υλικής τους αρμοδιότητας εν έτει 1958, τα γαλλικά εφετεία εκδικάζουν και αποδέχονται ή απορρίπτουν τις εφέσεις που στρέφονται κατά των εκκλητών αποφάσεων όλων των πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων, ήτοι των πολυμελών πρωτοδικείων, των μονομελών πρωτοδικείων, των εμποροδικείων, των εργατοδικείων, των δικαιοδοτικών οργάνων αγροτικών μισθώσεων και των δικαιοδοτικών οργάνων κοινωνικής ασφαλίσεως που κρίνουν το λεγόμενο contentieux général de la sécurité sociale, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι εφέσεις που στρέφονται κατά των αποφάσεων των δικαιοδοτικών οργάνων του contentieux technique de la sécurité sociale εκδικάζονται από τα κατά τόπον αρμόδια CNITAAT.

6. Το ανώτατο ακυρωτικό δικαιοδοτικό όργανο (cour de cassation)[136]

44. Η ίδρυση ενός ανώτατου δικαιοδοτικού οργάνου, μοναδικού σε όλη την επικράτεια[137], που θα ελέγχει την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου από τα κατώτερα δικαιοδοτικά όργανα της ουσίας είναι ιστορικά και νομικά θεσμός γαλλικής εμπνεύσεως που βρίσκει την ιστορική εξήγηση της δημιουργίας του στην αποφυγή της αναβιώσεως των πρακτικών των βασιλικών παρλαμέντων και το δικαιοπολιτικό λόγο της μέχρι σήμερα υπάρξεώς του στη διατήρηση της νομιμότητας (préservation de la légalité) και στην ενοποίηση της νομολογίας (unification de la jurisprudence). Στο σημερινό[138] γαλλικό ακυρωτικό, το οποίο εδρεύει στο Παρίσι[139], θητεύουν ως δικαστές της έδρας: i) ο πρόεδρός του (premier président) που είναι ο ανώτατος δικαστής στη Γαλλία[140], ii) οι έξι [6] πρόεδροι των τμημάτων (présidents de chambre), iii) ογδόντα πέντε [85] δικαστές (conseillers) και iv) σαράντα οκτώ εισηγητές δικαστές (conseillers référendaires), οι οποίοι προστέθηκαν στο δυναμικό του γαλλικού ακυρωτικού με το L.3.7.1967, αρχικά με γνωμοδοτική ψήφο και μετέπειτα, με τη μεταρρύθμιση της 12.7.1978, με δικαιοδοτική[141], για να βοηθούν τους δικαστές στη σύνταξη και έκδοση των αποφάσεών τους, ενώ η εισαγγελία στελεχώνεται από i) τον γενικό εισαγγελέα (procureur général), ii) τον πρώτο αντεισαγγελέα (premier avocat général), iii) είκοσι δύο [22] αντεισαγγελείς (avocats généraux) και iv) δύο [2] αντικαταστάτες (substituts). Πέραν των δικαστών, το γαλλικό ακυρωτικό έχει έναν επικεφαλής γραμματέα (greffier en chef) και τους γραμματείς των επιμέρους τμημάτων (greffiers de chambre).[142]

45. Οι βασικότεροι διοικητικοί σχηματισμοί του γαλλικού ακυρωτικού είναι η γενική συνέλευση (assemblée générale), που συνεδριάζει πάντοτε κεκλεισμένων των θυρών, και το γραφείο (bureau)[143]. Όσον αφορά τους δικαιοδοτικούς σχηματισμούς του, αυτοί οφείλουν τη διαμόρφωσή τους στο γεγονός ότι το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο, ακριβώς λόγω του προαναφερόμενου διττού ρόλου που καλείται να επιτελέσει, είναι μοναδικό για όλη την επικράτεια και συνεπώς πρέπει να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο που να του επιτρέπει να αντεπεξέρχεται ανά πάσα στιγμή στον όγκο των υποθέσεων που έχει να εκδικάσει, πράγμα που επιτυγχάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό με τη διαίρεσή του σε τμήματα. Η διαίρεση, βέβαια, αυτή, αν και γίνεται για να μπορέσει το γαλλικό ακυρωτικό να φέρει σε πέρας την αποστολή του, οδηγεί, ωστόσο, στο παράδοξο να υπονομεύει στη βάση της την εκπλήρωση αυτής της αποστολής, ιδίως όσον αφορά την ενοποίηση της νομολογίας, αφού δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα επιμέρους τμήματα εκδίδουν αντιφατικές αποφάσεις επί των ιδίων νομικών ζητημάτων, φαινόμενο που επιχειρείται, όμως, να αντιμετωπισθεί με τη δημιουργία μεικτών τμημάτων και σε ορισμένες περιπτώσεις με τη συγκρότηση της ολομέλειας του γαλλικού ακυρωτικού.

