Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Η αναψηλάφηση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Παντελεήμων Ρεντούλης

Η αναψηλάφηση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2005 σ. 1242-1250

 

Διάγραμμα
1. Γενικές παρατηρήσεις – ορισμός
2. Αποφάσεις υποκείμενες σε αναψηλάφηση
3. Οι ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενοι
4. Η προθεσμία ασκήσεως αναψηλαφήσεως
5. Οι λόγοι αναψηλαφήσεως
6. Τα αποτελέσματα της αναψηλαφήσεως και της επ’ αυτής εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως

 

1. Γενικές παρατηρήσεις – ορισμός[1]

1. Η αναψηλάφηση (recours en révision) αποτελεί την εξέλιξη της λεγόμενης requête civile, δηλαδή, σε ακριβή μετάφραση εκ της γαλλικής, ΄΄της ευγενούς αιτήσεως΄΄, όρος παραπέμπων στην εποχή κατά την οποία ο διάδικος που ήθελε να επιτύχει την ακύρωση μιας δικαστικής αποφάσεως έπρεπε προηγουμένως να ζητήσει την άδεια προς τούτο, υποβάλλοντας μια αίτηση συνταγμένη με όρους που απέπνεαν ευγένεια και σεβασμό. Παρόλο, όμως, που από την εισαγωγή του Κώδικα του 1806 και εντεύθεν τέτοιου είδους «προδικασία ευγένειας» δεν απαιτείτο[2], ο Γάλλος νομοθέτης διατήρησε για το συγκεκριμένο ένδικο μέσο την ίδια ονομασία, αλλά και τις ίδιες αναχρονιστικές τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, θεσπίζοντας μια εξαιρετικά βαριά και δυσκίνητη διαδικασία που διέθετε δυο φάσεις και κατά συνέπεια οδηγούσε στην έκδοση δύο διαφορετικών δικαστικών αποφάσεων, εκ των οποίων η μία αποφαινόταν για το παραδεκτό της αναψηλαφήσεως και η άλλη την έκρινε επί της ουσίας.[3]

2. Από την προγενέστερη ρύθμιση της requête civile ο νέος γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας διατήρησε τους λόγους εκείνους που επιτρέπουν την μεταβολή της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως, μόνο εφόσον έχουν μεσολαβήσει γεγονότα μεταγενέστερα[4] της εκδόσεώς της, εξέλιξη που δικαιολογεί απόλυτα τη μετονομασία του εξεταζόμενου ενδίκου μέσου από ΄΄ευγενή αίτηση΄΄ σε ΄΄προσφυγή αναθεωρήσεως΄΄. Από τη δικαιολογημένα περιορισμένη έως ελάχιστη αυτή διατήρηση των προϊσχυσασών διατάξεων περί αναψηλαφήσεως συνάγεται ότι ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας μεταρρύθμισε ριζικά το ένδικο αυτό μέσο με σημαντικότερες μεταβολές τη δραστική μείωση των λόγων αναψηλαφήσεως από εννέα [9][5] σε τέσσερις [4][6], την άρση των νομολογιακών και θεωρητικών ακροβασιών σχετικά με το πότε η παράβαση της διαδικασίας άνοιγε το δρόμο σε αναίρεση και πότε σε αναψηλάφηση[7], την διεύρυνση του πεδίου των υποκειμένων σε αναψηλάφηση αποφάσεων[8] και την ενοποίηση της διαδικασίας με τη συνακόλουθη έκδοση μίας ενιαίας αποφάσεως αποφαινόμενης τόσο επί του παραδεκτού όσο και επί της ουσίας της ασκηθείσης αναψηλαφήσεως.[9]

3. Ο ανανεωτικός αυτός άνεμος ως προς τη ρύθμιση της αναψηλαφήσεως κάνει αισθητή την παρουσία του ήδη από το πρώτο άρθρο που αφορά στο ένδικο αυτό μέσο, ήτοι από το άρθρο 593 NCPC που ορίζει ότι με την αναψηλάφηση σκοπείται η ακύρωση (ανάκληση) μιας τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να κριθεί η υπόθεση εκ νέου τόσο ως προς τα πραγματικά όσο και ως προς τα νομικά της ζητήματα. Το πρώτο άμεσο συμπέρασμα που συνάγεται από τον ανωτέρω νομοθετικό ορισμό είναι ότι η αναψηλάφηση είναι αμιγώς ένδικο μέσο ανακλήσεως και για το λόγο αυτό, σε αντίθεση με την τριτανακοπή, εισάγεται πάντοτε ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση.[10]

2. Αποφάσεις υποκείμενες σε αναψηλάφηση

4. Σε αντίθεση με την προγενέστερη ρύθμιση που όριζε ότι η αναψηλάφηση επιτρεπόταν μόνο κατά των αποφάσεων που είχαν εκδοθεί σε τελευταίο ή σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, το άρθρο 593 NCPC ορίζει ότι σε αναψηλάφηση υπόκειται κάθε τελεσίδικη (passé en force de chose jugée) δικαστική απόφαση. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ παλαιάς και ισχύουσας ρυθμίσεως δεν είναι άμοιρη πρακτικών συνεπειών, δεδομένου ότι, προ της εισαγωγής των νέων διατάξεων, δεν επιτρεπόταν η άσκηση αναψηλαφήσεως κατά πρωτόδικης αποφάσεως που είχε εκδοθεί στον πρώτο βαθμό, έστω και αν είχε καταστεί τελεσίδικη λόγω της παρόδου της προθεσμίας ασκήσεως των τακτικών ενδίκων μέσων της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως.

5. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την έννοια που έχει ο όρος ΄΄τελεσίδικη απόφαση΄΄ στο γαλλικό δίκαιο[11] σε αναψηλάφηση υπόκεινται[12]: οι αποφάσεις[13] 1) του Εφετείου υπό την προϋπόθεση ότι η αναίρεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, 2) του Εφετείου ακόμα και αν η αναίρεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα υπό τον όρο ότι δεν ασκήθηκε αναίρεση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή ότι η τυχόν ασκηθείσα τοιαύτη απορρίφθηκε, 3) των δικαστηρίων του πρώτου βαθμού που εκδόθηκαν σε τελευταίο βαθμό υπό τον όρο ότι δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας είτε λόγω του είδους τους (κατ’ αντιμωλίαν, πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν) είτε λόγω παρόδου άπρακτης της προβλεπόμενης σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση προθεσμίας και 4) των δικαστηρίων του πρώτου βαθμού που εκδόθηκαν σε πρώτο βαθμό μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως.

6. Αντιθέτως, δεν επιτρέπεται η άσκηση αναψηλαφήσεως[14] κατά[15] 1) των αποφάσεων του Ακυρωτικού[16], 2) των αποφάσεων του Εφετείου, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή ενόσω εκκρεμεί η εκδίκαση του εν λόγω ενδίκου μέσου, υπό την προϋπόθεση ότι η ασκηθείσα αναίρεση έχει εν προκειμένω ανασταλτικό αποτέλεσμα, 3) των αποφάσεων των δικαστηρίων του πρώτου βαθμού που εκδόθηκαν ερήμην και σε τελευταίο βαθμό, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως ή αν ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας, 4) των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που εκδόθηκαν σε πρώτο βαθμό κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως ή αν ασκήθηκε έφεση, 5) των αποφάσεων που έχουν ήδη προσβληθεί με αναψηλάφηση, αν ο αιτών τη δεύτερη αναψηλάφηση διάδικος είναι εκείνος που έχει ζητήσει και την πρώτη, εκτός αν ο λόγος της δεύτερης αναψηλαφήσεως αποκαλύφθηκε μεταγενέστερα από την έκδοση της αποφάσεως επί της πρώτης τοιαύτης[17], 6) των αποφάσεων που αποφαίνονται επί άλλης αναψηλαφήσεως[18]. Περαιτέρω, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν εξοπλίζονται με δεδικασμένο, δεν υπόκεινται σε αναψηλάφηση 7) κατά κανόνα οι αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας[19], 8) οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων (ordonnances de référé), δεδομένου ότι οι εν λόγω διαταγές μπορούν πάντοτε, κατ’ άρθρον 488 al.2 NCPC, να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν σε περίπτωση μεταβολής των πραγμάτων και 9) κατά κανόνα οι προδικαστικές αποφάσεις.[20]

3. Οι ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενοι

7. Η ενεργητική νομιμοποίηση[21] προς άσκηση αναψηλαφήσεως δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσχέρειες. Κατά το άρθρο 594 NCPC αναψηλάφηση μπορούν να ασκήσουν μόνο τα πρόσωπα που υπήρξαν διάδικοι ή εκπροσωπήθηκαν στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη με την αναψηλάφηση δικαστική απόφαση. Θα μπορούσε, δηλαδή, να λεχθεί ότι όσοι δεν θεωρούνται τρίτοι και δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά προς άσκηση τριτανακοπής[22], μπορούν παραδεκτά να ασκήσουν αναψηλάφηση, υπό την αυτονόητη, όμως, προϋπόθεση ότι έχουν έννομο συμφέρον προς τούτο, το οποίο εν προκειμένω συνίσταται στη ολική ή μερική ήττα τους εξαιτίας της πλαστότητας των αποδεικτικών στοιχείων ή της δόλιας συμπεριφοράς των αντιδίκων τους, δίχως, όμως, οι ίδιοι να έχουν συνεργήσει στη γέννηση των λόγων αυτών[23]. Όσον αφορά την παθητική νομιμοποίηση[24], ευνόητο είναι ότι η αναψηλάφηση πρέπει να ασκείται κατά του αντιδίκου ή των αντιδίκων[25] που είχε ο αιτών στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη δικαστική απόφαση.[26]

