Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Τα αποδεικτικά μέσα του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου που εκτελούνται από εμπειρογνώμονα

Παντελεήμων Ρεντούλης

Τα αποδεικτικά μέσα του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου που εκτελούνται από εμπειρογνώμονα

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2008 σ. 192-200

 

Διάγραμμα
1. Γενικές παρατηρήσεις
2. Οι κοινές διατάξεις (art.232-248 NCPC)
2.1. Ο διορισμός του εμπειρογνώμονα
2.2. Τα καθήκοντα και οι ευχέρειες του εμπειρογνώμονα
2.3. Οι ευχέρειες του δικαστηρίου
3. Η διαπίστωση (art.249-255 NCPC)
4. Η γνωμοδότηση (art.256-262 NCPC)
5. Η πραγματογνωμοσύνη (art.263-284 NCPC)
5.1. Γενικές παρατηρήσεις
5.2. Η απόφαση που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη
5.3. Οι εργασίες της πραγματογνωμοσύνης
5.4. Το πόρισμα του πραγματογνώμονα
6. Σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου
 

1. Γενικές παρατηρήσεις[1]

1. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να ανακύπτουν στη διάρκεια μιας δίκης ειδικής φύσεως ζητήματα των οποίων η διευθέτηση είναι μεν απαραίτητη για τη λύση της διαφοράς, πλην, όμως, το δικαστήριο δεν έχει τις απαιτούμενες γνώσεις για να τα αντιμετωπίσει επιτυχώς, δεδομένου ότι στην εποχή μας δεν είναι δυνατόν για κανέναν να γνωρίζει επισταμένως τα πάντα. Ο δικαστής όλο και συχνότερα πρέπει να αντιμετωπίσει αντικειμενικά και αμερόληπτα θέματα που ανήκουν στην ύλη άλλων επιστημών όπως π.χ. της ιατρικής, της τοπογραφίας, της βαλλιστικής, της χημικής συνθέσεως των τροφίμων, της ψυχιατρικής, κ.ά. Για το λόγο αυτό καθίσταται απαραίτητη η συνδρομή κάποιου εμπειρογνώμονα που θα εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα, θα συντάξει τη σχετική έκθεση και θα την υποβάλει στο δικαστήριο, προκειμένου το τελευταίο να διαφωτιστεί σχετικά με την επίλυση της διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιόν του.

2. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι όσο εξελίσσεται η επιστήμη και η τεχνολογία και επεκτείνεται το πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, όλο και πιο συχνά θα προκύπτει η ανάγκη προσφυγής του δικαστή σε εξειδικευμένες γνώσεις εμπειρογνωμόνων, γεγονός που αποβαίνει αφενός δαπανηρό για τους διαδίκους και αφετέρου χρονοβόρο για την εξέλιξη της δίκης. Προς μετριασμό αυτών των μειονεκτημάτων, ο Γάλλος δικονομικός νομοθέτης, δρώντας διορατικά και πρωτότυπα, αντί να προσπαθήσει με τη θέση σε ισχύ του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας να περιορίσει τις περιπτώσεις διάταξης του «ακριβού» και «αργού» αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης, δημιούργησε δύο «φθηνότερα» και «ταχύτερα» αποδεικτικά μέσα, τη διαπίστωση (constatation) και τη γνωμοδότηση (consultation), τα οποία μαζί με την πραγματογνωμοσύνη (expertise) αποτελούν αυτό που αποκαλείται στο σύγχρονο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο ως αποδεικτικά μέσα που εκτελούνται από εμπειρογνώμονα (mesures d’instruction exécutées par un technicien). Ο εμπειρογνώμονας αυτός, ανάλογα με το αποδεικτικό μέσο που καλείται να εκτελέσει ονομάζεται, διαπιστώνων (constatant), γνωμοδοτών (consultant) ή πραγματογνώμων (expert), αντίστοιχα.