46. Οι μόνιμοι δικαιοδοτικοί σχηματισμοί του cour de cassation είναι έξι [6] και ειδικότερα το πρώτο, δεύτερο και τρίτο πολιτικό τμήμα (première, deuxième et troisième chambre civile), το εμπορικό – οικονομικό τμήμα (chambre commerciale et financière), το τμήμα εργατικών και ασφαλιστικών υποθέσεων (chambre sociale) και το ποινικό τμήμα (chambre criminelle)[144]. Κάθε ένα εκ των ανωτέρω τμημάτων έχει επικεφαλής έναν εκ των προέδρων των τμημάτων και συγκροτείται από τρία [3] μέλη, αν η επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς είναι προφανής, και από πέντε [5] μέλη στην αντίθετη περίπτωση, πράγμα που σημαίνει ότι πριν από τη συζήτηση της κάθε υποθέσεως προηγείται μια αξιολόγηση των δυσχερειών που αυτή εμφανίζει.

47. Πέραν από τα ως άνω τμήματα το γαλλικό ακυρωτικό διαθέτει και δικαιοδοτικούς σχηματισμούς που δεν είναι μόνιμοι, αλλά συνέρχονται κατά περίπτωση, όπως τα μεικτά τμήματα και η ολομέλεια[145]. Τα πρώτα συντίθενται από εκπροσώπους τουλάχιστον τριών τμημάτων[146] και συνέρχονται[147] i) προαιρετικά, προς αποφυγήν εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αφενός μεν α) όταν η υπόθεση άπτεται της αρμοδιότητας περισσοτέρων του ενός τμημάτων, αφετέρου δε β) όταν η φύση της κρινόμενης διαφοράς έχει οδηγήσει ή είναι πρόσφορη να οδηγήσει σε αποκλίνουσες δικαιοδοτικές κρίσεις και ii) υποχρεωτικά, α) όταν υπάρχει ισοψηφία, δεδομένου ότι η περιττή σύνθεση των επιμέρους τμημάτων του γαλλικού ακυρωτικού προβλέπεται μεν από το νόμο, αλλά δεν είναι υποχρεωτική και β) με σχετική αίτηση του εισαγγελέα του γαλλικού ακυρωτικού πριν από την έναρξη της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του αρμόδιου επιμέρους τμήματος.

48. Η ολομέλεια συντίθενται από εκπροσώπους όλων των τμημάτων, περιλαμβάνοντας κατ’ ανώτατο όριο 19 δικαστές, τον πρόεδρο του γαλλικού ακυρωτικού ως επικεφαλής, τους έξι [6] προέδρους των επιμέρους τμημάτων, τους έξι [6] αρχαιότερους δικαστές (conseillers doyens) και ένα δικαστή από κάθε ένα εκ των έξι [6] επιμέρους τμημάτων (1+6+6+6=19) [148] και συνέρχεται[149] i) προαιρετικά για τις υποθέσεις επί των οποίων έχουν εκδοθεί αντιφατικές αποφάσεις είτε μεταξύ των δικαστών της ουσίας είτε μεταξύ των δικαστών της ουσίας και του γαλλικού ακυρωτικού, δεδομένου ότι κατ’ εφαρμογήν της αρχής της οργαν(ωτ)ικής ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, τα κατώτερα ιεραρχικά δικαιοδοτικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα, τόσο γενικά όσο και ειδικά μετά από παραπομπή της υποθέσεως προς επανεκδίκαση, να συμμορφώνονται με τις δικαιοδοτικές κρίσεις του ακυρωτικού και ii) υποχρεωτικά, και πάλι με σχετική αίτηση του εισαγγελέα του γαλλικού ακυρωτικού, καθώς και μετά την άσκηση και δεύτερης αναιρέσεως επί της ίδιας υποθέσεως και για τους ίδιους λόγους, στη όχι και τόσο συχνή περίπτωση που γίνεται δεκτή η πρώτη αναίρεση και η υπόθεση παραπέμπεται να επανεκδικαστεί από το εκδόσαν την αναιρεθείσα απόφαση δικαιοδοτικό όργανο, πλην, όμως, το τελευταίο, στα πλαίσια της οργαν(ωτ)ικής του ανεξαρτησίας, αγνοεί τη δικαιοδοτική κρίση του ακυρωτικού και εμμένει στην αρχική άποψή του. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αν στην τελευταία αυτή περίπτωση η ολομέλεια κάνει δεκτή τη δεύτερη αναίρεση και παραπέμψει την υπόθεση για δεύτερη φορά στο εκδόσαν την αναιρεθείσα δικαιοδοτικό όργανο, τότε το τελευταίο είναι υποχρεωμένο να «θυσιάσει» την οργαν(ωτ)ική του ανεξαρτησία και να συμμορφωθεί απολύτως με τη δεύτερη αναιρετική απόφαση[150] και τούτο προς αποτροπή δημιουργίας ενός δικαιοδοτικού φαύλου κύκλου που θα προκαλούσε η αέναη εναλλαγή της μη ευθυγραμμίσεως του κατά παραπομπή δικάζοντος δικαιοδοτικού οργάνου και της ασκήσεως συνεχών αναιρέσεων για τους ίδιους λόγους.