4. Η προθεσμία ασκήσεως αναψηλαφήσεως

8. Στο άρθρο 596 NCPC ορίζεται ότι η προθεσμία για την άσκηση αναψηλαφήσεως είναι δύο μηνών, αρχόμενη από την ημέρα που ο αιτών διάδικος έλαβε γνώση του συγκεκριμένου λόγου που επικαλείται[27]. Βέβαια, αν και εκ πρώτης όψεως η ρύθμιση της εν λόγω προθεσμίας φαίνεται απλή, όπως θα γίνει καλύτερα αντιληπτό στην επόμενη υποενότητα που πραγματεύεται τους λόγους αναψηλαφήσεως, στην πράξη θα είναι δυσαπόδεικτο το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο ο αιτών την αναψηλάφηση έλαβε γνώση του λόγου που επικαλείται[28]. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το γαλλικό Ακυρωτικό έχει κρίνει ότι η ακριβής χρονική αφετηρία της προθεσμίας αναψηλαφήσεως υπόκειται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση των δικαστών της ουσίας.[29]

5. Οι λόγοι αναψηλαφήσεως

9. Οι νέοι τέσσερις λόγοι αναψηλαφήσεως[30] προβλέπονται περιοριστικά[31] στο άρθρο 595 NCPC κατά το δεύτερο εδάφιο του οποίου η αναψηλάφηση είναι δυνατή αν αποκαλυφθεί μετά τη δημοσίευση της ότι η απόφαση υφαρπάχθηκε με απάτη του νικήσαντος διαδίκου, γεγονός που προϋποθέτει ότι ο νικήσας διάδικος είχε πρόθεση[32] να εξαπατήσει το δικαστήριο με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του, οι οποίες συνήθως συνίστανται σε ψευδολογία (fraude par mensonge)[33] ή σε απόκρυψη κρίσιμων στοιχείων (fraude par silence)[34]. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η συνδρομή ή μη της απατηλής συμπεριφοράς του νικήσαντος διαδίκου ανήκει στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση των δικαστών της ουσίας.[35]

10. Ο δεύτερος λόγος αναψηλαφήσεως συντρέχει όταν μετά την έκδοση της αποφάσεως και εντεύθεν ανακαλύφθηκαν κρίσιμα στοιχεία που τα είχε κατακρατήσει κάποιος αντίδικος[36] ή κάποιος τρίτος σε συνεργία με κάποιον εκ των διαδίκων[37]. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του συγκεκριμένου λόγου, που σχετίζεται γενικότερα με το έννομο συμφέρον του ασκούντος την αναψηλάφηση, είναι η κατακράτηση των κρίσιμων στοιχείων να είχε γίνει δολίως από το νικήσαντα διάδικο[38], ενώ κρίσιμο στοιχείο (pièce décisive) θεωρείται εκείνο που συνεκτιμώμενο έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση.[39]

11. Περαιτέρω, λόγο αναψηλαφήσεως αποτελεί και το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε πειστήρια που αναγνωρίστηκαν ή κηρύχθηκαν με άλλη δικαστική απόφαση πλαστά μετά την έκδοσή της προσβαλλομένης[40]. Παρόλο που η διατύπωση της συγκεκριμένης διατάξεως δεν περιέχει τον προσδιορισμό ΄΄κρίσιμα΄΄ για τα αναγνωρισθέντα ή κηρυχθέντα πλαστά πειστήρια, η φράση ΄΄s’ il a été jugé΄΄ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κρισιμότητα των πειστηρίων αυτών συνιστά προϋπόθεση για την συνδρομή του συγκεκριμέ­νου λόγου αναψηλαφήσεως. Σημειωτέον ότι η κήρυξη της πλαστότητας δεν μπορεί να ζητηθεί παρεμπιπτόντως ενώπιον του δικαστή που δικάζει την αναψηλάφηση, αλλά θα πρέπει να έχει ήδη λάβει χώρα προ της ασκήσεως της αναψηλαφήσεως.[41]

12. Ο τελευταίος τέταρτος λόγος αναψηλαφήσεως συνίσταται στο γεγονός ότι μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως οι έγγραφες[42] ή/και οι προφορικές μαρτυρικές καταθέσεις και οι δοθέντες όρκοι επί των οποίων στηρίχθηκαν οι δικαστές για να σχηματίσουν τη δικανική τους πεποίθηση κηρύχθηκαν ψευδείς με δικαστική απόφαση[43]. Κατά συνέπεια, η ποινική καταδίκη του γραπτώς ή προφορικώς καταθέσαντος μάρτυρα ή του διαδίκου που έδωσε όρκο για ψευδή κατάθεση ή ψευδορκία, αντίστοιχα, είναι αρκετή για να ανοίξει το δρόμο προς την άσκηση αναψηλαφήσεως. Τέλος, η χρησιμοποίηση και στην περίπτωση αυτή της φράσεως ΄΄s’ il a été jugé΄΄ προϋποθέτει ότι η γραπτή ή προφορική μαρτυρία ή ο όρκος είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαμόρφωση του περιεχομένου της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως.

