Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Η έφεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Παντελεήμων Ρεντούλης

Η έφεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2009 σ. 626-644 

 

Διάγραμμα
1. Η έφεση και οι δύο βαθμοί δικαιοδοσίας
2. Αποφάσεις υποκείμενες σε έφεση
3. Οι ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενοι
3.1. Η ενεργητική νομιμοποίηση
3.2. Η παραίτηση από την άσκηση εφέσεως
3.3. Η παθητική νομιμοποίηση
4. Η ομοδικία στην κατ’ έφεσιν δίκη
5. Η αντέφεση και η προκληθείσα έφεση
6. Η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως
7. Οι λόγοι εφέσεως
8. Τα αποτελέσματα της εφέσεως
8.1. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (L’effet dévolutif)
8.2. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα (L’effet suspensif)
8.3. Το επικοινωτικό αποτέλεσμα (L’effet communicatif)

 

1. Η έφεση και οι δύο βαθμοί δικαιοδοσίας

1. Αναμφισβήτητα, η έφεση συνιστά και στο γαλλικό δίκαιο την κορωνίδα των ενδίκων μέσων για τον απλούστατο λόγο ότι είναι το μόνο ένδικο μέσο που είναι ταυτόχρονα και τακτικό και ανασταλτικό και μεταρρυθμιστικό και ταυτόχρονα επιτρέπει στο ανώτερο του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο να επανεξετάσει την ήδη κριθείσα υπόθεση συνολικά, ήτοι και ως προς τα πραγματικά της περιστατικά και ως προς τα νομικά της ζητήματα. Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι η άσκηση της εφέσεως επιτρέπει στο ανώτερο αρμόδιο δικαστήριο να ελέγξει για οποιονδήποτε βάσιμο λόγο την ήδη κριθείσα το πρώτον από το κατώτερο δικαστήριο διαφορά στην ίδια έκταση και βάθος με το τελευταίο. Το γεγονός αυτό καθιστά την έφεση και στη Γαλλία το όχημα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας[1], αφού μεταφέρει προς επανεξέταση τη διαφορά που κρίθηκε από το κατώτερο δικαστήριο του πρώτου βαθμού στους ανώτερους δικαστές του δεύτερου. Όλες οι ανωτέρω επισημάνσεις συμπυκνώνονται στο νομοθετικό ορισμό του άρθρου 542 NCPC[2], κατά τον οποίο με την έφεση επιδιώκεται η μεταρρύθμιση ή η εξαφάνιση από το Εφετείο[3] μιας αποφάσεως που εκδόθηκε από πρωτοβάθμιο δικαστήριο.[4]

2. Αποφάσεις υποκείμενες σε έφεση

2. Είναι αυτονόητο ότι σε έφεση, όπως, άλλωστε, και σε κάθε άλλο ένδικο μέσο, υπόκεινται μόνο οι δικαστικές αποφάσεις[5]. Κατά συνέπεια δεν εφεσιβάλλονται τόσο οι πράξεις με τις οποίες διατάσσονται μέτρα δικαστικής διαχειρίσεως[6] όσο και οι λεγόμενες διαδικαστικές συμβάσεις[7] με το δεδομένο ότι οι τελευταίες δεν θεωρούνται γνήσιες δικαστικές αποφάσεις. Αντιθέτως, υπόκεινται σε έφεση, κατά την κρατούσα στη Γαλλία γνώμη, οι κατ’ επίφασιν (d’ expédient) αποφάσεις[8]. Ο χαρακτηρισμός, όμως, μιας πράξεως ως δικαστικής αποφάσεως δεν της προσδίδει αυτόματα και την ιδιότητα του εκκλητού, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 543 NCPC το ένδικο μέσο της εφέσεως είναι ανοιχτό κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων του πρώτου βαθμού, εφόσον δεν ορίζει άλλως ο νόμος. Από τη διατύπωση αυτή αφενός προκύπτει το ανέκκλητο των αποφάσεων του Εφετείου και των αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και αφετέρου προλειαίνεται το έδαφος για τα επόμενα δύο άρθρα.

3. Πράγματι, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 544 και 545 NCPC κατά κανόνα μόνο οι οριστικές και οι εν μέρει οριστικές αποφάσεις[9], ανεξαρτήτως του αν είναι δικονομικές ή ουσιαστικές[10], υπόκεινται σε έφεση, αφού οι αμιγώς μη οριστικές δεν προσβάλλονται με έφεση αυτοτελώς, παρά μόνο μαζί με την απόφαση επί της ουσίας, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως[11]. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι, σε ευθεία αντίθεση με τα ισχύοντα στη χώρα μας[12], το γαλλικό δίκαιο επιτρέπει την άσκηση μόνο άμεσης εφέσεως κατά των εν μέρει οριστικών αποφάσεων, αποστερώντας τους διαδίκους από την επιλογή να τις εφεσιβάλουν είτε αυτοτελώς είτε μαζί με την έκδοση της εν όλω οριστικής αποφάσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 490 al.1, 496 και 544 NCPC, το γαλλικό δίκαιο επιτρέπει την άσκηση εφέσεως κατά των αποφάσεων που διατάσσουν προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα.

4. Ο χαρακτηρισμός, όμως, μιας δικαστικής αποφάσεως, ως οριστικής ή εν μέρει οριστικής δεν συνεπάγεται το δίχως άλλο και τη δυνατότητα της προσβολής της με έφεση, δεδομένου ότι στο γαλλικό δίκαιο ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων εκδικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια είτε διότι δεν ξεπερνούν το χρηματικά αποτιμητό όριο του ανεκκλήτου[13] είτε διότι αποκλείεται η άσκηση εφέσεως κατ’ αυτών λόγω της φύσεώς τους, όπως συμβαίνει κυρίως με τις υποθέσεις δικαστικής διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως περιουσίας[14]. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η έφεση επιτρέπεται κατά κανόνα και κατ’ αποφάσεων εκουσίας δικαιοδοσίας.[15]

3. Οι ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενοι

3.1. Η ενεργητική νομιμοποίηση[16]

5. Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποιήσεως προς άσκηση εφέσεως σε υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας είναι ο εκκαλών (appelant) να είχε παρασταθεί ή να είχε εκπροσωπηθεί ως διάδικος κατά την πρωτοβάθμια δίκη[17] [18]. Όποιος δεν συμμετείχε στις συζητήσεις του πρώτου βαθμού δεν έχει άλλη διέξοδο προσβολής της πρωτόδικης δικαστικής αποφάσεως πέραν της ασκήσεως τριτανακοπής[19]. Περαιτέρω, νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση εφέσεως και ο κυρίως παρεμβαίνων (intervenant principal) του οποίου το κύριο αίτημα απορρίφθηκε[20], ενώ οι απόψεις διίστα­νται για τον αν έχει την ίδια ευχέρεια και ο προσθέτως παρεμβαίνων (intervenant accessoire), με την νομολογιακή και τη θεωρητική πλάστιγγα να κλίνει προς την αρνητική άποψη.[21]

6. Η ιδιότητα του διαδίκου δεν είναι, όμως, αρκετή για την ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποιήσεως· πρέπει να συνοδεύεται και από την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος (intérêt), το οποίο ως προς το θέμα της ασκήσεως εφέσεως εξειδικεύεται στο ότι ο δικαστής του πρώτου βαθμού δεν ικανοποίησε πλήρως το διάδικο, πρέπει δηλαδή ο ασκών την έφεση να είναι διάδικος ηττηθείς έστω και εν μέρει πρωτοδίκως. Κρίσιμο χρονικό σημείο για την εκτίμηση της υπάρξεως ή μη του εννόμου συμφέροντος είναι ο χρόνος ασκήσεως της εφέσεως[22]. Τέλος, η ανυπαρξία εννόμου συμφέροντος και κατ’ επέκταση ενεργητικής νομιμοποιήσεως συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και οδηγεί στην απόρριψη της ασκηθείσης εφέσεως ως απαράδεκτης.

7. Για τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας το άρθρο 546 al.2 NCPC ορίζει ότι το ένδικο μέσο της εφέσεως είναι «ανοιχτό» και στους τρίτους στους οποίους κοινοποιήθηκε η πρωτόδικη απόφαση[23]. Στην περίπτωση που μια τέτοια κοινοποίηση δεν έλαβε χώρα για οποιονδήποτε λόγο, τότε οι τρίτοι που βλάπτονται από τη συγκεκριμένη απόφαση μόνο τριτανακοπή μπορούν να ασκήσουν κατ’ αυτής. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η δυνατότητα της ασκήσεως εφέσεως από τους τρίτους προς τους οποίους έχει κοινοποιηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας συνιστά επιστροφή στη προ του έτους 1806 ρύθμιση, αφού ο Ναπολεόντειος Κώδικας μόνο τη δυνατότητα ασκήσεως τριτανακοπής αναγνώριζε στα τρίτα πρόσωπα τα οποία βλάπτονταν από τις δικαστικές αποφάσεις αυτού του είδους.[24]

3.2. Η παραίτηση από την άσκηση εφέσεως

8. Ως τρίτη προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως, το άρθρο 546 al.1 NCPC, ορίζει την μη παραίτηση του εκκαλούντος από την άσκηση εφέσεως. Σε αντίθεση με τον ελληνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο γαλλικός διαθέτει ειδικές διατάξεις ως προς τις προϋποθέσεις της παραιτήσεως από το εξεταζόμενο ένδικο μέσο, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και έχουν ως ακολούθως: 1) ο παραιτούμενος πρέπει να έχει ικανότητα προς ανάληψη υποχρεώσεων (capacité de compromettre), και όχι απλώς ικανότητα προς δικαιοπραξία, η οποία είναι έννοια ευρύτερη αφού περιλαμβάνει τόσο τη ανάλη­ψη υποχρεώσεων όσο και την άντληση δικαιωμάτων ανεξαρτήτως του αν οι δύο αυτές πράξεις συνυπάρχουν (πράγμα που είναι ο κανόνας στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις) ή διαχωρίζονται (π.χ. όπως συμβαίνει κυρίως με τη σύναψη χαριστικών δικαιοπραξιών), 2) η παραίτηση πρέπει να αφορά δικαιώματα των οποίων ο παραιτούμενος έχει την ελεύθερη διάθεση, οπότε δεν είναι σε καμμία περίπτωση έγκυρη παραίτηση που αφορά σε υποθέσεις σχετιζόμενες με την προσωπική κατάσταση[25], 3) η παραίτηση πρέπει να είναι μεταγενέστερη[26] της γενέσεως της διαφοράς, κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι ο καθένας πρέπει να γνωρίζει έστω και κατά προσέγγιση από τι παραιτείται.[27]

9. Η παραίτηση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή στην περίπτωση που ο ηττηθείς διάδικος αποδέχεται και εκτελεί ανεπιφύλακτα τη μη εκτελεστή πρωτόδικη απόφαση[28]. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμα και εάν η παραίτηση έχει γίνει νόμιμα, δεν ισχύει, αν μετά τη συντέλεσή της κάποιος άλλος διάδικος ασκήσει έφεση[29]. Η τελευταία αυτή ρύθμιση προφανώς θέλει να αποτρέψει την αποστέρηση του παραιτηθέντος διαδίκου από το δικαίωμά του να έχει μια δίκαιη κατ’ έφεσιν δίκη.