49. Η πολιτική υλική αρμοδιότητα του γαλλικού ακυρωτικού περιλαμβάνει την εκδίκαση και την απόρριψη ή αποδοχή των αναιρέσεων (pourvois en cassation) κατά των σε τελευταίο βαθμό (en dernier ressort) αποφάσεων όλων των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων που αναφέρθηκαν ανωτέρω[151]. Η βασική ιδιαιτερότητα του περιεχομένου της υλικής του αρμοδιότητας στην οποία έγκειται συνάμα και η πρωτοτυπία της συλλήψεως της ιδρύσεώς του, είναι ότι το γαλλικό ακυρωτικό δεν ασχολείται με την ουσία, ήτοι με τα πραγματικά περιστατικά (fait), των υποθέσεων που κρίνει, αλλά εξετάσει μόνο την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (droit) από τα κατώτερα δικαιοδοτικά όργανα[152], δηλαδή, όπως λέγεται περιεκτικά, το γαλλικό ακυρωτικό κρίνει την απόφαση και όχι την υπόθεση (elle juge le jugement et non l’affaire) και για το λόγο αυτόν δεν συνιστά τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου, οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν την ουσία της υποθέσεως ή συνδυάζουν το νομικό της μέρος με την ουσία της απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Στην περίπτωση που το γαλλικό ακυρωτικό κάνει δεκτή την ενώπιον του ασκηθείσα αναίρεση, τότε εξαφανίζει και ακυρώνει (casse et annule) την αναιρεσιβληθείσα απόφαση και αν η υπόθεση πρέπει να επανακριθεί στην ουσία της, τότε την παραπέμπει στο εκδόσαν την αναιρεθείσα απόφαση δικαιοδοτικό όργανο[153], στη δε αντίθετη περίπτωση την κρατά και την δικάζει το ίδιο[154]. Τέλος, το γαλλικό ακυρωτικό μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες της αναιρεσιβληθείσης αποφάσεως με τις δικές του, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το διατακτικό της αποφάσεως αυτής δεν πάσχει.

 

Βιβλιογραφία
Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ:Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993, Ρεντούλης Π., Τα ασφαλιστικά μέτρα στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, μεταπτυχιακή εργασία εκπονηθείσα στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. του Τομέα Β΄ Ιδιωτικού Δικαίου (Αστικού Δικονομικού Δικαίου) του Ε.Κ.Π.Α. στο μάθημα ΄΄Σύγχρονα θέματα δικονομικού δικαίου΄΄, Αθήνα Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2003, Ρεντούλης Π., Η εξέλιξη του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου και η αλληλεπίδρασή του με το ελληνικό, Δ.37(2006).443-465 Β. ΓΑΛΛΙΚΗ:Cadiet L. (professeur à l’Université Panthéon – Sorbonne [Paris I]), Découvrir la justice, Éditions Dalloz, Paris 1997, Cadiet L. – Guinchard S., Le double degré de juridiction, dans ΄΄Justice et double degré de juridiction΄΄, Justices – Revue Générale de Droit Processuel, Éditions Dalloz, Paris 1996, Couchez G., Procédure Civile, 9e Édition, Éditions Sirey, Paris 1996, Hilaire J. (professeur émérite à l’Université Panthéon – Assas [Paris II]), Un peu d’histoire, dans ΄΄Justice et double degré de juridiction΄΄, Justices – Revue Générale de Droit Processuel, Éditions Dalloz, Paris 1996, Molfessis N. (professeur à l’Université de Tours), La protection constitutionnelle, dans ΄΄Justice et double degré de juridiction΄΄, Justices – Revue Générale de Droit Processuel, Éditions Dalloz, Paris 1996, Perrot R., Les mesures provisoires en droit français dans ΄΄Les mesures provisoires en procédure civile΄΄, Atti Del Colloquio Internazionale organisé par l’Universita Degli Studi Di Milano, 12-13 Octobre 1984 a cura di Giuseppe Tarzia, Milano – Dott. A. Giuffrè Editore 1985, Régoli H., Institutions Judiciaires, 4e édition, Paris 2003, Taisne J.-J., Institutions Judiciaires, Mémentos Dalloz (série droit privé), 7e édition, Paris 2000, Vincent J. – Guinchard S. – Montagnier G. – Varinard An., Institutions Judiciaires, Organisation – Juridictions – Gens de justice, 7e Édition, Paris 2003