3. Σε συνέχεια των ανωτέρω γενικών παρατηρήσεων αξίζει να επισημανθεί (α) ότι το αντικείμενο του όποιου αποδεικτικού μέσου εκτελείται από εμπειρογνώμονα είναι πάντοτε η διαφώτιση του δικαστή μόνον επί πραγματικών περιστατικών και ποτέ επί νομικών ζητημάτων[2] [3] και (β) ότι η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί στο ισχύον γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο ένα είδος αποδεικτικού ultimum refugium, υπό την έννοια ότι το  δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει, μόνο αν κρίνει ότι δεν αρκούν τα ηπιότερα αποδεικτικά μέσα της διαπίστωσης ή της γνωμοδότησης για τη διευθέτηση του ανακύψαντος πραγματικού ζητήματος και συνακόλουθα για την ορθή επίλυση της διαφοράς.

4. Τέλος, η νομοτεχνική διάρθρωση των διατάξεων του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν τη ρύθμιση των εξεταζόμενων αποδεικτικών μέσων είναι μεθοδικότατη. Ο Γάλλος νομοθέτης, προτάσσει ορισμένες κοινές διατάξεις [2] που εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλα τα αποδεικτικά μέσα που εκτελούνται από εμπειρογνώμονα και στη συνέχεια παραθέτει την ειδικότερη ρύθμιση της διαπιστώσεως [3], της γνωμοδοτήσεως [4] και της πραγματογνωμοσύνης [5]. Η ανάλυση που περιέχεται στις επόμενες σελίδες δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει τον ίδιο μεθοδικό δρόμο που διάλεξε και ο Γάλλος νομοθέτης, για να καταλήξει στη σύγκριση του αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης μεταξύ του ελληνικού και του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου [6].

2. Οι κοινές διατάξεις (art.232-248 NCPC)[4]

5. Οι κοινές διατάξεις που προβλέπει ο γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας για κάθε αποδεικτικό μέσο που εκτελείται από εμπειρογνώμονες είναι εξαιρετικά σημαντικές, δεδομένου ότι καθορίζουν τις ευχέρειες, τις υποχρεώσεις, τις αρμοδιότητες και τα όρια που περιέχει το έργο του εκάστοτε εμπειρογνώμονα και συνακόλουθα και την ευθύνη του τελευταίου.

2.1. Ο διορισμός του εμπειρογνώμονα

6. Η επιλογή του προσώπου που θα εισφέρει τις ειδικές του γνώσεις στο δικαστήριο μόνο επί πραγματικών περιστατικών είτε ως διαπιστώνων, είτε ως γνωμοδοτών, είτε ως πραγματογνώμονας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου που διατάσσει τη διαπίστωση, τη γνωμοδότηση ή την πραγματογνωμοσύνη, αντίστοιχα[5]. Το διορισθέν πρόσωπο πρέπει να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες προσωπικά, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί να αναθέσει τη διενέργεια του διαταχθέντος αποδεικτικού μέσου σε άλλο τρίτο και άγνωστο στο δικαστήριο πρόσωπο[6]. Κατ’ εφαρμογήν του κανόνα αυτού, κρίθηκε άκυρη η πραγματογνωμοσύνη που δεν είχε γίνει από τον διορισθέντα πραγματογνώμονα, αλλά από τον υιό του.[7]

7. Ο νόμος δίνει τη δυνατότητα να διοριστούν ως εμπειρογνώμονες και νομικά πρόσωπα, στην περίπτωση δε αυτή το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα που θα εκτελέσουν το διαταχθέν αποδεικτικό μέσο προτείνονται από τον αντιπρόσωπο του νομικού προσώπου στο δικαστήριο, το οποίο και έχει τον τελευταίο λόγο για το διορισμό τους.[8]