3.3. Η παθητική νομιμοποίηση [30]

10. Η ιδιότητα του διαδίκου δεν είναι μόνο προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως, αλλά απαιτείται και για την ύπαρξη παθητικής νομιμοποιήσεως σε υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας[31]. Το άρθρο 547 al.1 NCPC ορίζει ρητά ότι η έφεση δε μπορεί παρά να στρέφεται μόνο κατά των προσώπων που ήταν διάδικοι στον πρώτο βαθμό. Κατά συνέπεια, πάντοτε με την επιφύλαξη των διατάξεων 554 και 555 NCPC[32], εφεσίβλητοι (intimés) δεν μπορεί να είναι πρόσωπα τρίτα, ήτοι πρόσωπα που δεν είχαν συμμετάσχει στη δίκη του πρώτου βαθμού με την ιδιότητα του διαδίκου. Παρόλο που δεν ορίζεται ρητά στο άρθρο 547 al.1 NCPC, η κρατούσα στη γαλλική θεωρία γνώμη υποστηρίζει ότι παθητικά νομιμοποιούνται μόνο οι σε πρώτο βαθμό αντίδικοι του εκκαλούντος, όχι και οι ομόδικοι του, και από τους τυχόν περισσότερους εφεσίβλητους μόνο εκείνοι που ωφελούνται από τα εκκαλούμενα κε­φάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως. Τέλος, στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας η έφεση είναι παραδεκτή ακόμη και εν απουσία άλλων διαδίκων.[33]

4. Η ομοδικία στην κατ’ έφεσιν δίκη

11. Όταν υπήρχαν στη δίκη του πρώτου βαθμού περισσότεροι ομόδικοι που συνδέονταν αλληλεγγύως ή αδιαίρετα, η άσκηση της εφέσεως από έναν εξ αυτών διατηρεί το δικαίωμα των άλλων για την άσκηση εφέσεως, ακόμη και αν έχει παρέλθει ως προς αυτούς η οριζόμενη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση προθεσμία[34], υπό τον όρο, όμως, ότι θα ταχθούν υπέρ του ομοδίκου τους που είχε την πρωτοβουλία για την άσκηση εφέσεως[35]. Ομοίως, στις ίδιες ακριβώς περιπτώσεις αλληλεγγυότητας και αδιαιρετότητας, η στρεφόμενη εναντίον ενός εκ των ομοδίκων του πρώτου βαθμού έφεση, διατηρεί την ευχέρεια του εκ­καλούντος να καλέσει στη δίκη και τους υπόλοιπους ομοδίκους[36]. Κατ’ άλλη διατύπωση, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 552 NCPC, η νόμιμη άσκηση εφέσεως από έναν ή κατά ενός από τους «αλληλέγγυους» ή «αδιαίρετους» ομοδίκους του πρώτου βαθμού, διατηρεί την ενεργητική ή την παθητική νομι­μοποίηση ασκήσεως εφέσεως, αντίστοιχα, και για τους υπόλοιπους ομοδίκους. Πέραν όλων των ανωτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 552 al.3 NCPC, που εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης ενδυναμώσεως του ανακριτικού συστήματος στη γαλλική πολιτική δίκη μέσω της δραστικής ενισχύσεως των ευχερειών του Γάλλου δικαστή, το Εφετείο μπορεί εξαιρετικά να διατάξει αυτεπαγγέλτως την συμμετοχή στη δίκη όλων των συνενδιαφερομένων.[37]

12. Στην περίπτωση, όμως, αδιαίρετων δικαιωμάτων, περίπτωση που αντιστοιχεί στην αναγκαστική ομοδικία του ελληνικού δικαίου, η άσκηση εφέσεως από έναν εκ των αναγκαίων ομοδίκων, ενεργεί και υπέρ των υπολοίπων, ακόμη και εάν αυτοί δεν άσκησαν αυτοτελώς έφεση με βάση τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο. Η συγκεκριμένη ρύθμιση της γαλλικής Πολιτικής Δικονομίας είναι παρεπόμενη της ρυθμίσεως που εισάγουν οι σχετικές με τις αδιαίρετες ενοχές διατάξεις του γαλλικού Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχει σχέση αντιπροσωπεύσεως μεταξύ των περισσότερων αδιαιρέτως συνδεομένων δανειστών[38]. Ωσαύτως, η άσκηση εφέσεως εναντίον ενός εκ των αναγκαίων ομοδίκων είναι απαράδεκτη αν δεν κληθούν στην κατ’ έφεσιν δίκη όλοι οι πρωτοδίκως αναγκαίοι ομόδικοι.[39] [40]

13. Τα άρθρα 552 και 553, όπως έγινε ήδη αντιληπτό αναφέρονται σε περιπτώσεις που η ομοδικία υπήρχε ήδη από τον πρώτο βαθμό. Αντιθέτως, τα δύο επόμενα άρθρα 554 και 555 NCPC αναφέρονται στη δημιουργία ομοδικίας το πρώτον στην κατ’ έφεσιν δίκη. Συγκεκριμένα, στη δίκη της εφέσεως μπορούν εκουσίως να παρέμβουν (intervention volontaire) κυρίως ή προσθέτως, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον, και πρόσωπα που ούτε υπήρξαν διάδικοι ούτε εκπροσωπήθηκαν ή που συμμετείχαν υπό άλλη ιδιότητα στον πρώτο βαθμό[41], δηλαδή μπορούν να παρέμβουν και τρίτα πρόσωπα, τα οποία, ελλείψει της συγκεκριμένης διατάξεως, δεν θα νομιμοποιούνταν ενεργητικά ή παθητικά προς άσκηση εφέσεως. Η διάταξη αυτή καθιερώνει στην ουσία, τη βουλήσει του ασκούντος την παρέμβαση, την παράκαμψη του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με την εισαγωγή μη κριθέντων πρωτοδίκως ζητημάτων απευθείας στο δικαστήριο του δευτέρου βαθμού.

14. Πέραν, όμως, από την άσκηση εκούσιας παρεμβάσεως το πρώτον στο Εφετείο, το άρθρο 555 NCPC ορίζει ότι τα ίδια ως άνω πρόσωπα μπορεί να κληθούν να παρέμβουν αναγκαστικά (intervention forcée) στην κατ’ έφεσιν δίκη, εφόσον η συμμετοχή τους υπαγορεύεται από την εξέλιξη της κρινόμενης διαφοράς. Η εφαρμογή του συγκεκριμένου άρθρου του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη φειδώ και προσοχή γιατί εισάγει, όπως και το προηγούμενο άρθρο, εξαίρεση από την αρχή των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, με τη σημαντική διαφορά, όμως, ότι στην περίπτωση αυτή ο αναγκαστικά παρεμβάς χάνει χωρίς τη θέλησή του τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Κρίσιμη έννοια, λοιπόν, για το παραδεκτό ή μη[42] της αιτήσεως των διαδίκων της κατ’ έφεσιν δίκης περί αναγκαστικής παρεμβάσεως τρίτων προσώπων είναι η ΄΄εξέλιξη της διαφοράς΄΄. Η γαλλική νομολογία δεν έχει παράσχει μέχρι σήμερα έναν ακριβή ορισμό της έννοιας αυτής, αλλά το γαλλικό Ακυρωτικό, με σχετική απόφασή του[43], έδωσε την κατευθυντήρια γραμμή, νομολογώντας ότι δεν υπάρχει ΄΄εξέλιξη της διαφοράς΄΄ όταν το στοιχείο που τροποποιεί τα δεδομένα της ήταν ήδη γνωστό από την πρωτοβάθμια δίκη.

15. Τα γαλλικά δικαστήρια με κριτήριο την κατά άνω οριζόμενη έννοια της ΄΄εξελίξεως της διαφοράς΄΄ έχουν οικοδομήσει πλούσια νομολογία, κρίνοντας άλλοτε ως παραδεκτή[44] τη αίτηση περί αναγκαστικής παρεμβάσεως και άλλοτε όχι[45]. Ενδεικτικά, κρίθηκε απαράδεκτη σχετική αίτηση των αγοραστών πολυκατοικίας που ζητούσαν την παρέμβαση το πρώτον ενώπιον του Εφετείου ενός τρίτου προσώπου, με την αιτιολογία ότι η συμμετοχή του προσώπου αυτού στην ανέγερση της οικοδομής είχε αποκαλυφθεί κατά την πρωτοβάθμια δίκη[46]. Αντιθέτως, η αποκάλυψη για πρώτη φορά στο Εφετείο από έναν ασφαλιστή ότι ένας εκ των υπαλλήλων του κατά τη συναλλαγή του με τον ασφαλισμένο από λάθος χρησιμοποίησε τα δικά του επιστολόχαρτά, γεγονός που επέτρεψε στον ασφαλισμένο να θεωρήσει ότι ο κίνδυνος δεν καλυπτόταν πλέον από τον ασφαλιστή – υπάλληλο ενώπιον του οποίου υπέγραψε την ασφαλιστική σύμβαση, αλλά από τον ασφαλιστή του οποίου το όνομα έφεραν τα επιστολόχαρτα, συνιστά ΄΄εξέλιξη της διαφοράς΄΄ που καθιστά παραδεκτή την αίτηση του ασφαλισμένου περί αναγκαστικής παρεμβάσεως στην κατ’ έφεσιν δίκη του ασφαλιστή του[47]. Πάντως, είναι προφανές ότι τα άρθρα 554 και 555 NCPC, με τις ρυθμίσεις που εισάγουν, συρρικνώνουν σημαντικά τις περιπτώσεις ασκήσεως του ενδίκου μέσου της τριτανακοπής.

5. Η αντέφεση και η προκληθείσα έφεση

16. Όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό από τις ρυθμίσεις της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως, καθώς και της ομοδικίας στην κατ’ έφεσιν δίκη, ο Γάλλος νομοθέτης οικοδόμησε το «κτίσμα» της σύγχρονης μορφής του ενδίκου μέσου της εφέσεως πάνω στην αρχή της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης διευρύνσεως των υποκειμενικών της ορίων. Στα πλαίσια της αρχής αυτής, εντάσσεται και η εξαιρετικά ελαστική ρύθμιση των ζητημάτων της αντεφέσεως, ή κατ’ ακριβή μετάφραση εκ της γαλλικής της ΄΄παρεμπιπτούσης εφέσεως΄΄, (appel incident), καθώς και αυτών της ΄΄προκληθείσης εφέσεως΄΄ (appel provoqué).

17. Σύμφωνα με το άρθρο 548 NCPC, ο αρχικός εφεσίβλητος, δηλαδή εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η κύρια έφεση (appel principal), μπορεί να ασκήσει έφεση παρεμπιπτόντως τόσο εναντίον του εκκαλούντος όσο και εναντίον των άλλων τυχόν εφεσίβλητων[48]. Προς άσκηση αντεφέσεως, λοιπόν, νομιμοποιείται ενεργητικά μόνο ο εφεσίβλητος και παθητικά μόνο ο κύριος εκκαλών ή/και οι τυχόν άλλοι εφεσίβλητοι. Κατά συνέπεια η παραδεκτή άσκηση αντεφέσεως προϋποθέτει ότι η δικαστική απόφαση, εναντίον της οποίας στρέφεται, έχει ήδη προσβληθεί με κύρια έφεση[49], στην περίπτωση δε που η συγκεκριμένη αυτή απόφαση διαθέτει περισσότερα κεφάλαια, τότε η αντέφεση μπορεί να ασκείται και κατά των κεφαλαίων εκείνων που η κύρια έφεση άφησε απρόσβλητα[50]. Πάντως, ο αντεκκαλών πρέπει να έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της αντεφέσεως, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να διακρίνεται από την απλή άμυνα επί της κυρίας εφέσεως και να απορρίπτεται ως απαράδεκτη όταν το αιτητικό της περιορίζεται μόνο στην επικύρωση της πρωτόδικης εκκαλουμένης αποφάσεως από το Εφετείο.[51]

18. Εφόσον, όμως, τα όρια της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως προς άσκηση αντεφέσεως τέμνονται κατά τα ανωτέρω μιας και δια παντός από την κύρια έφεση, μοιραία δημιουργείται αδιέξοδο ως προς τα πρόσωπα που υπήρξαν διάδικοι στον πρώτο βαθμό αλλά η κύρια έφεση δεν στρέφεται και εναντίον τους, αφού, βάσει του άρθρου 548 NCPC, δεν είναι δυνατόν ούτε να ασκήσουν, αλλά ούτε και να ασκηθεί αντέφεση κατ’ αυτών. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται επιτυχώς από το άρθρο 549 NCPC, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που υπήρξε διάδικος στον πρώτο βαθμό, ακόμη και αν δεν έχει την ιδιότητα του εφεσίβλητου, μπορεί να ασκήσει έφεση που προκαλείται είτε από την ήδη ασκηθείσα κύρια έφεση είτε από την τυχόν ασκηθείσα αντέφεση.