6. Τα αποτελέσματα της αναψηλαφήσεως και της επ’ αυτής εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως

13. Η αναψηλάφηση ως έκτακτο ένδικο μέσο δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, αφού τόσο η προθεσμία ασκήσεώς της όσο και αυτή καθεαυτή η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλομένης τελεσίδικης και ως εκ τούτου εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως[44]. Ο Γάλλος νομοθέτης, μάλιστα, δεν έχει εντάξει στο πλέγμα των διατάξεων περί αναψηλαφήσεως και κάποια αντίστοιχη με το άρθρο 590 NCPC διάταξη που αφορά την ευχέρεια του δικαστή της τριτανακοπής να χορηγήσει αναστολή της εκτελεστότητας της τριτανακοπτομένης με αποτέλεσμα η αναψηλάφηση εκτός από αυτοδίκαιο να μην έχει και ενδεχόμενο ανασταλτικό αποτέλεσμα[45]. Βέβαια, στην πρακτική, αν ο καθ’ ου η αναψηλάφηση θεωρεί βάσιμο το ασκηθέν σε βάρος του ένδικο μέσο, δεν θα προβεί στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης δικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο να εξαναγκαστεί σε επαναφορά της προ της εκτελέσεως καταστάσεως και σε καταβολή εξόδων και αποζημιώσεων.[46]

14. Αν η ασκηθείσα αναψηλάφηση απορριφθεί, τότε η προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση μένει άθικτη, ενώ, στα πλαίσια του άρθρου 581 NCPC υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο επιβολής προστίμου κατά του αιτούντος. Στην περίπτωση, όμως, που γίνει δεκτή, η απόφαση που εκδίδεται επ’ αυτής δεν έχει ακυρωτικό αποτέλεσμα, όπως έχει η αντίστοιχη που εκδίδεται επί της τριτανακοπής, αλλά απλώς αναθεωρεί την προσβαλλομένη[47] και μάλιστα στα πλαίσια του «μεταβιβαστικού»[48] αποτελέσματος της αναψηλαφήσεως, ήτοι μόνο ως προς τα προσβληθέντα κεφάλαια[49]. Τέλος, τόσο η απορριπτική όσο και η δεχόμενη την αναψηλάφηση απόφαση προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα στα οποία υπόκεινται οι αποφάσεις του δικάσαντος αυτήν δικαστηρίου[50], ήτοι πάντοτε με αναίρεση και ενδεχομένως με έφεση και ανακοπή ερημοδικίας[51], ποτέ, όμως, με αναψηλάφηση.[52]

 

[1] E. Blanc - J. Viatte, Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, σελ.402.

[2] Για το ζήτημα της ιστορικής εξελίξεως της αναψηλαφήσεως στο γαλλικό δίκαιο βλ. αναλυτικότερα E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, βιβλ., Τόμος IV, αριθ.917, σελ.567-569.

[3] Πρόκειται, αντίστοιχα, για τα στάδια iudicium rescidens και iudicium rescisorium. Για την προϊσχύουσα διαδικασία της αναψηλαφήσεως βλ. αναλυτικότερα E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Μετάφρασις εκ της γ΄ Γαλλικής εκδόσεως (1926-1932), μετά προσθηκών και προσαρμογής εις τα εν Ελλάδι κρατούντα, καθώς και σημειώσεων περί των εν τη ημεδαπή και αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία διδασκομένων υπό Γ. Θ. Ράμμου, Αθήναι 1934, Τόμος IV, αριθ.929-931, σελ.616-620.

[4] Δεδομένου ότι το άρθρο 480 του Ναπολεόντειου Κώδικα επέτρεπε την αναψηλάφηση και για λόγους που σχετίζονταν με τη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης (al.2 και 8), καθώς και στην περίπτωση που το δικαστήριο είχε αποφανθεί infra, ultra η΄extra petita partium (al.3, 4, και 5). Να υπενθυμιστεί ότι στην τελευταία περίπτωση συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις που τάσσουν τα άρθρα 463 και 464 NCPC για την υποβολή αιτήσεως διορθώσεως της δικαστικής αποφάσεως, αποκλειομένης κατά κανόνα της ασκήσεως ενδίκων μέσων και ειδικά αναιρέσεως (art.616 NCPC) για το λόγο αυτόν. Αντιθέτως, στο ελληνικό δίκαιο οι ανωτέρω περιπτώσεις αναντιστοιχίας μεταξύ του αιτηθέντος και του εν τέλει δικασθέντος ή επιδικασθέντος συνιστούν λόγο αναιρέσεως κατ’ άρθρον 559 αριθ.9 ΚΠολΔ.

[5] Συνυπολογιζομένου και του λόγου που προέβλεπε το άρθρο 481 του Ναπολεόντειου Κώδικα.

[6] Βλ. art.595 NCPC.

[7] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.921, σελ.586-591.

[8] Βλ. art.593 NCPC και κατωτ. υπό [§§04-06].