8. Η εξαίρεση ενός διορισθέντος εμπειρογνώμονα μπορεί να γίνει ιδία πρωτοβουλία ή αιτήσει των διαδίκων για τους ίδιους ακριβώς λόγους που κρίνονται εξαιρετέοι και οι δικαστές, ενώ, προκειμένου περί νομικών προσώπων, ο λόγος της εξαίρεσης μπορεί να αφορά είτε αυτό καθαυτό το νομικό πρόσωπο είτε τα προταθέντα από αυτό και ορισθέντα από το δικαστήριο φυσικά πρόσωπα[9]. Οι λόγοι αυτοί προβλέπονται στο άρθρο 341 NCPC και αφορούν στο σύνδεσμο του δικαστή και εν προκειμένω του εμπειρογνώμονα είτε με το αντικείμενο είτε με κάποιο εκ των υποκειμένων της δίκης. Η διαδικασία, όμως, που ακολουθείται κατά την εκδίκαση της αίτησης εξαιρέσεως ενός εμπειρογνώμονα δεν είναι ίδια με την διαδικασία της εξαίρεσης των δικαστών, δεδομένου ότι το άρθρο 234 NCPC παραπέμπει μόνο στο άρθρο 341 NCPC που προβλέπει του λόγους εξαίρεσης και όχι και στα άρθρα 341-355 NCPC που σχετίζονται με τα οικεία διαδικαστικά ζητήματα.

9. Η αντικατάσταση του εμπειρογνώμονα μπορεί να λάβει χώρα για τους εξής λόγους: α) αν η αίτηση περί εξαιρέσεώς του γίνει δεκτή, β) αν ο διορισθείς εμπειρογνώμονας αρνηθεί το διορισμό του, γ) αν ανακύψει κάποιο νομικό κώλυμα, όπως θα ήταν π.χ. το επαγγελματικό απόρρητο του ψυχιάτρου που κλήθηκε να γνωμοδοτήσει επί της ψυχικής υγείας ενός διαδίκου που ήταν και ασθενής του και δ) αν δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του, όπως π.χ. όταν καθυστερεί αδικαιολόγητα να ολοκληρώσει την αποστολή του.

2.2. Τα καθήκοντα και οι ευχέρειες του εμπειρογνώμονα

10. Ο διορισθείς εμπειρογνώμονας πρέπει εντός των προθεσμιών που του τίθενται να ενεργεί με ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία[10] και να εκφράζει την άποψή του μόνο επί των ζητημάτων για την εξέταση των οποίων διορίστηκε χωρίς να επεκτείνεται και σε άλλα θέματα δίχως τη γραπτή συμφωνία των διαδίκων[11]. Σε καμία πάντως περίπτωση δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη επί νομικών ζητημάτων[12] ούτε και έχει την εξουσία να προχωρεί στο συμβιβασμό των διαδίκων[13]. Περαιτέρω, στο τελικό του πόρισμα πρέπει να αναφέρει όλες τις πληροφορίες που συμβάλλουν στην διαφώτιση των πραγματικών ζητημάτων τα οποία όφειλε να εξετάσει, αλλά απαγορεύεται να αποκαλύψει τόσο τα στοιχεία που συνέλεξε με παράνομο τρόπο όσο και αυτά που τα έμαθε επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης της αποστολής του.[14]

11. Ο εμπειρογνώμονας, για να φέρει εις πέρας το έργο του, μπορεί να συλλέγει προφορικές ή γραπτές πληροφορίες από κάθε πρόσωπο, εφόσον καθορίζονται τα στοιχεία της ταυτότητάς του και οι σχέσεις του με τους διαδίκους[15], καθώς και να ζητεί από τους τελευταίους ή και από τρίτους την κοινοποίηση κάθε στοιχείου σχετικού με την υπόθεση, σε περίπτωση δε αρνήσεως ή άλλης δυσκολίας, μπορεί να ζητεί από το δικαστήριο τη διάταξη της κοινοποίησης.[16]

2.3. Οι ευχέρειες του δικαστηρίου

12. Το άρθρο 236 NCPC, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση του άρθρου 149 ιδίου Κώδικα, αναφέρει ότι το δικαστήριο μπορεί να επεκτείνει ή να περιορίζει το εύρος της αποστολής που εμπιστεύτηκε στον εμπειρογνώμονα. Μπορεί, επιπροσθέτως, να παρευρίσκεται στις εργασίες που εκτελεί ο τελευταίος, να του ζητά, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν σχετικής επισημάνσεως των διαδίκων, παντοίες εξηγήσεις, να καθορίζει τις σχετικές προθεσμίες[17], να εξετάζει τα πρόσωπα που του δίνουν πληροφορίες [18] και να καλεί τον εμπειρογνώμονα, μετά την παράδοση του πορίσματός του, προς προφορική ή γραπτή συμπλήρωση ή επεξήγηση των συμπερασμάτων του.[19]