19. Όπως είναι προφανές, η διάταξη αυτή αναφέρεται εν γένει στους διαδίκους του πρώτου βαθμού ανεξαρτήτως της ιδιότητας που έχουν πλέον αποκτήσει ενώπιον του Εφετείου[52], γεγονός που επιτρέπει ακόμη και στον κύριο εκκαλούντα να ασκήσει προκληθείσα έφεση («επαντέφεση») επί της αντεφέσεως του αντεκκαλούντος και κυρίως εφεσιβλήτου όσον αφορά τα θιγέντα με την αντέφεση κεφάλαια της εκκαλουμένης αποφάσεως[53]. Κατά συνέπεια προς άσκηση προκληθείσης εφέσεως νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά όλοι οι διάδικοι του πρώτου βαθμού, στους οποίους αποκλείεται η άσκηση είτε κύριας εφέσεως (π.χ. λόγω παρόδου της προθεσμίας ασκήσεώς της) είτε αντεφέσεως (π.χ. λόγω ελλείψεως ενεργητικής ή/και παθητικής νομιμοποιήσεως), υπό την απαραίτητη και αυτονόητη προϋπόθεση, όμως, ότι διαθέτουν έννομο συμφέρον, το οποίο σε γενικές γραμμές συνίσταται εν προκειμένω στο ότι η απόφαση του Εφετείου που μέλλει να εκδοθεί επί της κυρίας εφέσεως ή της αντεφέσεως ενδέχεται να χειροτερεύσει την κατάσταση που δημιούργησε ως προς αυτούς η πρωτόδικη απόφαση.[54]

20. Η αντέφεση ή η προκληθείσα έφεση μπορούν να ασκηθούν σε κάθε στάση της κατ’ έφεσιν δίκης, ακόμη και μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως [55]. Στην περίπτωση, όμως, που ασκούνται εκτός της ανωτέρω προθεσμίας τότε έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα και ακολουθούν την τύχη της κύριας εφέσεως, με την έννοια ότι η απόρριψη της τελευταίας ως απαράδεκτης θα έχει ως επακόλουθο και την απόρριψη της αντεφέσεως ή της προκληθείσης εφέσεως[56] [57]. Εξ αντιδιαστολής, συνάγεται ότι στην περίπτωση που η αντέφεση ή η προκληθείσα έφεση ασκούνται εντός της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως, τότε θα ισχύσουν ως κύριες εφέσεις, αν η κύρια έφεση απορριφθεί ως απαράδεκτη, ήτοι η άσκηση αντεφέσεως ή προκληθείσης εφέσεως εντός της ανωτέρω προθεσμίας τις αποδεσμεύει από την τύχη της κυρίας εφέσεως και τους προσδίδει αυτοτελή χαρακτήρα[58]. Συνεπώς, με κριτήριο το αν ασκούνται ή όχι εντός της μηνιαίας γνήσιας ή της διετούς καταχρηστικής[59] προθεσμίας προς άσκηση εφέσεως, η αντέφεση ή η προκληθείσα έφεση διακρίνονται, αντίστοιχα, σε αυτοτελείς και παρεπόμενες.[60]

21. Συνοψίζοντας τα όσα έχουν ήδη λεχθεί σχετικά με τη συμμετοχή για οποιονδήποτε λόγο πλειόνων προσώπων στην κατ’ έφεσιν δίκη, θα μπορούσαν να λεχθούν τα εξής: αφενός μεν, όσον αφορά τους διαδίκους του πρώτου βαθμού αυτοί μπορούν, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον, 1) να ασκήσουν κύρια έφεση[61], 2) αν είναι εφεσίβλητοι, να ασκήσουν αντέφεση τόσο κατά του κυρίως εκκαλούντος όσο και κατά των άλλων εφεσιβλήτων[62] και 3) σε κάθε περίπτωση να ασκήσουν προκληθείσα έφεση[63], αφετέρου δε, όσον αφορά τους τρίτους, αυτοί μπορούν, χάνοντας τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, 4) να παρέμβουν οικειοθελώς στην κατ’ έφεσιν δίκη, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον[64] ή 5) να εξαναγκαστούν σε παρέμβαση εφόσον η ΄΄εξέλιξη της διαφοράς΄΄ καθιστά απαραίτητη τη συμμετοχή τους[65]. Τέλος, 6) σε περιπτώσεις αλληλεγγυότητας ή αδιαιρετότητας ο Γάλλος δικαστής μπορεί να προκαλέσει αυτεπαγγέλτως τη συμμετοχή στη δίκη όλων των συνενδιαφερομένων.[66]

6. Η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως

22. Ο γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, σε αντίθεση με τον ελληνικό που το εντάσσει γενικότερα στις διατάξεις περί προθεσμιών του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αντιμετωπίζει ειδικά το ζήτημα του υπολογισμού της προθεσμίας ασκήσεως των ενδίκων μέσων με ένα πλέγμα κοινών διατάξεων που έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως του τακτικού ή του έκτακτου χαρακτήρα του ασκούμενου ενδίκου μέσου. Οι διατάξεις αυτές αντιμετωπίζουν επιτυχώς, κατά γενική ομολογία της γαλλικής θεωρίας, τα ζητήματα της ομοδικίας, της επιτροπείας και της δικαστικής συμπαραστάσεως, της ελλείψεως ικανότητας προς δικαιοπραξία και του θανάτου ενός εκ των διαδίκων, πάντα σε συνάρτηση με την επιρροή που μπορεί να έχουν οι ανωτέρω καταστάσεις στον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως των ενδίκων μέσων. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 528 NCPC, η προθεσμία ασκήσεως των ενδίκων μέσων αρχίζει από την επίδοση[67] στον αντίδικο της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως[68], εκτός αν ο νόμος ορίζει ότι η συγκεκριμένη προθεσμία άρχεται από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως[69], η δε τυχόν αρξάμενη προθεσμία τρέχει και εναντίον του επιδώσαντος διαδίκου[70]. Όμως, και στο γαλλικό δίκαιο γίνεται δεκτό, αν και δεν ορίζεται ρητά, όπως στο ελληνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[71], ότι το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί ακόμη και πριν από την έναρξη της προθεσμίας, ενώ η συνδρομή περιστατικού ανωτέρας βίας είναι ικανό να προκαλέσει την αναστολή της.[72] [73]

23. Το άρθρο 538 NCPC ορίζει ότι η προθεσμία ασκήσεως των τακτικών ενδίκων μέσων, ήτοι της εφέσεως και της ανακοπής ερημοδικίας, είναι διάρκειας ενός [1] μηνός για τις υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και δεκαπέντε [15] ημερών για τις υποθέσεις της εκούσιας, πάντοτε, βέβαια, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων[74]. Στην περίπτωση, όμως, που επί υποθέσεως αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας η απόφαση που εκδόθηκε ήταν ερήμην[75] ή πλασματική κατ’ αντιμωλίαν[76] και ο εναγόμενος είτε δεν μπόρεσε χωρίς δική του υπαιτιότητα να λάβει έγκαιρα γνώση της αποφάσεως είτε βρισκόταν σε αδυναμία να δράσει, τότε ο δικαστής που είναι αρμόδιος για την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας ή της εφέσεως, μπορεί, κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως, να άρει τον αποκλεισμό που είχε δημιουργήσει η πάροδος της προθεσμίας και να επιτρέψει στον εναγόμενο την παραδεκτή άσκηση του μέχρι πρότινος εκπροθέσμου τακτικού ενδίκου μέσου[77]. Η ίδια ακριβώς ρύθμιση εφαρμόζεται αναλόγως και για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας[78]. Στο ελληνικό δίκαιο το αυτό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μέσω του θεσμού της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατ’ άρθρα 152 επ. ΚΠολΔ.

24. Εκτός από την ανωτέρω ρύθμιση της ενάρξεως της γνήσιας προθεσμίας ασκήσεως των ενδίκων μέσων, ο γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας θεσπίζει κατά τρόπο γενικό και μόνο για τις οριστικές αποφάσεις και μία καταχρηστική προθεσμία δύο ετών που αρχίζει να τρέχει από τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως[79]. Η παράλειψη επιδόσεως της αποφάσεως εντός της διετούς αυτής καταχρηστικής προθεσμίας, καθιστά απαράδεκτη την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου κατ’ αυτής[80]. Συνοψίζοντας, λοιπόν, η γνήσια προθεσμία για την άσκηση εφέσεως[81] είναι κατά κανόνα διάρκειας ενός [1] μηνός για τις υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και δεκαπέντε [15] ημερών για τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας και αρχίζει από την κοινοποίηση της αποφάσεως στον αντίδικο[82], ενώ η καταχρηστική είναι διάρκειας δύο ετών και αρχίζει να τρέχει από τη δημοσίευση της μέλλουσας να εκκληθεί αποφάσεως.[83]

7. Οι λόγοι εφέσεως

25. Δεδομένου ότι το ένδικο μέσο της εφέσεως είναι τακτικό, δεν ορίζονται στο γαλλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, συγκεκριμένοι λόγοι άσκησής του, αφού ο βλαπτόμενος από την πρωτόδικη απόφαση διάδικος μπορεί να την εφεσιβάλει για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχουν αναμφισβήτητα η κακή ερμηνεία και εφαρμογή των εκάστοτε εφαρμοστέων διατάξεων, καθώς και η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση του εισφερθέντος στον πρώτο βαθμό αποδεικτικού υλικού. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στο ελληνικό δίκαιο ως προς τους λόγους εφέσεως.

8. Τα αποτελέσματα της εφέσεως

8.1. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (L’ effet dévolutif)[84] [85]

26. Με την κανονική άσκηση της εφέσεως, το Εφετείο επιλαμβάνεται πλέον της υποθέσεως, έχοντας την αρμοδιότητα αλλά και το καθήκον να τη δικάσει τόσο ως προς τα πραγματικά περιστατικά όσο και ως προς τα νομικά ζητήματα και να τροποποιήσει ολικά ή μερικά την προσβαλλόμενη απόφαση, ή, σε περίπτωση που εξαφανίσει την τελευταία, να εκδώσει νέα[86]. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η νόμιμη άσκηση της εφέσεως δεσμεύει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως προς την εκδίκαση της εκάστοτε συγκεκριμένης υποθέσεως, αφού το Εφετείο δεν μπορεί, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση ή διατάσσοντας αποδείξεις, να την παραπέμψει ενώπιον άλλου δικαστηρίου[87]. Κατά συνέπεια η έφεση μεταβιβάζει προς εκδίκαση την υπόθεση στο Εφετείο[88] και ακριβώς σ’ αυτή την ενέργειά της συνίσταται το μεταβιβαστικό της αποτέλεσμα.

27. Η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος καθορίζεται αφενός από την εξουσία που είχε ο δικαστής του πρώτου βαθμού όσον αφορά την εκδίκαση της συγκεκριμένης υποθέσεως, ώστε να μην είναι π.χ. δυνατό να κρίνει το Εφετείο στην ουσία της την υπόθεση όταν η έφεση στρέφεται κατά πρωτόδικης αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων[89], και αφετέρου από το ίδιο το περιεχόμενο του δικογράφου της εφέσεως, με την έννοια ότι οι δικαστές του δευτέρου βαθμού οφείλουν να περιορίσουν τη δικαιοδοτική τους κρίση μόνο επί εκείνων των κεφαλαίων της πρωτόδικης αποφάσεως που προσβάλλει ρητά ή σιωπηρά ο εκκαλών, καθώς και επί εκείνων που συνέχονται αναγκαία με αυτά[90] (tantum devolutum quantum appellatum)[91] [92]. Πιο συγκεκριμένα η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου επί της ασκηθείσης εφέσεως πρέπει να περιορίζεται από το περιεχόμενο των τελευταίων προτάσεων που είχαν υποβάλει οι διάδικοι στον πρώτο βαθμό[93]. Ωστόσο, το άρθρο 562 al.2 NCPC ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται εξ ολοκλήρου στο Εφετείο όταν η έφεση δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως ή όταν ζητείται η ακύρωση της τελευταίας ή, τέλος, όταν το αντικείμενο της διαφοράς είναι αδιαίρετο.

28. Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως και η συγκεκριμένη έκταση που αυτό λαμβάνει κάθε φορά, κατ’ εφαρμογήν των αρχών της διαθέσεως και του συζητητικού συστήματος, έχει ως απόρροια τα παρακάτω αποτελέσματα, ήτοι: 1) το Εφετείο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του εκκαλούντος αν δεν έχει ασκηθεί αντέφεση εκ μέρους του εφεσιβλήτου (non reformatio in peius)[94], λύση που ενισχύεται στο γαλλικό δίκαιο και από την εξουσία του δεδικασμένου που φέρουν τα μη προσβληθέντα κεφάλαια της πρωτόδικης οριστικής αποφάσεως[95], και 2) οι διάδικοι δεν μπορούν, τροποποιώντας το αντικείμενο της δίκης, να προβάλουν το πρώτον ενώπιον του Εφετείου ισχυρισμούς που μπορούσαν να έχουν προβάλει πρωτοδίκως, εκτός αν οι νέοι ισχυρισμοί αφορούν την προβολή ενστάσεως συμψηφισμού, είναι αναγκαίοι για την άμυνα του διαδίκου κατά των ισχυρισμών του αντιδίκου του, ή αντιμετωπίζουν οψιγενή ζητήματα που δημιουργούνται είτε από την παρέμβαση τρίτων προσώπων είτε από την παρείσδυση ή την αποκάλυψη νέων γεγονότων στην κατ’ έφεσιν δίκη[96], ο ίδιος δε ο Γάλλος νομοθέτης ορίζει ότι δεν θεωρούνται νέοι ισχυρισμοί όσοι εντάσσονται στο πλαίσιο των ενστάσεων που προτάθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καίτοι έχουν διαφορετική νομική βάση από τους πρωτοδίκως προβληθέντες.[97]

29. Εκτός του γεγονότος ότι κατά πάγια νομολογία ο κανόνας του άρθρου 564 NCPC δεν θεωρείται στο γαλλικό δίκαιο δημοσίας τάξεως και έτσι το Εφετείο δεν μπορεί να τον εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως[98], μια σειρά ρυθμίσεων του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οριοθετεί την απαγόρευση της μη προβολής νέων ισχυρισμών το πρώτον στο δεύτερο βαθμό. Έτσι, οι διάδικοι μπορούν α) βάσει του άρθρου 563 NCPC να επικαλεστούν νέα μέσα, να προσαγάγουν νέα αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν τη διεξαγωγή νέων αποδείξεων προκειμένου να υποστηρίξουν του πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμούς τους, β) βάσει του άρθρου 566 NCPC, να αποσαφηνίσουν τους ισχυρισμούς που προέβαλαν στον πρώτο βαθμό και να προσθέσουν σ’ αυτούς όποιο αίτημα αποτελεί παράρτημα, συνέπεια ή συμπλήρωμά τους[99] και γ) βάσει του άρθρου 567 NCPC, να υποβάλουν ενώπιον του Εφετείου αιτήματα ανταγωγικής φύσεως (demandes reconventionnelles), περίπτωση που περιλαμβάνει και το αίτημα της πλήρους αντιστροφής της πρωτοβάθμιας αποφάσεως υπέρ του πρωτοδίκως ηττηθέντος εκκαλούντος.[100]

30. Πέραν όλων των ανωτέρω, το Εφετείο μπορεί[101], αν έχει αχθεί ενώπιόν του μια απόφαση που έχει διατάξει ανακριτικό μέτρο[102] ή που έχει θέσει τέρμα στη δίκη κρίνοντας ως απαράδεκτο το αίτημα του ενάγοντος[103], να κρίνει (ή σε ακριβή μετάφραση εκ του γαλλικού όρου να εκκαλέσει – évoquer) και όσα σημεία της υποθέσεως δεν κρίθηκαν πρωτοδίκως, εφόσον εκτιμά βάσιμα ότι με την αυτεπάγγελτη αυτή επέκταση της κρίσεώς του πρόκειται να δώσει οριστική λύση στην υπόθεση[104]. Η ενέργεια αυτή του Εφετείου που μεταφράζεται από τα γαλλικά με τον όρο ΄΄έκκληση΄΄ (évocation), αν και συνιστά εξαίρεση από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίζει σε καμμία περίπτωση την εφαρμογή των άρθρων 563 έως 567 NCPC που ρυθμίζουν τη δυνατότητα και τα όρια προβολής νέων ισχυρισμών το πρώτον στην κατ’ έφεσιν δίκη[105]. Είναι προφανές ότι η ρύθμιση αυτή, ως ειδική εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, αποσκοπεί στην εξοικονόμηση δικονομικής ενέργειας και στην επιτάχυνση της πολιτικής διαδικασίας, αφού μέσω της évocation το Εφετείο αποφεύγει να αναπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, η οποία (απόφαση) με τη σειρά της θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο νέας εφέσεως.[106]

8.2. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα (L'effet suspensif)[107] [108]

31. Σύμφωνα με το άρθρο 539 NCPC, η προθεσμία ασκήσεως ή η ίδια η άσκηση ενός τακτικού ενδίκου μέσου, και συνεπώς και της εφέσεως, αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλομένη αποφάσεως. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, στο γαλλικό δίκαιο, όπως, άλλωστε και στο ελληνικό[109], η έφεση αποστερεί έστω και πρόσκαιρα την εκκαλουμένη δικαστική απόφαση από την εκτελεστική της δύναμη και την εξουσία του δεδικασμένου που αυτή διαθέτει, με αποτέλεσμα ο πρωτοδίκως νικήσας διάδικος να μην μπορεί, χρησιμοποιώντας ως εκτελεστό τίτλο την πρωτόδικη απόφαση, να επισπεύσει διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του ηττημένου αντιδίκου του[110] [111]. Η ενέργεια αυτή του εξεταζόμενου ενδίκου μέσου αποδίδεται εν συντομία με τον όρο ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως.[112]

32. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως δεν είναι, όμως, ανεξαίρετος κανόνας στο γαλλικό δίκαιο. Τη μεγαλύτερη εξαίρεσή του τη συνιστά ο γνωστός και στο ελληνικό δίκαιο θεσμός της προσωρινής εκτελέσεως, ο οποίος έχει ως μοναδικό και διαρκή σκοπό του να απογυμνώνει τα τακτικά ένδικα μέσα της εφέσεως και της ανακοπής ερημοδικίας από την ανασταλτική τους δύναμη. Ο Γάλλος νομοθέτης έχει, μάλιστα, εντάξει τη διαδικασία χορηγήσεως της προσωρινής εκτελεστότητας στην ευρύτερη ύλη των προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων. Η προσωρινή εκτελεστότητα συνιστά, δηλαδή, στο γαλλικό δίκαιο προσωρινό (ασφαλιστικό) μέτρο που επιτρέπει σε όποιον έχει οριστική απόφαση σε όφελός του να την εκτελέσει αμέσως πριν την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως των τακτικών ανασταλτικών ενδίκων μέσων ή και παρά την άσκηση των μέσων αυτών.

33. Οι προϋποθέσεις για να καταστεί μια οριστική απόφαση προσωρινά εκτελεστή, στην περίπτωση που αυτή δεν διαθέτει εκ του νόμου την εν λόγω ιδιότητα[113], ορίζονται στο άρθρο 515 NCPC, κατά το οποίο η προσωρινή εκτελεστότητα χορηγείται αιτήσει των διαδίκων, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστή που εξέδωσε την απόφαση, εφόσον 1) δεν είναι αντίθετη με το νόμο, 2) είναι συμβατή με τη συγκεκριμένη υπόθεση και 3) κρίνεται αναγκαία[114], χωρίς να απαιτείται και για τη χορήγησή της και η συνδρομή του κατεπείγοντος, το οποίο τίθεται κατά κανόνα ως προϋπόθεση για τη λήψη προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων στο γαλλικό δίκαιο.

34. Όπως γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό, η χορήγηση ή μη της προσωρινής εκτελεστότητας είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, γεγονός που οδηγεί στην πράξη στην κατάχρηση του θεσμού αυτού, δεδομένου ότι ο Γάλλοι πρωτοδίκες διάκεινται ευμενώς προς τη χορήγηση της προσωρινής εκτελεστότητας, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να ενισχύσουν το κύρος της δικαιοδοτικής του κρίσεως, αποδυναμώνοντας την έφεση από το ανασταλτικό της αποτέλεσμα, «τιμωρώντας» ουσιαστικά έτσι τον ηττηθέντα διάδικο που σκέπτεται να αμφισβητήσει την ορθότητα της πρωτόδικης αποφάσεως προσφεύγοντας σε ανώτερο δικαστήριο.[115]

35. Κατά της αποφάσεως του πρωτοδίκη που χορηγεί προσωρινή εκτελεστότητα, ο καθ’ ου μπορεί, σύμφωνα με το 524 NCPC, να προσφύγει στο Πρόεδρο Εφετών και να ζητήσει την παύση της προσωρινής εκτελέσεως για δύο λόγους, ήτοι: 1) αν διατάχθηκε παρά το νόμο[116] ή 2) αν υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας δυσανάλογων συνεπειών εις βάρος του καθ’ ου σε σχέση με την ωφέλεια που αποκομίζει ο αιτών[117]. Η προσφυγή αυτή δεν συνιστά έφεση, δεδομένου ότι δεν διαθέτει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα που χαρακτηρίζει το ένδικο αυτό μέσο, αφού ο Πρόεδρος Εφετών μπορεί να παύσει την προσωρινή εκτέλεση μόνο για τους ανωτέρω δύο συγκεκριμένους λόγους. Στην καθημερινή πρακτική, όμως, η παύση της προσωρινής εκτελέσεως δίνεται, αν ο Πρόεδρος Εφετών διαπιστώσει ότι η εκτελούμενη οριστική πρωτόδικη απόφαση είναι προφανώς εσφαλμένη.

8.3. Το επικοινωτικό αποτέλεσμα (L'effet communicatif)

36. Παρά το γεγονός ότι η γαλλική θεωρία δεν δίνει ιδιαίτερο βάρος στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα της εφέσεως, ωστόσο, δανειζόμενοι το αντίστοιχο κριτήριο της ελληνικής θεωρίας, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε την εντονότερη ύπαρξή του αποτελέσματος αυτού στη γαλλική ρύθμιση της εφέσεως. Ειδικότερα, το επικοινωτικό αποτέλεσμα στο ελληνικό δίκαιο συνίσταται στο ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να ζητήσει με αντέφεση τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως υπέρ αυτού χωρίς να δεσμεύεται από την προθεσμία προς άσκηση εφέσεως[118]. Με βάση όσα έχουν προηγηθεί, εύκολα διαπιστώνεται ότι με τη θεσμοθέτηση της προκληθείσης εφέσεως[119] τα όρια του επικοινωτικού αποτελέσματος της εφέσεως είναι ευρύτερα στο γαλλικό δίκαιο απ’ ό,τι στο ελληνικό, αφού αφενός κάθε διάδικος του πρώτου βαθμού, και όχι μόνο ο εφεσίβλητος, μπορεί να ζητήσει υπέρ αυτού τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως ακόμη και εκτός της προθεσμίας προς άσκηση κύριας εφέσεως και αφετέρου ο κύριος εκκαλών μπορεί με την άσκηση προκληθείσης εφέσεως να απαντήσει στη αντέφεση του εκκαλούντος, δίνοντας έτσι σ’ αυτήν χαρακτήρα ΄΄επαντεφέσεως΄΄, με αποτέλεσμα στο γαλλικό δίκαιο, σε πλήρη αντίθεση με τα ισχύοντα στο ελληνικό, να έχει επικοινωτικό αποτέλεσμα όχι μόνο η έφεση αλλά και η αντέφεση.