 

[1] Για την ιστορική εξέλιξη των γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[2] J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Le service public de la justice, Chapitre 3, Section 1, §1, n.872-873, σελ.162-163.

[3] J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, §1-1, σελ.15-16.

[4] Βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).452-453, §12 υποσημείωση [49]. Κατά συνέπεια, οι όροι «πρωτοβάθμιο» και «δευτεροβάθμιο» δεν πρέπει να ούτε να συνδέονται ούτε να πολύ περισσότερο να συγχέονται με την ιεραρχική θέση που κατέχει ένα συγκεκριμένο δικαιοδοτικό όργανο εντός του συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης, δοθέντος ότι οι όροι αυτοί σχετίζονται αποκλειστικά και μόνο με το πόσες φορές εισάγεται προς κρίση στο σύνολό της η ίδια υπόθεση. Με τη λογική αυτή θα μπορούσαν να υπάρξουν και τριτοβάθμια, τεταρτοβάθμια κ.ο.κ. δικαιοδοτικά όργανα, όταν η ίδια υπόθεση κρινόταν για τρίτη ή για τέταρτη φορά, αν αυτό δεν απαγορευόταν στη Γαλλία (όπως και στην Ελλάδα), απαγόρευση που λόγω της σημασίας της έχει αναγορευτεί στη βασική αρχή του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου «του διπλού βαθμού δικαιοδοσίας» (principe du double degré de juridiction).

[5] J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, §1-2, σελ.16.

[6] Στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο ασφαλιστικό μέτρο καλείται κάθε μέτρο που μπορεί να τροποποιηθεί μεταγενέστερα με αντίθετη δικαστική απόφαση, ώστε η λήψη του να αποτελεί λιγότερο μια παρένθεση στο παρόν και περισσότερο μια επιφύλαξη για το μέλλον (Π. Ρεντούλης, βιβλ.2003, Κεφάλαιο Α΄: Ορισμός και σκοπός των ασφαλιστικών μέτρων, ενότ.1, §024, σελ.18), βλ. και R. Perrot, βιβλ., αριθ.2, σελ.152, όπου αναφέρεται επί λέξει «Conçue de cette manière, la mesure provisoire exprime moins une parenthèse dans la durée, qu’ une réserve dans l’ avenir…».

[7] J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, §1-3, σελ.16.

[8] J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, §1-4, σελ.16-17.

[9] Βλ. άρθ.591 επ. ΚΠολΔ.

[10] π.χ. το μονομελές πρωτοδικείο, αναλόγως το πού εντάσσεται υλικά η διαφορά που κρίνει ακολουθεί είτε τους κανόνες της τακτικής είτε τους κανόνες της εκάστοτε ειδικής διαδικασίας, χωρίς μάλιστα να κωλύεται στα πλαίσια της ίδιας δίκης να δικάσει ως προς ορισμένα διάδικα μέρη με την τακτική και ως προς ορισμένα με την ειδική διαδικασία που τους αρμόζει, βλ. και άρθ.591 §2 ΚΠολΔ.

[11] J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, §1-5, σελ.17.

[12] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Ι, 1094b 29-30, 1095a 1: «ἕκαστος δὲ κρίνει καλῶς ἅ γιγνώσκει, καὶ τούτων ἐστὶν ἀγαθός κριτής. καθ’ ἕκαστον μὲν ἄρα ὁ πεπαιδευμένος, ἀπλῶς δ’ ὁ περὶ πᾶν πεπαιδευμένος.»

[13] J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, §1-6, σελ.17-18.

[14] Βλ. art.L311-10 COJ

[15] Βλ. art.945-1 NCPC και art.L311-10 COJ

[16] J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, §1-7, σελ.18.

[17] J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, §1-8, σελ.18.