[9] Βλ. art.601 NCPC.

[10] Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η αναψηλάφηση λειτουργεί ως μέσο μεταρρυθμίσεως είναι όταν αφορά διαιτητικές αποφάσεις, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να ασκηθεί ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά ενώπιον του Εφετείου (βλ. art.1491 NCPC). Να σημειωθεί ότι στο ελληνικό δίκαιο οι διαιτητικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε αναψηλάφηση, βλ. κατωτ. υπό [§05] στη σχετική υποσημείωση.

[11] Στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο τελεσίδικες είναι οι αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε ανασταλτικό ένδικο μέσο είτε διότι είναι εξαρχής απρόσβλητες με τα ανωτέρω ένδικα μέσα είτε διότι εξέπνευσε η προθεσμία ασκήσεώς τους. Έτσι, όταν στο γαλλικό δίκαιο έχει και η αναίρεση ανασταλτικό αποτέλεσμα (όπως π.χ. σε υποθέσεις διαζυγίου), τότε στις περιπτώσεις αυτές, η δικαστική απόφαση δεν καθίσταται τελεσίδικη προ της παρελεύσεως της προθεσμίας αναιρέσεως ή της εκδόσεως της αναιρετικής αποφάσεως, σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο που συνδέει άμεσα την τελεσιδικία όχι με τον ανασταλτικό χαρακτήρα του επιτρεπόμενου κατά της δικαστικής αποφάσεως ενδίκου μέσου, αλλά αποκλειστικά και μόνο με τη δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας ή εφέσεως κατ’ αυτής (βλ. άρθ.321 ΚΠολΔ).

[12] Στο ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα άρθρα 538 ΚΠολΔ, με αναψηλάφηση προσβάλλεται κάθε απόφαση αμφισβητούμενης ή εκούσιας δικαιοδοσίας (βλ. άρθ.767-768 ΚΠολΔ) Ειρηνοδικείου, Μονομελούς ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου, και του Εφετείου, ανεξαρτήτως του αν η εκάστοτε υπόθεση δικάστηκε κατά την τακτική ή κατά τις ειδικές διαδικασίες (βλ. άρθ.605, 614 §1, 644, 655, 675 και 681 ΚΠολΔ) ακόμη και όταν εφαρμόζονται οι ειδικοί κανόνες των μικροδιαφορών (κατ' αντιδιαστολή εκ του άρθ.512 ΚΠολΔ) ή των δικών της εκτελέσεως (κατ' αντιδιαστολή εκ του άρθ.937 αριθ.2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, το άρθρο 539 ΚΠολΔ ορίζει ότι με αναψηλάφηση προσβάλλονται οι εν όλω οριστικές αποφάσεις που έχουν τελεσιδικήσει με οποιονδήποτε τρόπο (ΑΠ 1489/1987: ΕΕΝ 1988.811), ήτοι οι μη υποκείμενες εξαρχής ή πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας και έφεση (άρθ.321 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια οι οριστικές διατάξεις μιας μερικώς οριστικής αποφάσεως, οι οποίες έχουν τελεσιδικήσει, δεν προσβάλλονται αυτοτελώς με αναψηλάφηση προτού εκδοθεί οριστική (και τελεσίδικη) απόφαση ως προς την όλη δίκη, χωρίς εν προκειμένω να έχει πρακτική σημασία η διάκριση που κάνουν τα άρθρα 513 και 553 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εν μέρει οριστική απόφαση θα είναι δεκτική προσβολής με αναψηλάφηση, μόνο εφόσον έχει ήδη τελεσιδικήσει ως προς το οριστικό της μέρος κατόπιν παραδεκτής ασκήσεως εφέσεως κατ’ αυτού. Πάντως αν η παράβαση που προτείνεται ως λόγος αναψηλαφήσεως είχε προταθεί προηγουμένως ως λόγος εφέσεως του ίδιου διαδίκου εναντίον του ίδιου αντιδίκου προς εξαφάνιση της ίδιας αποφάσεως, τότε η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δημιουργεί δεδικασμένο που εμποδίζει την αναψηλάφηση. Τέλος, σε αναψηλάφηση υπόκεινται οι αποφάσεις περί δημοσίων έργων (ΕφΠειρ 1048/1986: ΕλλΔνη 1988.714) και οι διαταγές πληρωμής, υπό τους όρους του άρθρου 633 §2 ΚΠολΔ. Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικότερα Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία/Π.Ν. Σάκκουλας, 2000, άρθ.538 αριθ.1-3 και άρθ.539 αριθ.1-3, σελ.966-967 και στο δικτυακό τόπο http: //www.kostasbeys.gr.

[13] P. Goichot, Procédure civile, Fascicule II, Déroulement de l’ instance et voies de recours, Capacité 2ème année, cd – Les cours de droit, κεφ. III, ενότ. III, §1, στοιχ. B, αριθ.1 σελ.507.