13. Το δικαστήριο, όμως, δεν μπορεί να αναθέτει στον εμπειρογνώμονα, ανάμεσα στα άλλα καθήκοντά του, και τη συμφιλίωση των διαδίκων, δεδομένου ότι ο Γάλλος νομοθέτης θέλησε με τη διάταξη του άρθρου 240 NCPC να θέσει τέλος στην πρακτική που είχε διαμορφωθεί υπό το καθεστώς του παλαιού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εμπιστευόμενος το έργο του συμβιβασμού αποκλειστικά και μόνο στα έμπειρα χέρια του δικαστηρίου.

3. Η διαπίστωση (art.249-255 NCPC)[20]

14. Με το δεδομένο ότι το γαλλικό δίκαιο αποδείξεως προβλέπει, όπως προαναφέρθηκε, τρία επιμέρους αποδεικτικά μέσα που απαιτούν τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων, επιβάλλεται η όσο το δυνατόν ακριβέστερη εννοιολογική και δικονομική διάκριση τους. Κατ’ έναν ορισμό, η διαπίστωση είναι εκείνο το αποδεικτικό μέσο με το οποίο περιγράφεται ένα πραγματικό περιστατικό σε ένα πρακτικό που συντάσσεται από δικαστικό επιμελητή ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, εφόσον στη δεύτερη αυτή περίπτωση τού έχει δοθεί δικαστική εντολή. Το πρόσωπο που συντάσσει το πρακτικό αυτό καλείται στο γαλλικό δίκαιο «constatant» (σε ακριβή μετάφραση «διαπιστώνων»).

15. Από τον ανωτέρω σύντομο, αλλά περιεκτικό ορισμό της διαπιστώσεως, σε συνδυασμό και με τις επιταγές των κοινών διατάξεων που θέλουν να περιορίζεται ο εμπειρογνώμονας στα όρια της ανατεθείσας αποστολής του[21], γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο διαπιστώνων πρέπει απλώς να περιγράφει και να καταγράφει ένα πραγματικό περιστατικό ως ένας απλός παρατηρητής, δίχως να μπορεί να επεκταθεί στις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει σε πραγματικό ή νομικό επίπεδο το περιγραφέν περιστατικό[22]. Επειδή, λοιπόν, η διαπίστωση έχει ως σκοπό την επίσημη καταγραφή ενός γεγονότος ακόμη και στην τελευταία του κρίσιμη λεπτομέρεια, ο νόμος ορίζει ότι πρέπει κατά κανόνα να γίνεται γραπτώς και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν σχετικής αποφάσεως του δικαστηρίου μπορεί να γίνει προφορικά.[23]

16. Η διενέργεια της διαπιστώσεως μπορεί να διαταχθεί οποτεδήποτε, ακόμη και κατά την απόπειρα δικαστικού συμβιβασμού ή κατά τη διάσκεψη του δικαστηρίου[24]για την έκδοση αποφάσεως, οπότε στην τελευταία περίπτωση ενημερώνονται οι διάδικοι, οι οποίοι και μπορούν να ζητήσουν επανάληψη των συζητήσεων της μέχρι πρότινος περαιωθείσης δίκης[25]. Ο διαπιστώνων ενημερώνεται για την αποστολή που του ανατέθηκε από τη γραμματεία του δικαστηρίου[26], στην οποία και κατατίθενται οι γραπτές διαπιστώσεις, όσες δε έγιναν προφορικά καταγράφονται σε πρακτικά.[27]

4. Η γνωμοδότηση (art.256-262 NCPC)[28]