[18] Βλ. art.711-1 COJ

[19] L. Cadiet, βιβλ., 2e Partie: La justice à l’œuvre, Chapitre 2: Les éléments du décor, Section 1, §1A, ενότ.1, σελ.124-126, G. Couchez, βιβλ., Chapitre 1, Section 1, §1, n.23-26, σελ.19-22, H. Régoli, βιβλ., Chapitre 5, §1, n.86-101, σελ.46-53, J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, Titre I, Chapitre I, Section 1, §1, σελ.20-23, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les juridictions, Chapitre 1, Section 1, §1, n.185-198, σελ.357-367.

[20] Για την ιστορική τους εξέλιξη βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[21] art.L311-1 COJ

[22] art.L311-5 COJ

[23] Σήμερα, υπάρχουν και λειτουργούν εκατόν εβδομήντα πέντε [175] πολυμελή πρωτοδικεία στη μητροπολιτική Γαλλία και έξι [6] στα υπερπόντια γαλλικά εδάφη.

[24] Σε κάθε τμήμα προεδρεύει ένας αντιπρόεδρος, πλην ενός στο οποίο προεδρεύει απευθείας ο πρόεδρος του πολυμελούς πρωτοδικείου.

[25] π.χ. το πολυμελές πρωτοδικείο του Παρισιού διαιρείται σε τριάντα ένα [31] τμήματα και της Μασσαλίας σε έντεκα [11].

[26] art.L311-16 COJ

[27] Για το κριτήριο της διακρίσεως μεταξύ τακτικών και εξειδικευμένων πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων βλ. ανωτ. υπό [§07].

[28] art.L311-6 §1 COJ

[29] art.L311-8 COJ. Η ελάχιστη σύνθεση ενός γαλλικού πολυμελούς πρωτοδικείου περιλαμβάνει έναν πρόεδρο και δύο δικαστές. Οργανικά εντάσσονται σε αυτό τα μέλη της εισαγγελίας (ministère public, βλ. art.L311-14/15 COJ) και της γραμματείας (greffe). Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι τα πιο σημαντικά πολυμελή πρωτοδικεία, έχουν περισσότερα μέλη ανά τμήμα και ανά τομέα.

[30] art.L311-7 COJ

[31] art.L311-9 COJ

[32] art.L311-6 §2 COJ

[33] artR311-11 COJ

[34] art.L311-11 §2 COJ

[35] art.L311-10-1 COJ (L.85-677/5.7.1985)

[36] art.L312-1 και R312-1 COJ

[37] art.R431-1 και R432-1 COJ

[38] art.808-813 NCPC και R311-12 COJ

[39] art.L312 και L312-1 COJ (L.91-650/9.7.1991)

[40] art.L311-11 §1 COJ

[41] art.L.311-10 §§2&3, L.311-10-1 §2, L311-11 §3, L.311-12-2 COJ

[42] Δηλαδή δεν περιλαμβάνονται σε αυτές οι εμπορικές, οι εργατικές και οι ασφαλιστικές διαφορές (contentieux commercial et social).

[43] art.R311-1 COJ

[44] art.L321-2 COJ

[45] art.L321-2 COJ σε συνδυασμό με το art.L331-2 COJ που καθορίζει τη βασική υλική αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων εγγύτητας, βλ. κατωτ. υπό [§077].

[46] art.L312-1 COJ

[47] art.L312-2 COJ

[48] art.L312-7 COJ

[49] art.L311-10-1 COJ (L.85-677/5.7.1985), art.R311-4 COJ

[50] art.L312-3 COJ

[51] art.R311-2 COJ

[52] art.R312-5 COJ

[53] art.L311-3 και L411-3 COJ

[54] L. Cadiet, βιβλ., 2e Partie: La justice à l’œuvre, Chapitre 2: Les éléments du décor, Section 1, §1A, ενότ.2, σελ.126-128, G. Couchez, βιβλ., Chapitre 1, Section 2, §1, n.31, σελ.24-25, H. Régoli, βιβλ., Chapitre 6, Section 1, n.105-114, σελ.56-60, J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, Titre I, Chapitre I, Section 1, §1, σελ.23-25, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les juridictions, Chapitre 2, Section 1, Sous-section 1, §1-3, n.211-218, σελ.376-381.

[55] Για την ιστορική τους εξέλιξη βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[56] Σήμερα υπάρχουν στη Γαλλία συνολικά τετρακόσια εβδομήντα τρία [473] μονομελή πρωτοδικεία που αντικατέστησαν δύο χιλιάδες ενενήντα δύο [2.092] ειρηνοδικεία. Από αυτά τα τετρακόσια εξήντα δύο [462] βρίσκονται στη μητροπολιτική Γαλλία, τέσσερα [4] στη Γουαδελούπη, τρία [3] στη Μαρτινίκα και τέσσερα [4] στο Île de la Réunion.