 

[1] Αναλυτικότερα για την έννοια του βαθμού δικαιοδοσίας στο γαλλικό δίκαιο: Degré: En procédure le mot "degré" différencie les juridictions en fonction de leur place dans l'organisation judiciaire qui est du type pyramidal. En France, les juridictions civiles de l'ordre judiciaire sont situées sur une échelle à deux degrés: les juridictions de première instance c'est à dire, celles qui rendent des jugements susceptibles d'appel, elles appartiennent toutes au premier degré, tels le Tribunal d'Instance, le Tribunal de Grande Instance, le Tribunal de commerce, le Tribunal des affaires de sécurité sociale, le Conseil de prud'hommes, le Tribunal paritaire des baux ruraux et, les juridictions du second degré que sont les Cours d'appel. Les juridictions du premier degré statuent en premier et dernier ressort jusqu'à un certain montant, elles statuent au delà à charge d' appel. Les Cours d'appel ne statuent en premier ressort que dans des cas tout à fait exceptionnels, par exemple en matière d'exécution provisoire relativement à une procédure faisant l'objet d'un appel, βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr.

[2] Nouveau Code de Procédure Civile.

[3] Στη γαλλική το Εφετείο καλείται Cour d'appel. Αναλυτικότερα για τη λειτουργία των Εφετείων: Les Cours d'appel sont les juridictions du second degré qui connaissent par la voie de l'appel des demandes tendant à la confirmation ou à l'infirmation des jugements rendus par les juridictions de première instance (Tribunaux de grande Instance, Tribunaux d'instance, Tribunaux de commerce,Conseils de Prud'hommes, Tribunaux paritaires des baux ruraux, Tribunaux des affaires de sécurité sociale). Le territoire métropolitain de la France est divisé en régions judiciaires qui comprennent en général plusieurs Départements. A la tête de chacune de ces régions se trouve une Cour d'appel. Les Départements et les Territoires d'Outre-mer constituent chacun une région qui dispose d'une Cour d'appel (La Réunion, La Guadeloupe, La Martini­que, La Polynésie Française, La Nouvelle Calédonie). En revanche à Saint Pierre et Miquelon est institué un Tribunal supérieur d'Appel et à la Guyane fonctionne une Chambre détachée de la Cour d'Appel siégeant à Fort-de-France (Martinique). Les Cours d'Appels rendent non pas des "jugements", mais des "arrêts". Leurs décisions, mais seulement en ce qu'elles ne seraient pas conformes au droit, sont susceptibles de pourvoi devant la Cour de Cassation. Le chef d'une Cour d'appel, est le "Premier Président" et, de son côté, le Ministère public est dirigé par le "Procureur général". Chaque Cour d'appel est divisée en formations de jugement désignée sous le nom de "Chambres". Chacune d'elles est présidées par un "Président de chambre". Les juges portent le nom de "Conseillers". Les Chambres sont spécialisées dans un type d' affaires déterminé (affaires familiales, relations contractuelles, responsabilité civile, affaires sociales, etc.). Le nombre et la composition des chambres sont fixés par décret. Le Premier président, qui dispose de pouvoirs particuliers pour l'organisation de sa juridiction, prend par ordonnance les mesures administratives nécessaires à son fonctionnement. Il préside la "Première Chambre" de la Cour, distribue les affai­res, statue en cas d'urgence sur les demandes de fixation prioritaires (notamment en cas de défense à exécution provisoire), et il préside l'audience des référés. En fait, il délègue le plus souvent une partie de ses attributions et, pour la partie administrati­ve de ses fonctions, il est assisté d'un magistrat qui assure les fonctions de secrétaire général. L'appel a un effet dévolutif et un effet suspensif. Le Premier Président ou le conseiller de la mise en état peuvent ordonner la suspension des effets d'un jugement rendu par la juridiction de première instance qui a été assorti de l'exécution provisoire, βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr.

[4] Ειδικότερα για το ένδικο μέσο της εφέσεως: Appel: Voie de recours par laquelle une partie à l' instance porte l'affaire devant la juridiction supérieure. Dans l'organisation judiciaire française, les appels dirigés contre les décisions rendues par les juridictions du premier degré (Tribunal d'Instance, Tribunal de Grande Instance, Tribunal de Commerce, Tribunal des affaires de Sécurité sociale, Conseil de Prud'hommes,Tribunal paritaire des baux ruraux) sont concentrés entre les mains de la Cour d'Appel dans le ressort territorial de laquelle ces juridictions ont leur siège. L'appel est cependant limité aux affaires dont l'objet a une valeur excédant 13.000F. Les autres litiges sont dits "jugés en dernier ressort". Ces jugements ne peuvent faire l'objet que d'un recours dénommé "pourvoi" devant une juridiction qui est unique, la Cour de cassation. Sauf en matière sociale (encore que dans la pratique même dans ce cas il soit rare que les parties ne déposent pas des conclusions), la procédure devant la Cour d'Appel est écrite et les parties ne peuvent être représentées et ne peuvent présenter leurs écritures que sous la signature d'un avoué. On retrouve devant la Cour d'Appel le système de représentation qui était autrefois celui des Tribunaux de Grande Instance devant lesquels l'avoué conduisait la procédure et l'avocat plaidait à l'audience. Celui qui est attrait devant la Cour d'Appel porte le nom de "partie intimée", βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr.

[5] Στο γαλλικό δίκαιο ως δικαστική απόφαση με ευρεία έννοια νοείται αυτή που προέρχεται από οποιονδήποτε δικαιοδοτικό σχηματισμό (juridiction), ενώ με τη στενή του όρου έννοια η προερχόμενη από κάποιο δικαστήριο (tribunal, cour d’ appel, cour de cassation) Σε αντίθεση με τα επικρατούντα στην ελληνική θεωρία και νομολογία, όπου ο όρος ΄΄δικαστική απόφαση΄΄ χρησιμοποιείται αδιακρίτως για πράξεις κάθε δικαστηρίου, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας και μονομελούς ή πολυμελούς συνθέσεως, η γαλλική νομική παράδοση έχει διαπλάσει ορισμένους όρους που αποδίδονται στις δικαστικές αποφάσεις ανάλογα με το δικαστήριο από το οποίο προέρχονται. Ο συχνής χρήσεως όρος ΄΄jugement΄΄ μπορεί στο γαλλικό δίκαιο να χρησιμοποιηθεί και ως συνώνυμος του γενικότερου όρου ΄΄décision de justice΄΄ ή ΄΄décision judiciaire΄΄, αλλά συνήθως αναφέρεται στις αποφάσεις που προέρχονται από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια, καθώς και από τα δικαστήρια των λεγόμενων ειδικών διαδικασιών (juridictions spécialisées) εκτός των γαλλικών εργατοδικείων (Conseils de Prud’ hommes), οι αποφάσεις του οποίου αποδίδονται με τον όρο ΄΄sentences΄΄, όρος που ισχύει και για τις αποφάσεις των διαιτητικών δικαστηρίων, οι οποίες καλούνται ειδικότερα ΄΄sentences arbitrales΄΄. Οι αποφάσεις που εκδίδουν τα γαλλικά Εφετεία (Cours d’ Appel) ή το γαλλικό Ακυρωτικό (Cour de Cassation) ονομάζονται ΄΄arrêts΄΄. Εκτός από όλους τους ανωτέρω όρους, η γαλλική νομική ορολογία γνωρίζει και τον όρο της ΄΄ordonnance΄΄, που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά με τον αντίστοιχο, άλλα όχι ταυτόσημο, όρο της ΄΄διαταγής΄΄. Αρχικά ο υπό εξέταση όρος αναφερόταν είτε στις αποφάσεις του επί των αποδείξεων δικαστή είτε στις αποφάσεις του Προέδρου ενός δικαστηρίου, όταν ο τελευταίος αποφαινόταν κατά την επ’ αναφορά ή την κατ’ αίτησιν διαδικασία· συνεπώς, κριτήριο για την ονομασία μιας δικαστικής αποφάσεως ως ΄΄ordonnance΄΄ ήταν η έκδοσή της εκτός του πλαισίου της πολυμελούς συνθέσεως του δικαστηρίου στο οποίο ανήκε ο δικαστής που την εξέδιδε. Όταν, όμως, με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκαν οι περιπτώσεις για τις οποίες εκδίδονταν αποφάσεις από έναν μόνο δικαστή, άρχισε να χρησιμοποιείται αδιακρίτως και γι’ αυτές ο όρος ΄΄jugement΄΄. Στη τρέχουσα γαλλική νομική ορολογία, λοιπόν, ο όρος της ΄΄ordonnance΄΄ χρησιμοποιείται μόνο για τις αποφάσεις που διατάσσουν προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα, καθώς και γι’ αυτές που σχετίζονται με τη λήψη μέτρων δικαστικής διαχειρίσεως, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν εμπίπτουν καν στην έννοια της δικαστικής αποφάσεως, βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό στους διαδικτυακούς τόπους http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr και http://www.legamedia.net.

[6] Ο δικαστής, όμως, εκτός από φορέας της δικαστικής λειτουργίας, είναι παράλληλα και διοικητικό όργανο, δεδομένου ότι είναι επιφορτισμένος και με τη διενέργεια πράξεων που ανήκουν στη λεγόμενη διοίκηση της δικαιοσύνης. Στα πλαίσια της διοικητικής του δραστηριότητας, ο δικαστής π.χ. διανέμει τις προς εκδίκαση υποθέσεις στα διάφορα τμήματα ενός δικαστηρίου, προσδιορίζει τη δικάσιμο, διορίζει τους επί των αποδείξεων δικαστές, εγγράφει τα λεγόμενα βοηθητικά πρόσωπα της δικαιοσύνης (π.χ. πραγματογνώμονες) σε ειδικούς καταλόγους κ.ά. Όλες οι ανωτέρω ενέργειες του δικαστή δεν ανήκουν ούτε στη εκούσια, ούτε στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, αλλά είναι ιδιόμορφες (sui generis) πράξεις που έχουν σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας της δικαιοσύνης (E. Blanc - J. Viatte, Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, σελ.341). Οι πράξεις αυτές, ως βασιζόμενες στη διοικητικής φύσεως αρμοδιότητα του δικαστή, δεν συνιστούν, με βάση τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, δικαστικές αποφάσεις. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο κυριότερος λόγος που ο γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας αφενός τις αποκλείει από την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικών αποφάσεων, βάσει του άρθρου 499 NCPC, και αφετέρου δεν επιτρέπει την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 537 NCPC.

[7] Civ. 2e 28 Novembre 1973, JCP 74.IV.6412. Επιτρέπεται, όμως, η άσκηση εφέσεως κατ’ αυτών αν το περιεχόμενό τους είναι αντίθετο με τη δημόσια τάξη, Civ. 2e 15 Juillet 1981, Bull II, no 158, p.102. Με κριτήριο το αν ο δικαστής, με την απόφαση που εκδίδει, πιστοποιεί μονομερείς δηλώσεις των διαδίκων ή μεταξύ τους συμφωνίες οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται αντίστοιχα σε αυτές που πιστοποιούν διαδικαστικές πράξεις και σε διαδικαστικές ή δικαστικές συμβάσεις. Οι διαδικαστικές συμβάσεις είναι πράξεις συμβατικές κατ’ ουσίαν, αλλά διαδικαστικές κατά τύπον. Λόγω της διττής τους αυτής φύσεως για να είναι έγκυρες αφενός μεν θα πρέπει να πληρούνται όλοι οι όροι που θέτει το αστικό ουσιαστικό δίκαιο, ήτοι ο διάδικοι να ήταν ικανοί προς δικαιοπραξία γενικώς ή ειδικώς ως προς το είδος της επιχειρούμενης συμβάσεως, να είχαν εξουσία διαθέσεως, την προσφορά του ενός διαδίκου να την ακολούθησε η αποδοχή του αντιδίκου του κ.ο.κ., αφετέρου δε η απόφαση θα πρέπει να εκδίδεται κατά τήρηση των όρων του αστικού δικονομικού δικαίου, ήτοι να είναι χρονολογημένη και υπογεγραμμένη, ο δικαστής που την εξέδωσε να είναι καθ’ ύλην αρμόδιος κ.ο.κ.