[14] Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο  στο ελληνικό δίκαιο δεν προσβάλλονται με αναψηλάφηση: 1) οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου, παρόλο που το άρθρο 538 ΚΠολΔ ορίζει ότι υπόκεινται σε αναψηλάφηση οι αποφάσεις του, εφ' όσον δίκασε κατ’ ουσίαν [βλ. σχετ. ΑΠ 43/1995: ΕλλΔνη 1996.694], δεδομένου ότι μετά το νέο καθεστώς που εισήγαγε ο Ν.2172/1993 οι αποφάσεις τόσο της Ολομέλειας όσο και των Τμημάτων του Αρείου Πάγου, είναι αμιγώς ακυρωτικού χαρακτήρα. Πάντως, το άρθρο 51 Ν.345/1976 προβλέπει την επανάληψη της διαδικασίας εάν ο Άρειος Πάγος εκδώσει απόφαση α) κατά παράβαση της αποφάσεως του ειδικού δικαστηρίου του άρθρου 100 Σ (Α.Ε.Δ.) ως προς τη συνταγματικότητα ή την έννοια τυπικού νόμου ή το χαρακτηρισμό ενός κανόνα του διεθνούς δικαίου ως γενικώς παραδεγμένου (άρθ.52 §3 Ν.345/1976), β) αντιφατική προς άλλη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας ως προς τα ίδια ζητήματα που σημειώθηκαν πιο πάνω, χωρίς να παραπέμψει την άρση της διαφωνίας στο Α.Ε.Δ. και γ) αντιφατική προς μεταγενέστερη απόφαση του Α.Ε.Δ., ως προς την αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου, εφόσον η απόφαση του δικαστηρίου έχει αναδρομική ενέργεια, 2) οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ.699 ΚΠολΔ) καθώς και οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΜΠρΘεσπρ 126/1971: Αρμ. 25.830), 3) οι διαιτητικές αποφάσεις (άρθ.895 §1 ΚΠολΔ), 4) από τον ίδιο διάδικο οι αποφάσεις που έχουν ήδη προσβληθεί με αναψηλάφηση (άρθ.541 ΚΠολΔ), εκτός α) αν η πρώτη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, β) αν ο διάδικος παραιτήθηκε από το δικόγραφο της προηγουμένης, με την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να έχει προθεσμία, γ) αν η δεύτερη αναψηλάφηση ασκείται από άλλο απλό ομόδικο ή από τον αντίδικο και δ) αν η δεύτερη αναψηλάφηση ασκείται από τον ίδιο διάδικο, αλλά θεμελιώνεται σε λόγο που δεν είχε προβληθεί με την πρώτη, 5) οι αποφάσεις που διατάσσουν την παροχή πιστοποιητικού (άρθ.824 ΚΠολΔ), 6) για την άρση της αφανείας κατ' αίτηση του αφάντου (άρθ.785 §2 ΚΠολΔ. Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικότερα Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύ­λης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), ό.π., άρθ.538 αριθ.1-3, άρθ.539 αριθ.1-3 και άρθ.541 αριθ.1-2, σελ.966-968 και στο δικτυακό τόπο http: //www. kostasbeys.gr.

[15] P. Goichot, ό.π., κεφ. III, ενότ. IIΙ, §1, στοιχ. B, αριθ.2, σελ.507-508.

[16] Δεδομένου ότι άπαντες οι προβλεπόμενοι λόγοι αναψηλαφήσεως (πλαστότητα αποδεικτικών στοιχείων – δόλος διαδίκων) αποτελούν πραγματικά ζητήματα που εκφεύγουν του ελέγχου του Ακυρωτικού.

[17] Βλ. art.603 al.1 NCPC.

[18] Βλ. art.603 al.2 NCPC.

[19] Civ. 2e 20 Mai 1985: Bull. II, no 99, p.66, αντιθ.Versailles 22 Novembre 2001: D. 2002 IR.1116, η οποία έκανε δεκτή την αναψηλάφηση κατ’ αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας που αφορούσε σε υπόθεση υιοθεσίας.

[20] Civ. 2e 3 Février 1982: Gaz. Pal. 1982.260.

[21] Για το αντίστοιχο ζήτημα στο ελληνικό δίκαιο βλ. τη σαφή διάταξη του άρθ.542 ΚΠολΔ.

[22] Βλ. άρθ. 583 NCPC.

[23] P. Goichot, ό.π., κεφ. III, ενότ. III, §1, στοιχ. C, αριθ.2, σελ.508.

[24] Βλ. άρθ.543 ΚΠολΔ.

[25] Βλ. art.597 NCPC, το οποίο αναφέρεται τόσο στην παθητική όσο και στην ενεργητική νομιμοποίηση.

[26] J. Larguier - P. Conte, ό.π., κεφ.4, ενοτ. 2, σελ.129.