[57] art.L321-1 COJ

[58] art.L321-3 COJ

[59] Η γαλλική επικράτεια διαιρείται σε περιοχές (régions), οι περιοχές διαιρούνται σε νομούς,(départements),οι νομοί σε arrondissements και τα arrondissements σε καντόνια (cantons).

[60] art.L321-4 COJ

[61] art.L321-5 & R321-33 - R321-43 COJ

[62] art.R321-35 COJ, π.χ. στην περιοχή του Παρισιού υπάρχει ένας δικαστής – διευθυντής (juge - directeur).

[63] art.R321-34 §2 COJ

[64] Για το κριτήριο της διακρίσεως αυτής, βλ. ανωτ. υπό [§06].

[65] art.L321-2-3 COJ

[66] art.L321-2-1 COJ. Σύμφωνα με το επόμενο άρθρο (L.321-2-2 COJ), τα μονομελή πρωτοδικεία δικάζουν σε πρώτο βαθμό και τις αγωγές αποβολής εκείνων που διαμένουν σε ακίνητα χωρίς δικαίωμα ή τίτλο. Από το εύρος των μισθωτικών διαφορών που υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων εξαιρούνται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου L321-2-1 §2 COJ, οι περιπτώσεις των άρθρων L145-1 και L145-2 CCom που αφορούν στις εμπορικές μισθώσεις.

[67] art.L322-1 & L322-2 COJ

[68] Στη γαλλική νομική ορολογία η επιτροπεία μη χειραφετημένων ανηλίκων και η στερητική δικαστική συμπαράσταση ονομάζεται tutelle, ενώ η επιτροπεία χειραφετημένων ανηλίκων και η επικουρική δικαστική συμπαράσταση ονομάζεται curatelle.

[69] art.L331-9 COJ

[70] art.848-852, 1406 §1, 1425-2 NCPC & art.R321-3 COJ

[71] art.L323-1 COJ

[72] H. Régoli, βιβλ., Chapitre 6, Section 6, n.151-157, σελ.75-77, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les juridictions, Chapitre 2, Section 1, Sous-section 2, n.2181-2185, σελ.381-384.

[73] art.L331-1 COJ

[74] art.L331-6 COJ

[75] art.L331-7 COJ

[76] art.L331-8 COJ

[77] art.L331-9 COJ

[78] Αυτή η δυνατότητα καταφυγής στο δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου έκανε τον Judith Rochfeld να επισημάνει ότι τo juridiction de proximité είναι «juridiction - humilité».

[79] art.L331-4 COJ

[80] H. Régoli, βιβλ., Chapitre 17, Section 2, n.364-366, σελ.186-188, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les gens de justice, Chapitre 2, n.4931, σελ.635-636.

[81] π.χ. τέτοιες διαφορές μπορεί να προκύψουν από την υπαναχώρηση εκ συμβάσεως ή από αγωγή ακυρώσεως συμβάσεως, εφόσον η αξία της ενοχής που απορρέει από τη σύμβαση αυτή δεν υπερβαίνει το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων εύρων [4.000,00.-€].

[82] art.L331-2 §2 COJ.

[83] L. Cadiet, βιβλ., 2e Partie: La justice à l’œuvre, Chapitre 2: Les éléments du décor, Section 1, §1B, ενότ.1, σελ.129-131, G. Couchez, βιβλ., Chapitre 1, Section 2, §2, n.32-36, σελ.25-26, H. Régoli, βιβλ., Chapitre 6, Section 2, n.115-128, σελ.60-65, J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, Titre I, Chapitre I, Section 1, §2, ενότ.Α1, σελ.25-28, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les juridictions, Chapitre 2, Section 2, Sous-section 1, §1-7, n.219-233, σελ.384-391.

[84] Για την ιστορική τους εξέλιξη βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[85] Μέχρι την 1.1.2000 υπήρχαν συνολικά εκατόν ενενήντα ένα [191] εμποροδικεία στη γαλλική επικράτεια.

[86] art.L411-1 και L411-2 COJ

[87] Η δωρεάν προσφορά των υπηρεσιών των εμποροδικών συνιστά και έναν από τους σημαντικότερους λόγους που ο Γάλλος νομοθέτης «διστάζει» να προβεί στην κατάργηση των εμποροδικείων.