[8] Με κριτήριο την πραγματική ή εικονική αντιδικία των διαδίκων ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου, οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται, αντίστοιχα, σε κανονικές και σε κατ’ επίφασιν ή εικονικές. Οι κανονικές αποφάσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εκδιδομένων δικαστικών αποφάσεων, αφού λύνουν κατόπιν πραγματικής αντιδικίας δύο τουλάχιστον διαδίκων μια διαφορά ιδιωτικού δικαίου. Αντιθέτως, οι κατ’ επίφασιν δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στην εξαιρετική εκείνη περίπτωση που δύο πρόσωπα δημιουργούν τεχνητά μια αντιδικία μεταξύ τους, προκειμένου να την αγάγουν ενώπιον των δικαστηρίων και να δημιουργήσουν ή να αποφύγουν με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως μια κατάσταση που δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί ή να αποφευχθεί διαφορετικά. Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η περίπτωση των κατ’ επίφασιν δικαστικών αποφάσεων, θα μπορούσαν να παραλληλιστούν στο ελληνικό δίκαιο με την πρακτική που επικρα­τούσε προ της θεσμοθετήσεως του συναινετικού διαζυγίου, όταν οι σύζυγοι που επιθυμούσαν από κοινού να χωρίσουν προκαλούσαν εικονική δίκη μεταξύ τους προκειμένου να αποσπάσουν κατ’ αντιδικία μια δικαστική απόφαση που θα απήγγελλε τη λύση του γάμου τους (αυτός, άλλωστε, είναι και ένας από τους λόγους που η δικαστική ομολογία εκτιμάται ελεύθερα στις γαμικές διαφορές, βλ. άρθ.600 §1 ΚΠολΔ).

[9] Με κριτήριο την παύση εξετάσεως ενός παρεμπίπτοντος ζητήματος ή τον τερματισμό της δίκης είτε ως προς όλα είτε ως προς ορισμένα κύρια ζητήματα, οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται σε οριστικές, μη οριστικές και εν μέρει οριστικές. Η διάκριση αυτή των δικαστικών αποφάσεων είναι, και στο γαλλικό δίκαιο, από τις πιο σημαντικές, αν όχι η σημαντικότερη, δεδομένου ότι συνδέεται άμεσα με το παραδεκτό ασκήσεως των ενδίκων μέσων, τη δυνατότητα ανακλήσεως και τροποποιήσεως των δικαστικών αποφάσεων, τη διαδικασία της διορθώσεως και της ερμηνείας τους, καθώς και την απόκτηση της λεγόμενης ΄΄εξουσίας του δεδικασμένου΄΄ (autorité de la chose jugée).

[10] Το κριτήριο της υποδιακρίσεως αυτής των οριστικών αποφάσεων είναι το αντικείμενο της δικαστικής κρίσεως. Οι πρώτες (οι δικονομικές) διαπιστώνουν την ανυπαρξία του δικονομικού αντικειμένου της δίκης λόγω της υπάρξεως κάποιου διαδικαστικού κωλύματος (π.χ. δεδικασμένου) ή λόγω ελλείψεως κάποιας διαδικαστικής προϋποθέσεως (π.χ. ικανότητας προς δικαστική παράσταση) και εξαιτίας αυτού του γεγονότος αρνούνται την εξέταση του ουσιαστικού αντικειμένου, ενώ οι δεύτερες (οι ουσιαστικές), κρίνοντας υπαρκτό το δικονομικό αντικείμενο, αποφαίνονται επί της ουσίας της διαφοράς. (Κ. Δ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1986, κεφ.Χ, αριθ.109, σελ.281, στοιχ.δ΄).

[11]  Όπως και πράγματι ορίζει άλλως σε αρκετές περιπτώσεις. Ενδεικτικά, Βλ. art.320 NCPC για το δικαστικό όρκο, καθώς και art.272 NCPC για την πραγματογνωμοσύνη, τα οποία επιτρέπουν την άσκηση αυτοτελούς εφέσεως κατά των αποφάσεων που αρνούνται την επαγωγή δικαστικού όρκου ή διατάσσουν πραγματογνωμοσύνη. Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων (490 al.2 και 496 NCPC).

[12] Βλ. άρθ.513§1 εδ.α΄ στοιχ.β΄και εδ.γ΄ ΚΠολΔ.

[13] Το πιο πρόσφατο όριο ανεκκλήτου είναι το αντίστοιχο σε € των 13.000.- γαλλικών φράγκων. Και στην Ελλάδα υπάρχει ανέκκλητο λόγω ποσού για τις υποθέσεις των λεγόμενων μικροδιαφορών, σύμφωνα με το άρθρο 512 ΚΠολΔ, το οποίο καθορίζεται σήμερα στο ποσό των 1.500,00,-€.

[14] Τα ίδια με μικρές διαφοροποιήσεις ισχύουν και στο ελληνικό δίκαιο. Ειδικότερα: Με έφεση προσβάλλονται οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά την τακτική διαδικασία από τα ειρηνοδικεία, τα μονομελή πρωτοδικεία και τα πολυμελή όταν δικάζουν ως πρωτοβάθμια δικαστήρια (άρθ.12 §1 ΚΠολΔ). Δεν υπόκεινται σε έφεση οι αποφάσεις που εκδίδουν τα εφετεία σε πρώτο βαθμό (άρθ.61 ΕισΝΚΠολΔ) και τα πολυμελή πρωτοδικεία σε δεύτερο βαθμό. Με έφεση προσβάλλονται μόνο οι δικαστικές αποφάσεις· συνεπώς δεν προσβάλλονται με έφεση οι διαιτητικές αποφάσεις (άρθ.895 §1 ΚΠολΔ) καθώς και οι δικαστικές διαταγές, λ.χ. η διαταγή πληρωμής (άρθ.632-633 ΚΠολΔ), η «απόφαση» πα­ροχής του ευεργετήματος της πενίας (άρθ.202 ΚΠολΔ), αυτοτελώς η «απόφαση» που επιβάλλει ποινές τάξεως κατά το άρθρο 206 ΚΠολΔ (ΕφΑιγ 10/1972 Αρμ.26.226). Από το συνδυασμό των άρθρων 12 §1 και 511 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση αμφιβολίας μια δικαστική απόφαση ειρηνοδικείου και μονομελούς ή πολυμελούς πρωτοδικείου υπόκειται σε έφεση. Μόνο αν υπάρχει αντίθετη διάταξη αποκλείεται η άσκησή της. Έτσι, δεν υπόκεινται σε έφεση οι δικαστικές αποφάσεις των ειρηνοδικείων και των μονομελών ή πολυμελών πρωτοδικείων: 1) για μικροδιαφορές (άρθ.512 ΚΠολΔ), 2) για ασφαλιστικά μέτρα (άρθ.699 ΚΠολΔ), εκτός αν πρόκειται για ασφαλιστικά μέτρα νομής (άρθ.734 §3 ΚΠολΔ), 3) για την άρση της αφανείας κατ' αίτηση του αφάντου (άρθ. 785 §2 ΚΠολΔ), 4) για την αφαίρεση του κληρονομητηρίου ή την κήρυξή του ως ανισχύρου, καθώς και για την τροποποίηση ή ανάκλησή του (άρθ.824 §§1-2 ΚΠολΔ). Πάντως δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, και συνεπώς και σε έφεση, οι δικαστικές αποφάσεις: 1) που εκδόθηκαν από πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανώτερο ή πολυμελέστερης συνθέσεως του καθ’ ύλην αρμοδίου (άρθ.47 ΚΠολΔ), 2) μόνο ως προς το κεφάλαιο των εξόδων (άρθ.193 ΚΠολΔ), 3) για το διορισμό διαιτητών και επιδιαιτητή (άρθ.878 §3 ΚΠολΔ), 4) για την αποδέσμευση του διαιτητή από τα καθήκοντα που ανέλαβε (άρθ.880 ΚΠολΔ), 5) για την εξαίρεση των διαιτητών και του επιδιαιτητή (άρθ.883 §2 ΚΠολΔ), 6) για τον καθορισμό προθεσμίας προς διεξαγωγή της διαιτησίας ή προς έκδοση της διαιτητικής αποφάσεως (άρθ.884 ΚΠολΔ), 7) για τη θέση ακινήτου ή επιχειρήσεως σε αναγκαστική διαχείριση (άρθ.1034 §2 ΚΠολΔ), 8) οι αποφάσεις του ειρηνοδικείου ως προς την εκλογή μελών διοικητικού ή εποπτικού συμβουλίου συνεταιρισμών ή αντιπροσώπων (άρθ.60 §2 ΕισΝΚΠολΔ), Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικότερα Σαμουήλ Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, Δ΄ Έκδοση, Αθήνα 1993, σελ.54-97 και στο δικτυακό τόπο http:// www.kostasbeys.gr.

[15] Βλ. άρθ.741 και 763-766 ΚΠολΔ.

[16] Για τη ρύθμιση του ζητήματος στο ελληνικό δίκαιο βλ. άρθ.516 ΚΠολΔ και αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www.kostasbeys.gr.

[17] Βλ. art.546 al.1 NCPC.

[18] Civ. 2e 15 Février 1978: JCP 78.IV.123; Com. 2 Mai 1977: D. 1978, IR 57; Civ. 1re 18 Juillet 1961: Bull. I, no 410.

[19] E. Blanc - J. Viatte, ό.π., σελ.371.

[20] Com. 27 Juin 1963: Bull. III, no 335, p. 283; Soc. 10 Juillet 1963: Bull. IV, no 586; Soc. 2 Décembre 1982: Bull. V, no 676.

[21] Civ. 30 Mai 1949: JCP 49.II.5084; Com. 8 Décembre 1980: Gaz. Pal. 1981, Pan. 218, V Cassation.

[22] Civ. 3e 4 Mars 1981, Bull. III, no 43, p.31; Civ. 2e 6 Mai 1998: Bull. II, no 146.

[23] Civ. 1re 24 Février 1982: Bull. I, no 90; Civ. 2e 5 Janvier 1983: JCP 83.II.20043.

[24] E. Blanc - J. Viatte, ό.π., σελ.372.

[25] Βλ. art.556 NCPC.

[26] Civ. 3e 12 Juillet 1988: JCP 88.IV.335; Civ. 1re 27 Mai 1986: D. 1987.209.

[27] Βλ. art.557 NCPC.

[28] Βλ. art.558 al.1 NCPC.

[29] Βλ. art.558 al.2 NCPC.

[30] Για τη ρύθμιση του ζητήματος στο ελληνικό δίκαιο βλ. άρθ.517 ΚΠολΔ και αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www.kostasbeys.gr.

[31] Civ. 1re 7 Juillet 1982, Bull. I, no 253, p.219.

[32] Βλ. κατωτ. υπό [§13-15].

[33] Βλ. art.547 al.2 NCPC.

[34] Paris 11 Juin 1971: Gaz. Pal. 1971, 2.673 (solidarité); Paris 13 Février 1978: Gaz. Pal. 1978, somm.383 (solidarité); Paris 25 Octobre 1977: Gaz. Pal. 1978, somm.111 (indivisibilité).

[35] Βλ. art.552 al.1 NCPC.

[36] Βλ. art.552 al.2 NCPC.

[37] Aix 22 Juin 1976: D. 1976, somm.80.

[38] Σ’ αυτήν τη σχέση αντιπροσωπεύσεως βρίσκεται, άλλωστε, και η εξήγηση της ρυθμίσεως του άρθρου 529 al.2 NCPC.

[39] Βλ. art. 553 NCPC.

