Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Μη επιτρεπτό επικουρικής ή διαζευκτικής εναγωγής

Παντελεήμων Ρεντούλης

Μη επιτρεπτό επικουρικής ή διαζευκτικής εναγωγής

Παρατηρήσεις στην 59/2009 ΜΠρΖακ

Δημοσιευμένο στο ΕφΑΔ 2010 σ. 1109-1113

1. Εισαγωγή

1. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε με το ζήτημα του δικονομικώς επιτρεπτού ή μη της διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων. Πρόκειται στην ουσία για δύο διαφορετικά ζητήματα εκ των οποίων, κατά την κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη, το μεν πρώτο, η διαζευκτική εναγωγή, συνάπτεται με την αοριστία του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, το δε δεύτερο, η επικουρική εναγωγή, με το απαράδεκτο της υποβολής αιτήσεως δικαστικής προστασίας τελούσης υπό αίρεση.

2. Όπως γίνεται αντιληπτό και από το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης αποφάσεως (ενότ. 2), η κρατούσα στη νομολογία άποψη θεωρεί αδιάστικτα (και πολλές φορές αδίστακτα για τον εκάστοτε δυστυχή διάδικο) απαράδεκτη τόσο τη διαζευκτική όσο και την επικουρική εναγωγή περισσοτέρων προσώπων.

3. Ωστόσο, για να δοθεί μία συνεπής απάντηση στο ανωτέρω ζήτημα επιβάλλεται κατά πρώτον να ορισθούν οι έννοιες της διαζευκτικής και επικουρικής εναγωγής (ενότ. 3), κατά δεύτερον να προσδιορισθούν οι δικονομικές συνέπειες που επιφέρει ο ανωτέρω τρόπος ασκήσεως ενός εισαγωγικού της δίκης δικογράφου (ενότ. 4) και τέλος να εξαχθούν τα σχετικά συμπεράσματα (ενότ. 5).

2. Περιεχόμενο αποφάσεως

4. Η σχολιαζόμενη απόφαση, επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 § 1 και 219 § 1 ΚΠολΔ, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω ακυρότητας του δικογράφου της, αγωγή που είχε ασκηθεί από υπερθεματιστή κατά συμβολαιογράφου υπό την ιδιότητά της ως υπαλλήλου πλειστηριασμού και επικουρικώς κατά της επισπευδούσης την εκτέλεση τράπεζας, για την περίπτωση που η αγωγή απορριπτόταν ως προς την πρώτη εναγομένη και συγκεκριμένα ζητούσε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να της επιστρέψει το σώμα της ένδικης τραπεζικής επιταγής ή το ληφθέν εξ αυτής αντάλλαγμα, άλλως και επικουρικώς να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να της επιστρέψει το σώμα της ίδιας επιταγής ή το ληφθέν εξ αυτής αντάλλαγμα, για την περίπτωση που είχαν εν τω μεταξύ παραδοθεί σε αυτήν από την πρώτη είτε το σώμα της εν λόγω επιταγής είτε το αντάλλαγμα.

3. Ορισμός εννοιών

5. Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη, διαζευκτική εναγωγή υπάρχει, όταν περισσότερα πρόσωπα ενάγουν ή ενάγονται, χωρίς να προσδίδεται σε κάποιο από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του δικαιούχου ή υπόχρεου από την έννομη σχέση της δίκης,

αντίστοιχα[1]. Εξ απόψεως ορολογίας, θα μπορούσε να γίνει λόγος για ενεργητική, παθητική ή αμφίπλευρη διαζευκτική εναγωγή, αναλόγως με το εάν η διάζευξη ασκήσεως της αγωγής παρατηρείται στην πλευρά των εναγόντων, των εναγομένων ή και των δύο πλευρών, αντίστοιχα.

6. Από την άλλη, επικουρική εναγωγή υπάρχει όταν κάποιο πρόσωπο ενάγει ή ενάγεται για την περίπτωση της απορρίψεως της αγωγής ως προς το αμέσως προηγούμενο ενεργητικό ή παθητικό υποκείμενο της δίκης, αντίστοιχα[2]. Ομοίως, εξ απόψεως ορολογίας, θα μπορούσε να γίνει λόγος για ενεργητική, παθητική ή αμφίπλευρη επικουρική εναγωγή, αναλόγως με το εάν η αίρεση ασκήσεως της αγωγής παρατηρείται στην πλευρά των εναγόντων, των εναγομένων ή και των δύο πλευρών, αντίστοιχα.

7. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι και οι δύο ως άνω περιπτώσεις δεν συνιστούν ενεργητική ή παθητική ομοδικία[3], διότι οι περισσότεροι διαζευκτικώς ή επικουρικώς ενάγοντες ή εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί του ίδιου δικαιώματος ή υποχρεώσεως, αντίστοιχα, πλην, όμως, στην μεν διαζευκτική εναγωγή το πρόσωπο του κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχου ή υπόχρεου δεν καθορίζεται εκ των προτέρων, στη δε επικουρική το πρόσωπό τους καθορίζεται υπό την αίρεση της απορρίψεως ή μη της αγωγής ως προς τον αμέσως προηγούμενο ενάγοντα ή εναγόμενο.

4. Δικονομικές συνέπειες

8. Σύμφωνα με την κρατούσα στη νομολογία και στη θεωρία άποψη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 § 1 και 219 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι τα υποκείμενα της εννόμου σχέσεως της δίκης πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή κατά τρόπο ορισμένο και θετικό. Αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη υπάρξεως σαφήνειας και βεβαιότητας ως προς την ύπαρξη των υποκειμένων της δίκης. Συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή με την έννοια ότι στην μεν πρώτη περίπτωση το πρόσωπο του κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχου ή υπόχρεου είναι αόριστο, στη δε δεύτερη ορίζεται, πλην, όμως αποκρυσταλλώνεται εκ των υστέρων αναλόγως με την πλήρωση ή μη της αιρέσεως της απορρίψεως της αγωγής ως προς τον αμέσως προηγούμενο ενάγοντα ή εναγόμενο[4].

9. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων, η αγωγή είναι απαράδεκτη λόγω της ακυρότητας του δικογράφου, η οποία δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής ως προς το πρόσωπο των διαδίκων, επί δε της επικουρικής εναγωγής λόγω της απαράδεκτης ασκήσεως της αγωγής υπό την αίρεση της απορρίψεως της ως προς τον αμέσως προηγούμενο διάδικο[5], ακόμη και για την περίπτωση που η αγωγή ασκείται επικουρικώς από ή κατά του ιδίου προσώπου υπό άλλες, όμως, ιδιότητές του[6]. Γίνεται, όμως, δεκτό ότι σε περίπτωση παθητικής διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, η ακυρότητα αυτή μπορεί να αρθεί με τη νομότυπη μερική παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τους υπολοίπους εναγομένους, οπότε, εν όψει των αναδρομικών, κατ’ άρθρον 295 § 1 ΚΠολΔ συνεπειών της παραιτήσεως, αυτή θεωρείται ότι ασκήθηκε μόνον κατά ενός εξ αυτών[7].

10. Ωστόσο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ύπαρξη περιπτώσεων όπου υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου – ενάγοντος ή του υπόχρεου – εναγομένου. Για τις περιπτώσεις αυτές προτάθηκε από τη θεωρία η κύρια εναγωγή όλων των εμπλεκομένων στην υπόθεση προσώπων δια της ενώσεως περισσότερων αγωγών και η απόρριψη από το δικαστήριο ως αβάσιμων εκείνων των αγωγών οι οποίες αφορούσαν σε πρόσωπα που αποδείχθηκε ότι δεν ήταν δικαιούχοι ή υπόχρεοι στην επίδικη έννομη σχέση[8].

11. Για την περίπτωση δε που ο διάδικος έχει υποπέσει στο σφάλμα της απαράδεκτης διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής προτάθηκε τελευταία στη θεωρία η αντιμετώπιση της ακυρότητας αυτής δια της ενεργοποιήσεως της διατάξεως του άρθρου 236 ΚΠολΔ, στα πλαίσια της οποίας ο δικαστής θα μπορούσε να υποδείξει στον ενάγοντα τη περίσωση του παραδεκτού του δικογράφου της αγωγής του δια της κατά τα άνω μερικής παραιτήσεώς του από αυτό ως προς τους υπολοίπους εναγομένους, πλην ενός[9].

5. Συμπεράσματα

12. Συμπερασματικώς, θα πρέπει κατά πρώτον να θεωρηθεί ορθή η άποψη ότι η διαζευκτική εναγωγή οδηγεί σε αοριστία του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, διότι ο ενάγων, αν και παραθέτει σε αυτό συγκεκριμένη ιστορική βάση, δεν διευκρινίζει ποια είναι τα πρόσωπα των διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή, εάν μεν δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιοι είναι οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχοι και υπόχρεοι θα πρέπει να υπάρξει κύρια εναγωγή όλων των εμπλεκομένων στην επίδικη έννομη σχέση προσώπων, εάν δε υπάρχει τέτοιου είδους αμφιβολία, τότε αντί της διαζευκτικής θα πρέπει να προτιμηθεί η επικουρική εναγωγή. Με άλλες λέξεις, η διαζευκτική εναγωγή δεν έχει λόγο υπάρξεως όχι μόνον σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες, αλλά και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής.