17. Η γνωμοδότηση, όπως και η διαπίστωση, είναι ένας ακόμη τρόπος για να αποφευχθεί η πολυδάπανη και χρονοβόρα πραγματογνωμοσύνη. Η γνωμοδότηση είναι μία υποτυπώδης πραγματογνωμοσύνη και διατάσσεται για τα ζητήματα των οποίων η επίλυση δεν απαιτεί περίπλοκες έρευνες[29]. Το πρόσωπο που τη διεξάγει καλείται στα γαλλικά «consultant» (σε ακριβή μετάφραση «γνωμοδοτών») και μπορεί να διοριστεί ακόμη και από τους καταλόγους των πραγματογνωμόνων που υπάρχουν στα δικαστήρια. Σε αντίθεση με τον διαπιστούντα, ο γνωμοδοτών μπορεί να αποφανθεί και επί των πραγματικών συνεπειών που μπορεί να έχουν τα περιστατικά που εξετάζει, μπορεί π.χ. να δηλώσει ότι οι πληγές του θύματος θα επουλωθούν σε δύο μήνες, γεγονός που θα του στερήσει μισθούς ποσού 2.000,00.-€.

18. Μια ακόμη διαφορά της γνωμοδότησης από τη διαπίστωση είναι ότι το δικαστήριο επιτάσσει συνήθως την προφορική διεξαγωγή της και κατ’ εξαίρεση τη γραπτή[30], διαφορά που οφείλεται στο γεγονός ότι η διαπίστωση είναι το μέσο εκείνο με το οποίο ο δικαστής μπορεί να διατηρήσει αναλλοίωτα τα ίχνη ενός γεγονότος, ενώ η γνωμοδότηση αποσκοπεί στη γρήγορη επίλυση του ανακύψαντος τεχνικού ζητήματος, λόγω της απλότητας του οποίου αρκεί η προφορική δήλωση του γνωμοδοτούντος, η οποία, βέβαια καταγράφεται στα πρακτικά. Κατά τα υπόλοιπα η διαδικασία της γνωμοδότησης είναι πανομοιότυπη με τη διαδικασία της διαπιστώσεως.[31]

5. Η πραγματογνωμοσύνη (art.263-284 NCPC)[32]

5.1. Γενικές παρατηρήσεις

19. Με το αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης ο δικαστής επιφορτίζει ορισμένα πρόσωπα που καλούνται πραγματογνώμονες (experts στα γαλλικά) να πραγματοποιήσουν προς το σκοπό της επιλύσεως μιας διαφοράς έρευνες επί πραγματικών περιστατικών και τεχνικές διαπιστώσεις που απαιτούν ειδικές γνώσεις και ικανότητες και να κοινοποιήσουν στο δικαστήριο που τους διόρισε το αποτέλεσμα της έρευνάς τους. Ο γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν διάκειται, όπως προαναφέρθηκε, ευμενώς προς το αποδεικτικό αυτό μέσο, κυρίως λόγω των εξόδων και της καθυστέρησης που συνεπάγεται για τη δίκη. Για το λόγο αυτόν, το πρώτο κιόλας άρθρο των διατάξεων που αφορούν στο μέτρο αυτό «ξεκαθαρίζει» ότι η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται μόνο όταν τα αποδεικτικά μέσα της διαπιστώσεως ή της γνωμοδοτήσεως δεν επαρκούν για να διαφωτίσουν τον δικαστή[33].

5.2. Η απόφαση που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη

20. Το δικαστήριο μπορεί κατά κανόνα να διορίζει μόνο ένα πρόσωπο ως πραγματογνώμονα, εκτός αν κρίνει απαραίτητο τον διορισμό περισσότερων[34], ενώ στην απόφασή του πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που καθιστούν απαραίτητη την προσφυγή στην ύστατη, όπως επισημάνθηκε, λύση της πραγματογνωμοσύνης, ο διορισμός του πραγματογνώμονα, τα κεφάλαια της αποστολής του τελευταίου και την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να κοινοποιηθεί το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης στο δικαστήριο[35]. Μόλις εκδοθεί η ανωτέρω απόφαση, η γραμματεία του δικαστηρίου κοινοποιεί αντίγραφό της στον διορισθέντα πραγματογνώμονα, ο οποίος και θα πρέπει να δηλώσει στο δικαστήριο την αποδοχή του χωρίς καθυστέρηση και να αρχίσει αμέσως τις εργασίες της πραγματογνωμοσύνης.[36]