[88] art.L412-11 COJ

[89] art.L412-1 COJ

[90] art.L411-4 COJ

[91] art.L411-5 COJ

[92] art.R411-4 COJ

[93] art.872-876 NCPC

[94] L. Cadiet, βιβλ., 2e Partie: La justice à l’œuvre, Chapitre 2: Les éléments du décor, Section 1, §1B, ενότ.2, σελ.131-133, G. Couchez, βιβλ., Chapitre 1, Section 2, §3, n.37-41, σελ.26-29, H. Régoli, βιβλ., Chapitre 6, Section 3, n.129-141, σελ.66-70, J.-J. Taisne,. βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, Titre I, Chapitre I, Section 1, §2, ενότ.Β1, σελ.28-31, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les juridictions, Chapitre 2, Section 2, Sous-section 2, §1-7, n.234-262, σελ.392-403.

[95] Για την ιστορική τους εξέλιξη βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[96] art.R422-1 COJ και R512-3 COT

[97] Μέχρι τότε τα εργατοδικεία κάλυπταν μόνο το ένα πέμπτο [1/5] της γαλλικής επικράτειας, έχοντας διάφορη υλική αρμοδιότητα το ένα από το άλλο, δεδομένου ότι αυτή καθοριζόταν ευθέως από τα τμήματα που ιδρύονταν για το καθένα, τα οποία δεν ήταν τα ίδια σε κάθε εργατοδικείο.

[98] art.L511-3 COT

[99] art.L420-1 COJ

[100] art.R513-116 COT

[101] art.R518-1 COT

[102] art.R721-1 & R721-2 COJ

[103] art.L514-10 & R514-4 COT

[104] art.L514 COJ

[105] art.L515-1 και R515-1 COT

[106] art.R526-26 - R526-29 COT

[107] art.L515-1 & R526-30 - R526-35 COT

[108] art.L515-1 & R515-1 COT

[109] art.R517-1 COT

[110] L. Cadiet, βιβλ., 2e Partie: La justice à l’œuvre, Chapitre 2: Les éléments du décor, Section 1, §1B, ενότ.4, σελ.135-136, H. Régoli, βιβλ., Chapitre 6, Section 5, n.148-150, σελ.73-75, J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, Titre I, Chapitre I, Section 1, §2, ενότ.Β2, σελ.31-32, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les juridictions, Chapitre 2, Section 2, Sous-section 4, n.268-271, σελ.406-407.

[111] Για την ιστορική τους εξέλιξη βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[112] art.L441-1 COJ

[113] art.L441-2 COJ

[114] art.L442-1 έως 442-5 COJ

[115] art.L441-2 COJ

[116] art.L441-1 COJ

[117] art.L443-1 σε συνδυασμό με το art.R321-1 COJ

[118] art.893-898 NCPC

[119] art.L442-5, L.443-4 και L443-5 COJ

[120] L. Cadiet, βιβλ., 2e Partie: La justice à l’œuvre, Chapitre 2: Les éléments du décor, Section 1, §1B, ενότ.3, σελ.134-135, G. Couchez, βιβλ., Chapitre 1, Section 2, §4, n.42, σελ.29, H. Régoli, βιβλ., Chapitre 6, Section 4, n.142-147, σελ.70-73, J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, Titre I, Chapitre I, Section 1, §2, ενότ.Β3, σελ.32, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les juridictions, Chapitre 2, Section 2, Sous-section 3, n.263-267, σελ.403-406.

[121] Για την ιστορική τους εξέλιξη βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[122] Η σύνθεση των εν λόγω δικαιοδοτικών οργάνων όσο και των CNITAAT μεταβλήθηκε με νομοθετική παρέμβαση εν έτει 2002, διότι η ολομέλεια του γαλλικού ακυρωτικού έκρινε ότι η παλαιά σύνθεσή τους δεν πληρούσε τους όρους ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που επιτάσσει το άρθρο 6 §1 CEDH (Cass Ass Plén. 22 décembre 2000: Bull. n.12, JCP2001.351).

[123]. G. Couchez, βιβλ., Chapitre 1, Section 1, §2, n.27-30, σελ.22-24, H. Régoli, βιβλ., Chapitre 7, n.158-177, σελ.79-85, J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, Titre I, Chapitre II, Section 1, §1-2, σελ.42-46, J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, βιβλ., Les juridictions, Chapitre 1, Section 2, §1-2, n.199-209, σελ.367-374. Βλ. και στο δικτυακό τόπο http://citserv3.univ-st-etienne.fr. Ειδικά για την αρχή του διπλού βαθμού δικαιοδοσίας βλ. L. Cadiet – S. Guinchard, βιβλ., σελ.1-8, J. Hilaire, βιβλ., σελ.9-16 και N. Molfessis, βιβλ., σελ.17-33

[124] Για την ιστορική τους εξέλιξη βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[125] art.L211-1 COJ