[40] Civ. 3e 29 Juin 1976: Bull. III, no 286, p.219; Com. 22 Mai 1978: Bull. IV, no 140, p.120; Com. 5 Décembre 1972: Bull. IV, no 325, p.302; Aix 1er Février 1977: D. 1977.555.

[41] Βλ. art. 554 NCPC.

[42] Πάντως το απαράδεκτο μιας τέτοιας αιτήσεως δε θεωρείται ότι σχετίζεται με τη δημόσια τάξη και για το λόγο αυτό σε καμμία περίπτωση δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως από το Εφετείο, Civ. 3e 22 Mars 1983: Bull. III, no 82, p.65.

[43] Civ. 1re 3 Mars 1976: Bull. I, no 96, p.80, με την οποία έκρινε ότι: «...Il n’ y a pas évolution du litige qui fasse échec au principe du double degré de juridiction lorsque l’ élément modifiant les données du litige est intervenu devant le juge de première instance» - Civ. 1re 22 Mars 1977: Bull. I, no 145, p.112, με την οποία αποπειράθηκε να ορίσει θετικά την έννοια της ΄΄εξελίξεως της διαφοράς΄΄, αποφαινόμενο ότι «... l’ évolution du litige permettant d’ appeler devant la Cour d’ appel des personnes qui n’ étaient pas parties en première instance implique l’ existence d’ un élément nouveau, né du jugement ou survenu postérieurement et n’ est pas une variation des moyens invoqués au cours de la procédure de première instance...»

[44] Paris 6 Juin 1977: D. 1977, IR 409.

[45] Com. 18 Mai 1976: Bull. IV, no 170, p. 145; Civ. 3e 31 Mai 1976: Bull. III no 323, p. 179; Civ. 1re 16 Mars 1977: Bull. I, no 141, p.109; Lyon 2 Mai 1974: JCP 1974.IV.6454; Paris 11 Janvier 1975: Gaz. Pal. 1975.2.442.

[46] Civ. 3e 21 Décembre 1976: Bull. III, no 473, p.361.

[47] Paris 5 Décembre 1975: Gaz. Pal. 1976.I.184.

[48] Soc. 5 Décembre 1974: Bull. V, no 592; Civ. 2e 9 Janvier 1975: Bull. II, no 5; Civ. 2e 4 Mai 1977: JCP 77.IV.163.

[49] Civ. 3e 27 Novembre 1974: Bull. III, no 444; Civ. 3e 13 Mars 1979: Bull. III no 62; Civ. 1re 13 Octobre 1982: JCP 83.IV.1; Poitiers 7 Février 1951: D. 1951.261.

[50] Civ. 2e 29 Mai 1979: Bull. II, no 160; Civ. 3e 9 Mai 1983: Bull. III no 107. Αντιθέτως, στο ελληνικό δίκαιο η αντέφεση, όταν είναι παρεπόμενη, πρέπει να ασκείται ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που προσβάλλονται με την κύρια έφεση ή που συνέχονται αναγκαίως με αυτά, βλ. άρθ.523 §1 ΚΠολΔ.

[51] Civ. 2e 19 Avril 1985: JCP 85.IV.223.

[52] Έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι προκληθείσα έφεση μπορεί να ασκήσει: α) πρόσωπο που ήταν διάδικος στον πρώτο βαθμό αλλά δεν έχει την ιδιότητα του εφεσιβλήτου, β) ο εφεσίβλητος εναντίον προσώπων που ήταν διάδικοι στον πρώτο βαθμό, αλλά όχι και εφεσίβλητοι, γ) ο κύριος εκκαλών και δ) το πρόσωπο που παραιτήθηκε σιωπηρά από την άσκηση εφέσεως εκτελώντας οικειοθελώς την πρωτόδικη απόφαση.

[53] E. Blanc - J. Viatte, ό.π., σελ.373 in fine.

[54] Toulouse 24 Avril 1984: JCP 1985.II.20408.

[55] Civ. 3e 4 Avril 2002: D 2002 no 19, p.1528.

[56] Βλ. art.550 al.1 NCPC.

[57] Το στοιχείο του παρεπομένου, όμως, δεν ισχύει και στην περίπτωση που χωρήσει παραίτηση από την έφεση (κύρια ή παρεμπίπτουσα) επί των οποίων εδράζεται η προκληθείσα έφεση ή η αντέφεση, αν η παραίτηση αυτή είναι μεταγενέστερη της ασκή­σεως των τελευταίων.

[58] Soc. 4 Octobre 1979: JCP 79.IV.353; Civ. 2e 26 Novembre 1980: Bull. II, no 241; Civ. 2e 7 Décembre 1994: JCP 1995.IV.355.

[59] Civ. 2e 23 Novembre 1980: JCP 81.IV.55.

[60] Η ίδια διάκριση υπάρχει και στο ελληνικό δίκαιο. Ειδικότερα: Η αντέφεση είναι αυτοτελής αν ασκήθηκε μέσα στην προθεσμία της εφέσεως, αλλά η πρακτική σημασία της αυτοτέλειάς της εμφανίζεται μόνο στην περίπτωση που η κύρια έφεση του αντιδίκου απορριφθεί ως απαράδεκτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η αυτοτελής αντέφεση υπόκειται στην ίδια δικονομική μεταχείριση με την παρεπόμενη αντέφεση. Η αντέφεση δεν είναι αυτοτελής έστω και αν ασκήθηκε μέσα στην προθεσμία της εφέσεως, α) αν ασκήθηκε με τις προτάσεις στις ειδικές διαδικασίες των διαφορών για την παράδοση ή απόδοση μισθίου, των εργατικών διαφορών και των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, καθώς και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου, εφ' όσον ασκείται με τις προτάσεις, ισχύει μόνο ως παρεπόμενη αντέφεση, β) αν ο αντεκκαλών είχε παραι­τηθεί από το δικαίωμα εφέσεως η είχε αποδεχτεί την εκκαλούμενη απόφαση. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, στην τελευταία αυτή περίπτωση η αντέφεση ισχύει ως αυτοτελής, πλην θα απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Η αντέφεση χαρακτηρίζεται ως παρεπόμενη στις περιπτώσεις που παρασύρεται από την απόρριψη της κύριας εφέσεως ως απαράδεκτης ή εκπρόθεσμης (άρθ.523 §3 ΚΠολΔ). Με την έννοια αυτή η αντέφεση είναι παρεπόμενη όταν έχει ασκηθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας προς άσκηση αντίθετης κύριας εφέσεως. Το ίδιο όμως πρέπει να γίνει δεκτό και στην περίπτωση που ο εφεσίβλητος άσκησε την αντέφεση μέσα στην προθεσμία της εφέσεως, πλην αφού είχε προηγουμένως παραιτηθεί από το δικαίωμα προς άσκηση εφέσεως ή είχε αποδεχτεί την εκκαλουμένη απόφαση (άρθ.523 §1 ΚΠολΔ). Με αντέφεση (παρεπόμενη) μπορούν να προσβληθούν μόνο τα ήδη εκκληθέντα κεφάλαια της πρωτοβάθμιας αποφάσεως καθώς και εκείνα που συνέχονται αναγκαία με αυτά. Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικότερα Σαμουήλ Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, Δ΄ Έκδοση, Αθήνα 1993, σελ.191-212 και στο δικτυακό τόπο www.kostasbeys.gr.

[61] Βλ. ανωτ. υπό [§05-08].

[62] Βλ. ανωτ. υπό [§16-17 & 20].

[63] Βλ. ανωτ. υπό [§18-20].

[64] Βλ. ανωτ. υπό [§11-12].

[65] Βλ. ανωτ. υπό [§13-15].

[66] Βλ. ανωτ. υπό [§11 in fine].

[67] Η έννοια της επιδόσεως του γαλλικού δικαίου είναι ίδια με την αντίστοιχη ελληνική. Ειδικότερα: La notification est la formalité par laquelle on tient officiellement une personne informée du contenu d'un acte auquel elle n'a pas été partie (cas de la cession de créance), par laquelle on lui donne un préavis, par laquelle on la cite à comparaître devant un tribunal, ou encore par laquelle on lui donne connaissance du contenu d'une décision de justice. Les jugements des tribunaux et les arrêts des Cours d'appel sont notifiés mêmes aux parties qui ont comparu. La notification d'une décision de justice fait courir les délais de recours, βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr.

[68] Βλ. άρθ.144 §1 ΚΠολΔ.

[69] Όπως π.χ. συμβαίνει στις περιπτώσεις των υιοθεσιών, βλ. art.1176 NCPC.

[70] Βλ. άρθ.144 §2 ΚΠολΔ.

[71] Βλ. άρθ.499 ΚΠολΔ.

[72] Civ. 2e 24 Octobre 1973: JCP 74II.17809; Soc. 8 Mars 1979: Bull. V, p.160.

[73] Στο ελληνικό δίκαιο το αυτό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μέσω του μηχανισμού της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, Βλ. άρθ.152 §1 ΚΠολΔ.

[74] Όλως παραδειγματικά θα μπορούσαν να αναφερθούν οι περιπτώσεις εφέσεως κατ’ αποφάσεων προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων, η προθεσμία ασκήσεως της οποίας είναι δεκαπέντε [15] ημερών τόσο για τις ordonnances de référé (art.490 al.2 NCPC) όσο και για τις απορριπτικές της αιτήσεως ordonnances sur requête (art.496 NCPC).

[75] Στο γαλλικό δίκαιο, η απουσία του ενάγοντος δεν οδηγεί σε καμμία περίπτωση στη έκδοση ερήμην αποφάσεως. Συνεπώς, μόνο η μη παράσταση του εναγομένου μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως τέτοιου είδους. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει, άλλωστε, και το άρθρο 473 al.1 NCPC, σύμφωνα με τους ορι­σμούς του οποίου, για να εκδοθεί ερήμην επί της ουσίας δικαστική απόφαση, θα πρέπει να ισχύουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: 1) να μην έχει παρασταθεί ο εναγόμενος, 2) να πρόκειται περί αποφάσεως που εκδίδεται στον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας και 3) η κλήτευση να μην έχει γίνει προσωπικά στον μη παρασταθέντα εναγόμενο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο Γάλλος δικαστής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση ερήμην αποφάσεως τόσο αν η κλήτευση έχει γίνει προσωπικά στον εναγόμενο, ανεξάρτητα του αν η μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση είναι ή δεν είναι στον τελευταίο βαθμό, όσο και αν η απόφαση δεν εκδίδεται στον τελευταίο βαθμό, ανεξάρτητα του αν η κλήτευση έγινε ή δεν έγινε προσωπικά στον εναγόμενο. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, όμως, εφόσον ο εναγόμενος δεν παρίσταται, δεν μπορεί να εκδοθεί ούτε απόφαση κατ’ αντιμωλίαν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αρρύθμιστη ύλη μεταξύ των ερήμην και των κατ’ αντιμωλίαν δικαστικών αποφάσεων.

[76] Με κριτήριο την κανονική παράσταση των διαδίκων κατά τη συζήτηση οι δικαστικές αποφάσεις διακρί­νονται στο γαλλικό δίκαιο σε εκδοθείσες κατ’ αντιμωλίαν, σε πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν και σε εκδοθείσες ερήμην. Σύμφωνα με το γενικό ορισμό του άρθρου 467 NCPC η δικαστική απόφαση εκδίδεται κατ’ αντιμωλίαν όταν οι διάδικοι παρίστανται αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο, κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις που ισχύουν για κάθε διαδικασία. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 al.2 NCPC, η δικαστική απόφαση εκδίδεται ως πλασματική κατ’ αντιμωλίαν είτε όταν υπόκειται σε έφεση και άρα δεν είναι στον τελευταίο βαθμό, είτε όταν η κλήτευση έγινε προσωπικά στον εναγόμενο. Ο πλασματικός χαρακτηρισμός της ως κατ’ αντιμωλίαν έγκειται στο γεγονός ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως δεν παραστάθηκαν και οι δύο διάδικοι, αλλά παρόλα αυτά δεν εκδίδεται ερήμην δικαστική απόφαση στην πρώτη μεν περίπτωση διότι ο ερημοδικήσας εναγόμενος έχει ακόμη το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως για να προτείνει τους ισχυρισμούς του στη δε δεύτερη διότι ο συνδυασμός της προσωπικής κλητεύσεως του εναγομένου με το γεγονός της μη παράστασής του οδηγεί το δίχως άλλο στο συμπέρασμα ότι δεν έχει κάτι αξιόλογο να αντιτάξει στους ισχυρισμούς του ενάγοντος και άρα δεν υπάρχει λόγος να επιβραδύνεται η δίκη με το ενδιάμεσο στάδιο της ανακοπής ερημοδικίας.