[27] Για την ίδια στην ουσία της ελληνική αντίστοιχη ρύθμιση, αλλά πιο πολύπλοκη στη διατύπωσή της βλ. άρθ.545 ΚΠολΔ, το οποίο εκτός από τη γενική γνήσια προθεσμία των εξήντα [60] ημερών, προβλέπει και καταχρηστική προθεσμία τριών [3] ετών για τους λόγους 1-5, 7-9 και ενός [1] έτους για το λόγο 6 του άρθ.544 ΚΠολΔ.

[28] Για την προθεσμία της αναψηλαφήσεως βλ. τις γενικές διατάξεις περί ενδίκων μέσων και αναλυτικότερα του ιδίου, βιβλ.2005, ιδία σελ. 637-640, §§22-24.

[29] Civ. 3e 23 Mars 1982: Bull. III, no 78, p.55; Civ. 2e 28 Janvier 1998: Bull. II, no 38.

[30] Για τους εννέα [9] λόγους αναψηλαφήσεως του ελληνικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι τέσσερις [4] αντίστοιχοι του γαλλικού, βλ. άρθ.544 ΚΠολΔ,

[31] Πρόκειται για τη λεγόμενη αρχή του numerus clausus των λόγων αναψηλαφήσεως που ισχύει και στο ελληνικό δίκαιο και κατά την οποία η άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου επιτρέπεται μόνο για όσους λόγους προβλέπονται στο νόμο μη επιτρεπομένης της ερμηνευτικής τους διευρύνσεως.

[32] Dijon 6 Avril 1976: JCP 77.II.18648.

[33] Bordeaux 7 Décembre 1989: D. 1990, somm. 344.

[34] Paris 11 Juin 1982: Gaz. Pal. 1982.562.

[35] Civ. 2e 21 Juillet 1980: Gaz. Pal. 1891.154.

[36] Βλ. art.595 al.3 NCPC.

[37] Civ. 2e 3 Février 1982: Gaz. Pal. 1982.260.

[38] Paris 30 Juin 1972: D. 1972.79.

[39] Civ. 1re 12 Juillet 1994: Gaz. Pal. 21 Mars 1995, somm. V Révision.

[40] Βλ. art.595 al.4 NCPC.

[41] Ειδικότερα για τη διαδικασία της αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας κηρύξεως της πλαστότητας των ιδιωτικών και δημοσίων εγγράφων στο γαλλικό δίκαιο βλ. Π. Ρεντούλης, Η αποδεικτική διαδικασία στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, μεταπτυχιακή εργασία στο Δίκαιο Αποδείξεως, Αθήνα - Μάρτιος 2003, κεφ. Β, ενότ.1, υποενότ.1.3. αριθ.049-056 και υποενότ.1.4 αριθ.057-066, σελ. 28-37.

[42]  Οι έγγραφες μαρτυρικές καταθέσεις πλησιάζουν το ιδιότυπο αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων του ελληνικού δικαίου, αλλά διαφέρουν ουσιωδώς από αυτό ως προς το ότι εντάσσονται ευθέως στο σύστημα των μαρτυρικών αποδείξεων, δηλαδή, θεωρούνται στη Γαλλία ως είδος του εμμάρτυρου αποδεικτικού μέσου. Βλ για το ζήτημα αυτό Ν. Παϊσίδου, Το γαλλικό σύστημα των εγγράφων μαρτυρικών αποδείξεων (Σημεία επαφής με τις ένορκες βεβαιώσεις του ελληνικού δικαίου), Δ.15.433 και Π. Ρεντούλης, ό.π., κεφ. Β, ενοτ.2, υποενότ.2.8. §2.8.4. αριθ.114-117, σελ. 63-65.

[43] Βλ. art.595 al.3 NCPC.

[44] Βλ. art.579 NCPC.

[45] Στο ελληνικό δίκαιο, ομοίως, η προθεσμία της αναψηλαφήσεως και η άσκησή της δεν έχουν αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν πρόκειται για συγκεκριμένου είδους αποφάσεις (γαμικών διαφορών - βλ. άρθ.613 ΚΠολΔ, διαφορών γονέων και τέκνων – άρθ.618 ΚΠολΔ, εξαλείψεως υποθήκης -  προσημειώσεως ή κατασχέσεως, κηρύξεως εγγράφου πλαστού), των οποίων η εκτέλεση αναστέλλεται τόσο όσο τρέχει η γνήσια προθεσμία όσο και αν ασκηθεί αναψηλάφηση ή αναίρεση (βλ. άρθ.546 §1 και 565 §1 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι στη Γαλλία αντίστοιχη ρύθμιση περί περιορισμένου αυτοδίκαιου ανασταλτικού αποτελέσματος θα ήταν άσκοπη, αφού, όπως έχει ανωτέρω επισημανθεί, όταν η αναίρεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, δεν επιτρέπεται η άσκηση αναψηλαφήσεως, διότι τότε η απόφαση δεν θεωρείται στο γαλλικό δίκαιο τελεσίδικη (βλ. ανωτ. υπό [§05] στη σχετική υποσημείωση) σε αντίθεση με το ελληνικό που θεωρεί τελεσίδικη κάθε απόφαση μη υποκείμενη στα τακτικά ένδικα μέσα (άρ.321 ΚΠολΔ). Για το λόγο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης όρισε ότι όταν η απόφαση έχει μεν καταστεί τελεσίδικη, γιατί δεν επιτρέπεται κατ’ αυτής έφεση ή ανακοπή ερημοδικίας, αλλά η φύση της υποθέσεως υπαγορεύει να καταστεί και αμετάκλητη για να μπορέσει να εκτελεστεί χωρίς τον κίνδυνο δημιουργίας ανεπανόρθωτων καταστάσεων, τότε τα έκτακτα ένδικα μέσα έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Πάντως, το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση αφενός μπορεί, υπό τους όρους του άρθ.546 §1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, να επιτρέψει στις ως άνω περιπτώσεις αυτοδίκαιης αναστολής για τις υποθέσεις εξαλείψεως υποθήκης, προσημειώσεως ή κατασχέσεως, την εκτέλεση της προσβαλλομένης και αφετέρου, σε κάθε περίπτωση μη αυτοδίκαιης αναστολής, να αναστείλει την εκτέλεση κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος με τις προτάσεις εκ μέρους κάποιου εκ των διαδίκων (συνήθως του αιτούντος την αναψηλάφηση, βλ. άρθ.546 §2 ΚΠολΔ).