21. Ο Γάλλος νομοθέτης αν και για τους συγκεκριμένους λόγους που προεκτέθηκαν δεν διάκειται ευμενώς προς τη διάταξη πραγματογνωμοσύνης, είναι βέβαιο ότι, άπαξ και διαταχθεί, την αντιμετωπίζει ως ένα αποδεικτικό μέσο μεγάλης σπουδαιότητας και καίριας σημασίας, δεδομένου ότι είναι το μόνο αποδεικτικό μέσο, μαζί με το δικαστικό όρκο, για το οποίο προβλέπεται ότι η προδικαστική απόφαση που το διατάσσει μπορεί να προσβληθεί με έφεση ανεξάρτητα από την οριστική απόφαση επί της ουσίας[37]. Οι λόγοι που επιτάσσουν την απόκλιση αυτή από τους γενικούς ορισμούς του άρθρου 150 NCPC είναι προφανείς. Από το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης διακυβεύονται σοβαρά συμφέροντα των διαδίκων και εξαρτάται το αποτέλεσμα του εκάστοτε δικαστικού αγώνα. Θα ήταν, λοιπόν, ανεπιεικές για κάθε διάδικο, να δημιουργούνται εντυπώσεις από μια εξόφθαλμα άκυρη πραγματογνωμοσύνη, επί της οποίας μάλιστα θα στηριχθεί και η μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και παρόλα αυτά να μην μπορεί να την προσβάλει πριν την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας.[38]

22. Έτσι, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση αυτοτελώς κατά της απόφασης που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη, κατόπιν σχετικής άδειας που του χορηγεί ο Πρόεδρος Εφετών, εφόσον κριθεί ότι υπάρχει σπουδαίος και νόμιμος λόγος προς τούτο. Για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας ο διάδικος υποβάλλει σχετική αίτηση στο Εφετείο που εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και στην περίπτωση που κριθεί ότι είναι βάσιμη, ο Πρόεδρος Εφετών καθορίζει τη δικάσιμο κατά την οποία θα εξεταστεί η υπόθεση που αφορά στο ζήτημα της πραγματογνωμοσύνης.

23. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι τα γαλλικά Εφετεία κάνουν κατά κανόνα δεκτές εφέσεις που στρέφονται αυτοτελώς κατά της αποφάσεως που διατάσσει πραγματογνωμοσύνη στις περιπτώσεις που αυτή είναι παράνομη[39] ή αφορά στο νομικό χαρακτηρισμό πραγματικών περιστατικών ή νομικών πράξεων (π.χ. μιας δικαιοπραξίας) και, ως εκ τούτου είναι άκυρη γιατί επιφορτίζει τρίτο πρόσωπο να επιτελέσει το έργο του δικαστή, ζητώντας του να εκφέρει γνώμη επί νομικών θεμάτων[40], τα οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν το αντικείμενο κανενός αποδεικτικού μέσου που εκτελείται από άτομα με ειδικές γνώσεις.[41]

5.3. Οι εργασίες της πραγματογνωμοσύνης

24. Ο πραγματογνώμονας οφείλει να ενημερώνει το δικαστήριο για την πρόοδο των εργασιών του[42], στην περίπτωση δε που ο επί των αποδείξεων δικαστής παρίσταται κατά τις διενέργεια των εργασιών αυτών, τότε κρατούνται πρακτικά των βεβαιώσεων και των εξηγήσεων του πραγματογνώμονα, καθώς και τον τυχόν δηλώσεων των διαδίκων[43]. Ο επιφορτισμένος με την πραγματογνωμοσύνη ειδικός μπορεί να ζητήσει τη γνώμη και κάποιου άλλου ειδικού μόνο όμως για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της δικής του ειδικότητας και επιστημονικής γνώσεως, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα επιφόρτιζε κάποιο άλλο άτομο με την αποστολή που του ανατέθηκε, πράγμα που δεν το επιτρέπει το γαλλικό δίκαιο[44]. Έτσι, ο πραγματογνώμων ιατρός που εξετάζει το θύμα αυτοκινητικού ατυχήματος, μπορεί να συνεργαστεί με κάποιον μικροβιολόγο για τις εξετάσεις αίματος και ούρων, ο τοπογράφος με κάποιον αρχιτέκτονα, ο εκτιμητής της αξίας των εγκαταστάσεων ενός ιπποτροφείου με κάποιον κτηνίατρο κ.ο.κ.