13. Όσον αφορά στην επικουρική εναγωγή, όπως προκύπτει και από την ελάσσονα πρόταση της ίδιας τη σχολιαζόμενης αποφάσεως, αλλά και από άλλες περιπτώσεις που έχουν κατά καιρούς εμφανισθεί στη θεωρία και στη νομολογία[10], η ανάγκη της ανακύπτει κυρίως όταν ο ενάγων δεν μπορεί ανυπαιτίως και εκ των πραγμάτων να καθορίσει ποιος είναι με βάση το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχος ή υπόχρεος στην επίδικη έννομη σχέση και χρειάζεται τη συνδρομή του δικαστηρίου, για να καταστεί δυνατόν μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας, να αποκρυσταλλωθούν τα υποκείμενα της δίκης.

14. Από δικονομική άποψη αυτό σημαίνει ότι το δικόγραφο που περιέχει επικουρική εναγωγή δεν συνιστά άσκηση αγωγής υπό αίρεση, διότι ο ενάγων θέλει ταυτοχρόνως ως διαδίκους όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό ως ενάγοντες ή εναγόμενοι, πράγμα που σημαίνει ότι οι συνέπειες της αγωγής, ιδίως δε η εκκρεμοδικία, δεν τελούν υπό την αίρεση της απορρίψεως της αγωγής για κάποιον εκ των διαδίκων, αλλά ισχύουν ταυτοχρόνως και ανεξαιρέτως για όλους εξ αρχής.

15. Όπως ορθότατα έχει επισημάνει έγκριτο μέλος της ελληνική θεωρίας[11], σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, όπως και σε αυτήν που έκρινε η σχολιαζόμενη απόφαση, ο ενάγων περιμένει ευλόγως από την αποδεικτική διαδικασία να καθορισθεί όχι το ποιοι είναι δικονομικώς οι εναγόμενοι,   -αυτούς, άλλωστε, τους ξέρει έστω και κατά τρόπο οριστό-    αλλά το ποιος είναι ο οφειλέτης του με βάση το ουσιαστικό δίκαιο, διότι αδυνατεί να τον καθορίσει μόνος του εκ των προτέρων.

16. Κατά συνέπεια, στις ως άνω περιπτώσεις που έχουν χαρακτηρισθεί ως «επικουρική εναγωγή», δεν ανοίγουν περισσότερες έννομες σχέσεις δίκης με ξεχωριστή δομική ταυτότητα (υποκείμενο και αντικείμενο) και με αίτημα να ενεργοποιηθεί δικονομικώς η δεύτερη, εφόσον απορριφθεί η πρώτη, ότε και θα επρόκειτο πράγματι για απαγορευόμενη από το άρθρο 219 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου απαράδεκτη άσκηση αγωγής υπό αίρεση, αλλά δημιουργείται μία και μοναδική έννομη σχέση δίκης με παραδεκτό αίτημα να εξετασθεί με συγκεκριμένη σειρά και να προσδιορισθεί από το δικάζον δικαιοδοτικό όργανο ποιοι είναι οι κατά το ουσιαστικό δίκαιο δικαιούχοι και υπόχρεοι από την επίδικη έννομη σχέση.

 

[1] Βλ. και ΑΠ 1821/2007, ΕφΑΔ 2008 σ. 98

[2] Βλ. και ΑΠ 850/2009, ΕφΑΔ 2009 σ. 1225 και Κ. Κεραμεύς, Αρμ. 1985 σ.448

[3] Βλ. και ΑΠ 1543/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[4] Βλ. και ΕφΑθ 7553/2004, ΝοΒ 2005 σ. 694

[5] Βλ. και ΑΠ 1821/2007, ό.π.

[6] Βλ. και ΕφΑθ 7553/2004, ό.π.

[7] Βλ. και ΑΠ 1495/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[8] Γ. Μητσόπουλος, Αρμ 1983 σ. 162-163

[9] Ν. Κατηφόρης, ΕφΑΔ 2008 σ. 99. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η άποψη αυτή, εκτός του ότι είναι πρακτικώς δυσεφάρμοστη, δεν εστιάζει στην αιτία του προβλήματος, αλλά στο αποτέλεσμά του.

[10] π.χ. η αλλεπάλληλη σύγκρουση αυτοκινήτων (καραμπόλα), η αλυσιδωτή ρύπανση του περιβάλλοντος, η ευθύνη περισσότερων προμηθευτών απέναντι στον καταναλωτή, η αξίωση παροχής μίας μόνο δουλείας διόδου έναντι, όμως, περισσοτέρων ιδιοκτητών ομόρων ακινήτων, κατ’ άρθρα 1012 και 1013 ΑΚ

[11] Κ. Μπέης, Δ. 26 σ. 362, του ιδίου, Πολιτική Δικονομία, Η διαλεκτική του δικονομικού δικαίου υπό το άρθ. 219, παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμόν ΕφΑθ 7603/1993.