[77] Βλ. art.540 NCPC.

[78] Βλ. art.541 NCPC.

[79] Βλ. art.528-1 NCPC.

[80] Βλ. άρθ.518 §2, 545 §5, 564 §3 ΚΠολΔ.

[81] Ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του Εφετείου του Douai (Douai 25 Octobre 2001: D 2002, no 4, p.367, note Annie Bottiau), η οποία έκρινε ότι είναι παραδεκτή η έφεση που εστάλη τηλεομοιοτυπικά στη γραμματεία του δικαστηρίου την τελευταία ημέρα της προθεσμίας μεταξύ 17:00 (ώρα που κλείνουν οι γραμματείες των δικαστη­ρίων) και 24:00 (ώρα που λήγουν στη Γαλλία οι προθεσμίες), αφού την επόμενη ημέρα ο γραμματέας πιστοποιεί στην έκθεση καταθέσεως ότι η έφεση ελήφθη την προηγουμένη εκτός των ωρών λειτουργίας της γραμματείας, τις οποίες καθορίζει ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, και ακύρωσε έτσι τη διαταγή του Εφέτη – Εισηγητή (Conseiller de la mise en état) που είχε απορρίψει ως εκπρόθεσμη την ανωτέρω έφεση.

[82] Η πρόσφατη γαλλική νομολογία θεωρεί ότι η προθεσμία της εφέσεως αρχίζει νόμιμα με την κοινοποίηση της αποφάσεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αντιδίκου, Civ. 2e 22 Novembre 2001: JCP 2002.IV.1007.

[83] Για την αντίστοιχη ρύθμιση του ελληνικού δικαίου, που διαφοροποιείται μόνο ως προς τη διάρκεια και των δύο προθεσμιών, δεδομένου ότι η γνήσια προθεσμία του ελληνικού δικαίου είναι κατά κανόνα τριάντα ημερών, και όχι ενός μηνός, και η καταχρηστική τριών ετών και όχι δύο, βλ. άρθ.518 ΚΠολΔ.

[84] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Μετάφρασις εκ της γ΄ Γαλλικής εκδόσεως (1926-1932), μετά προσθηκών και προσαρμογής εις τα εν Ελλάδι κρατούντα, καθώς και σημειώσεων περί των εν τη ημεδαπή και αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία διδασκομένων υπό Γ. Θ. Ράμμου, Αθήναι 1934, Τόμος IV, αριθ.883, σελ.469-471.

[85] E. Blanc - J. Viatte, ό.π., σελ.382-3882.

[86] Βλ. art.561 NCPC.

[87] Civ. 3e 23 Octobre 1984: Bull. III, no 170, p.133.

[88] Res devolvitur ad judicem superiorem.

[89] Civ. 2e 6 Décembre 1978: Bull. II, no 266, p.204 (το γαλλικό δίκαιο επιτρέπει την άσκηση εφέσεως κατά των αποφάσεων που διατάσσουν προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα, βλ. art. 490 al.1, 496 & 544 NCPC και ανωτ. υπό [§03]).

[90] Com. 11 Décembre 1972: Bull. IV, no 327, p.303; Com. 4 Mai 1976: Bull. IV, no 150, p.128; Com. 15 Juin 1982: Bull. IV, no 229, p.200.

[91] Βλ. art.562 al.1 NCPC.

[92] Για τις ισχυρές ομοιότητες με το ελληνικό δίκαιο, βλ. άρθ.522 ΚΠολΔ και Κ. Δ. Κεραμεύς, ό.π., κεφ. ΧIX, αριθ.201, σελ.480-481.

[93] Com. 26 Octobre 1981: Bull. IV, no 368, p.292.

[94] Civ. 2e 4 Octobre 1978: Bull. II, no 202, p. 150; Soc. 29 Juin 1983: Bull. V, no 363, p.259.

[95] Στο γαλλικό δίκαιο υπάρχουν δύο βαθμίδες δεδικασμένου: η εξουσία του δεδικασμένου που απονέμεται σε κάθε οριστική απόφαση από της δημοσιεύσεώς της και εντεύθεν, και η ισχύς του δεδικασμένου με την οποία εξοπλίζονται μόνον οι τελεσίδικες αποφάσεις, δηλαδή μόνον όσες δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν με ανασταλτικό ένδικο μέσο.

[96] Βλ. art.564 NCPC.

[97] Βλ. art.565 NCPC, στα πλαίσια του οποίου έχει ενδεικτικά κριθεί από το γαλλικό Ακυρωτικό ότι δεν συνιστά νέο ισχυρισμό το ενώπιον του Εφετείου αίτημα των μελών οινοποιητικού συνεταιρισμού περί λύσεως της συμβάσεως που τους συνδέει με τον εν λόγω συνεταιρισμό εξαιτίας των λαθών και των αβλεψιών που είχε κάνει ο τελευταίος, αν και πρωτοδίκως ζητούσαν να κριθούν τα συγκεκριμένα λάθη και οι ίδιες αταξίες ως βάσιμος λόγος αποχωρήσεώς τους (Civ. 1re 3 Octobre 1984: Bull. I, no 247, p.210). Περαιτέρω, πρόσφατα έχει κριθεί ότι δεν συνιστά νέο ισχυρισμό το γεγονός ότι οι εταίροι προέβαλαν το πρώτον ενώπιον του Εφετείου ότι το πρακτικό που παρέτεινε τη διάρκεια της εταιρείας δεν μπορούσε να τους αντιταχθεί, αφού στον πρώτο βαθμό είχαν ζητήσει τη δικαστική λύση της εταιρείας, πράγμα που σήμαινε ότι, εμμέσως πλην σαφώς, θεωρούσαν την παράταση της διάρκειας της εταιρείας ως μη νόμιμη (Civ. 1re 20 Novembre 2001: JCP 2002.IV.1000). Αντιθέτως, κρίθηκε ότι συνιστά νέο ισχυρισμό το αίτημα ενώπιον του Εφετείου περί ακυρότητας μιας κατασχέσεως ακινήτου τη στιγμή που το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε ασχοληθεί με το αίτημα της αφαιρέσεως κατασχεμένων κινητών πραγμάτων (Civ. 2e 21 Février 1979: Bull. II, no 53, p. 39).

[98] Civ. 3e 21 Février 1978: Bull. III, no 87, p. 67.

[99] Χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι η ενώπιον του Εφετείου υποβολή αιτήματος περί καταβολής των τόκων του αιτηθέντος στον πρώτο βαθμό κεφαλαίου (Civ. 3e 25 Juin 1974: Bull. II, no 262, p.196).

[100] π.χ. αν η απόφαση του πρώτου βαθμού απήγγειλε το διαζύγιο ορίζοντας ότι ο σύζυγος ήταν αποκλειστικά υπαίτιος, τότε ο τελευταίος μπορεί να ασκήσει έφεση ζητώντας να εκδοθεί το διαζύγιο τη αποκλειστική υπαιτιότητι της συζύγου του, βλ. F. Lemeunier, Litiges et procès, Procédures et voies d’ exécution, 1er Édition, J. Delmas et Cie, κεφ. Β8 (Les voies de recours), ενότ. ΙΙ, §Β, αριθ.2.

[101] Η έκκληση είναι συνεπώς στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου, το οποίο δεν είναι σε καμμία περίπτωση υποχρεωμένο να προβεί σ’ αυτήν όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 568 NCPC, Civ. 2e 28 Avril 1980: Bull II, no 87, p. 63.

[102] Είναι, δηλαδή, προδικαστική μη οριστική πρωτόδικη απόφαση που σχετίζεται με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ή την επαγωγή δικαστικού όρκου.

[103] Είναι, δηλαδή, δικονομική απορριπτική οριστική πρωτόδικη απόφαση.

[104] Βλ. art.568 al.1 NCPC

[105] Βλ. art.568 al.2 NCPC και ανωτ. υπό [164-165].

[106] F. Lemeunier, ό.π., κεφ. Β9 (Les voies de recours), ενότ. ΙΙ, §Β, αριθ.2.

[107] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.884, σελ.474-476.

[108] P. Goichot, Procédure civile, Fascicule II, Déroulement de l’ instance et voies de recours, Capacité 2ème année, cd – Les cours de droit, κεφ. II, ενότ. II, §2, σελ.479.

[109] Κ. Δ. Κεραμεύς, ό.π., κεφ. ΧIX, αριθ.200, σελ.479-480.

[110] Κατά πάγια γαλλική νομολογία το ανασταλτικό αποτέλεσμα των τακτικών ενδίκων μέσων δεν εμποδίζει την λήψη μέτρων συντηρητικής κατασχέσεως, όπως είναι π.χ. η προσημείωση υποθήκης (inscription d’ hypothèque judiciaire provisoire, Req. 31 Décembre 1867: DP 1868, 1.219) ή η προσωρινή επιδίκαση διατροφής (pension alimentaire, Poitiers 1er Octobre 1969: JCP 70, éd. A IV.5740).

[111] Στο ελληνικό δίκαιο από το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως εξαιρούνται: α) η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, β) η εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής (άρθ.734 §4 ΚΠολΔ), γ) η εκτέλεση και η ισχύς των αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθ.763 §1 ΚΠολΔ), δ) η εκτέλεση των αποφάσεων σε δίκες περί την εκτέλεση (άρθ.937 §1 αριθ.3, 1054 §2 ΚΠολΔ), βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία/Π.Ν. Σάκκουλας 2000., άρθ.519, αριθ.1, σελ.923-924 και άρθ.521 αριθ.1, σελ. 932.

[112] Βλ. άρθ.519 και 521 ΚΠολΔ.

[113] Οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 514 NCPC, είναι προσωρινά εκτελεστές αυτοδίκαια, πράγμα που σημαίνει ότι η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως ή η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου δεν έχει ανασταλτική ισχύ στη συγκεκριμένη περίπτωση. Βλ. αναλυτικότερα για τις ordonnance de référé το άρθρο 489 NCPC και για τις ordonnance sur requête στο άρθρο 495 NCPC.

[114] R. Perrot, Les mesures provisoires en droit français, Universita Degli Studi Di Milano, Les mesures provisoires en procédure civile, Atti Del Colloquio Internazionale, Milano 12-13 Octobre 1984, a cura di Giuseppe Tarzia, Milano – Dott. A. Giuffrè Editore 1985, σελ.171-172, αριθ.28-29.

[115] Roger Perrot, ό.π., αριθ.31, σελ.174, , όπου επί λέξει αναφέρει «On constate depuis quelques années un abus de l’ exécution provisoire [...] Tirant profit des textes qui leur donnent pratiquement une liberté souveraine, certains tribunaux s’ en servent moins pour des raisons propres au cas d’ espèce qu’ il ont à juger, que pour rehausser leur autorité et faire sentir au plaideur qui a perdu, le poids de leur infaillibilité temporaire… au cas où il s’ aviserait de saisir des magistrats de carrière du second degré. De telle sorte que, devant certaines juridictions, l’ effet suspensif de l’ appel a prati­quement disparu » (υπογράμμιση δική μου).

[116] π.χ. σε υποθέσεις διαζυγίου.

[117] Η ανάγκη αυτή καλύπτεται στο ελληνικό δίκαιο από το άρθρο 912 ΚΠολΔ.

[118] Κ. Δ. Κεραμεύς, ό.π., κεφ. ΧIX, αριθ.202, σελ.481-482.

[119] Βλ. ανωτ. υπό [§18-20].