[46] P. Goichot, ό.π., κεφ. III, ενότ. III, §3, στοιχ. A, αριθ.1 σελ.509-510.

[47] Στο σημείο αυτό υπάρχει ουσιώδης διαφορά με το ελληνικό δίκαιο, αφού το άρθ.549 ΚΠολΔ ορίζει ότι αν η αναψηλάφηση γίνει δεκτή το δικαστήριο εξαφανίζει την προσβαλλόμενη και εξετάζει την ουσία της υποθέσεως μέσα στα όρια που καθορίζονται από την αναψηλάφηση, ήτοι στα πλαίσια του «μεταβιβαστικού» αποτελέσματος της τελευταίας. Όπως ίσως έχει γίνει ήδη αντιληπτό, η σημαντική αυτή διαφοροποίηση μεταξύ των δύο δικαίων έχει τον ορολογικό - ετυμολογικό της αντίκτυπο, δεδομένου ότι, εφόσον γίνει δεκτή η αναψηλάφηση, ο Γάλλος δικαστής ré-vise (εξ ου και recours en ré-vision), ήτοι διατηρεί εν ισχύϊ την προσβαλλομένη και την ανα-θεωρεί όσο του επιτρέπουν τα όρια που έχει χαράξει το δικόγραφο της αναψηλαφήσεως, ενώ ο Έλληνας δικαστής ανα-ψηλαφεί, ήτοι εξαφανίζει την προσβαλλομένη και ερευνά (ψηλαφεί) εκ νέου (ανά) την ουσία της υποθέσεως, ομοίως, εντός των ορίων του δικογράφου του ασκηθέντος ενδίκου μέσου.

[48] Για το λόγο θέσεως των εισαγωγικών βλ. του ιδίου, βιβλ.2005, ιδία σελ.896-897, §019, με τη μόνη σημαντικότατη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση της αναψηλαφήσεως η δικαιοδοσία του δικαστηρίου να αποφανθεί εκ νέου επί της ίδιας υποθέσεως ασφαλώς και καθορίζεται από το δικόγραφο της αναψηλαφήσεως.

[49] Βλ. art.602 NCPC

[50] Ως προς το επιτρεπτό ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως επί της αναψηλαφήσεως το ελληνικό και το γαλλικό δίκαιο συμπίπτουν μόνο όσον αφορά την ανακοπή ερημοδικίας που επιτρέπεται και στα δύο δίκαια, εφόσον η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε ερήμην. Η κατάσταση, όμως, διαφοροποιείται για τα υπόλοιπα ένδικα μέσα, αφού στην Ελλάδα κριτήριο για την παραδεκτή άσκησή τους δεν είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση επί της αναψηλαφήσεως (όπως στη Γαλλία που αν είναι πρωτοβάθμιο επιτρέπεται έφεση και αν είναι δευτεροβάθμιο αναίρεση και ενδεχομένως και στις δύο περιπτώσεις ανακοπή ερημοδικίας), αλλά με το τι ένδικα μέσα μπορούσε να προσβληθεί η προσβαλλομένη με αναψηλάφηση απόφαση (βλ. άρθ.551 ΚΠολΔ).

[51] P. Goichot, ό.π., κεφ. III, ενότ. III, §4, αριθ.3, σελ.510.

[52] Βλ. 603 al.2 NCPC. Όσον αφορά τα του ημετέρου δικαίου σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, η νομολογία, σε αντίθεση με έγκριτο μέρος της θεωρίας, δεν δέχεται την άσκηση αναψηλαφήσεως κατά της αποφάσεως επί άλλης αναψηλαφήσεως (ΑΠ 2009/ 1986: ΝοΒ 1987.1234).