[126] Le territoire métropolitain de la France est divisé en régions judiciaires qui comprennent en général plusieurs Départements. A la tête de chacune de ces régions se trouve une Cour d'appel. Les Départements et les Territoires d'Outre-Mer constituent chacun une région qui dispose d'une Cour d'appel (La Réunion, La Guadeloupe, La Martinique, La Polynésie Française, La Nouvelle Calédonie). En revanche à Saint Pierre et Miquelon est institué un Tribunal supérieur d'Appel et à la Guyane fonctionne une Chambre détachée de la Cour d'Appel siégeant à Fort-de-France (Martinique)

[127] art.L212-1 & R.212-1 COJ

[128] π.χ. το εφετείο του Παρισιού έχει είκοσι πέντε [25] τμήματα, του Aix δεκαέξι [16] και της Lyon επτά [7].

[129] art.L222-1 & L222-2 COJ

[130] art.L223-1 COJ

[131] art.R213-13, R761-1 - R761-50 & R763-1 COJ.

[132] art.L213-1 & L213-2 COJ

[133] art.R212-5 COJ

[134] art.956-959 NCPC

[135] art.524-526 NCPC, βλ. και Π. Ρεντούλης, βιβλ.2003, Κεφάλαιο Γ΄: Η διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ενότ.3, §163-165, σελ.120-121

[136] G. Couchez, βιβλ., Chapitre 1, Section 3, §1-2, n.43bis-47bis, σελ.30-34, H. Régoli,βιβλ., Chapitre 11, n.261-272, σελ.125-132, J.-J. Taisne, βιβλ., Livre I, 1re partie: Les juridictions, Titre I, Chapitre II, Section 2, §1-2, σελ.46-52. Βλ. και στο δικτυακό τόπο http://citserv3.univ-st-etienne.fr.

[137] art.L111-1 COJ

[138] Για την ιστορική του εξέλιξη βλ. Π. Ρεντούλης, βιβλ. Δ.37(2006).443-465.

[139] Για τη σύνθεσή του βλ. art.R121-2 COJ.

[140] Ο πρόεδρος του γαλλικού ακυρωτικού, πέρα από τα διοικητικά του καθήκοντα, όπως π.χ. την κατανομή των προέδρων και των δικαστών στα επιμέρους τμήματα, στα μικτά τμήματα και στην ολομέλεια, τον καθορισμό των ειδικότερων παραμέτρων συστάσεως των μεικτών τμημάτων κ.ά., προεδρεύει στη γενική συνέλευση, καταθέτει ετήσια αναφορά στον Υπουργό Δικαιοσύνης περί της καταστάσεως στη δικαιοσύνη (art.R131-12 COJ), η οποία συνιστά ταυτόχρονα και έκκληση προς το νομοθέτη για τις δέουσες μεταρρυθμίσεις, προεδρεύει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (Conseil Supérieur de la Magistrature) όταν αυτό συνέρχεται για να κρίνει πειθαρχικά παραπτώματα, προεδρεύει προαιρετικά σε ένα από τα επιμέρους τμήματα (art.L131-1 COJ) και υποχρεωτικά κατά κανόνα στα μεικτά τμήματα (art.L121-5 COJ) και πάντοτε στην ολομέλεια (art.L121-6 COJ.

[141] art.L131-7 COJ

[142] art.L121-1 COJ

[143] art.R121-1 COJ

[144] art.L121-3 και R121-3 COJ

[145] art.L121-4 COJ

[146] art.L121-5 COJ

[147] art.L131-2 §1 & L.131-3 §2 COJ

[148] art.L121-6 COJ

[149] art.L131-2 §2 & L.131-3 §2 COJ

[150] art.L131-4 §2 COJ

[151] Με το L.15.5.1991, στα πλαίσια της προσπάθειας περιορισμού των υποθέσεων που φθάνουν στο ανώτατο ακυρωτικό, δόθηκε στα κατώτερα πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα η δυνατότητα να ζητούν γνωμοδοτήσεις από αυτό για νομικά ζητήματα δυσχερή που εμφανίζονται για πρώτη φορά και παρουσιάζονται σε σημαντικό αριθμό υποθέσεων. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές παρέχονται από ειδική σύνθεση του γαλλικού ακυρωτικού στην οποία προεδρεύει ο πρόεδρός του. Στατιστικά αναφέρεται ότι κατά το έτος το 2000 ζητήθηκαν από τα κατώτερα δικαιοδοτικά όργανα συνολικά δεκατρείς [13] γνωμοδοτήσεις.

[152] art.L111-2 COJ

[153] art.L131-4 §1 COJ

[154] art.L131-5 COJ