25. Περαιτέρω, οι διάδικοι οφείλουν να εφοδιάζουν τον πραγματογνώμονα με όσα στοιχεία ο τελευταίος κρίνει αναγκαία για την ολοκλήρωση της αποστολής του, στην περίπτωση δε που οι τελευταίοι αδρανούν, τότε ο πραγματογνώμονας μπορεί να αποταθεί στο δικαστήριο[45], στο οποίο, άλλωστε, αποτείνεται και για την αντιμετώπιση όποιας άλλης δυσκολίας ανακύπτει κατά την εκτέλεση της αποστολής του[46]. Ο πραγματογνώμονας πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις παρατηρήσεις και τις απαιτήσεις των διαδίκων και να τις επισυνάπτει στο πόρισμά του, αν του υποβάλλονται γραπτώς[47]. Τέλος, αν οι διάδικοι συμβιβαστούν εν τέλει, ο πραγματογνώμονας βεβαιώνει ότι η αποστολή του είναι πλέον άνευ αντικειμένου και απέχει από οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια[48].

5.4.Το πόρισμα του πραγματογνώμονα

26. Αν η ανάπτυξη των απόψεων του πραγματογνώμονα δεν απαιτεί την γραπτή τους αποτύπωση, τότε ο δικαστής μπορεί να επιτρέψει την προφορική τους διατύπωση στο ακροατήριο, οπότε και θα καταγραφούν στα πρακτικά[49]. Όπως, όμως, μπορεί να φανταστεί κανείς, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ο πραγματογνώμονας θα υποβάλει γραπτώς τις απόψεις του στο δικαστήριο σε μορφή αναφοράς, την οποία καταθέτει στην οικεία γραμματεία. Αν με το συγκεκριμένο ζήτημα έχουν επιφορτιστεί περισσότεροι πραγματογνώμονες της ίδιας ειδικότητας, τότε θα πρέπει να συντάξουν κοινή αναφορά[50], ενώ, αν ο διορισθείς πραγματογνώμονας ζήτησε τη συνδρομή κάποιου άλλου ειδικού, η άποψη του τελευταίου επισυνάπτεται στην αναφορά του πραγματογνώμονα ή στα πρακτικά ή στη δικογραφία, ανάλογα με την περίπτωση.[51]

6. Σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου

27. Όπως προαναφέρθηκε και αναλύθηκε, το γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο προβλέπει και θεσπίζει τριών ειδών αποδεικτικά μέσα που απαιτούν τη συνδρομή εμπειρογνώμονα, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να περιοριστούν τα πρόσθετα έξοδα και η σημαντική καθυστέρηση που σχεδόν πάντοτε προκαλεί η διενέργεια μιας πραγματογνωμοσύνης[52]. Αντιθέτως, στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διαβάθμιση αποδεικτικών μέσων που εκτελούνται από άτομα με ειδικές γνώσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε όσες περιπτώσεις ανακύπτει στη χώρα μας η ανάγκη εισφοράς ειδικών γνώσεων στη δίκη, το δικαστήριο, δρώντας στα πλαίσια μια ισοπεδωτικής δικονομικής λογικής που του επιβάλλεται θέλοντας και μη εκ των νομοθετικών πραγμάτων, είναι αναγκασμένο να διατάξει αποκλειστικά και μόνο πραγματογνωμοσύνη ανεξαρτήτως του βαθμού πολυπλοκότητας και δυσκολίας που παρουσιάζει το προς απόδειξη ζήτημα. Για το λόγο αυτόν, η σύγκριση μεταξύ των δύο δικαίων που ακολουθεί περιορίζεται μόνο στη ρύθμιση του αποδεικτικού μέσου της πραγματογνωμοσύνης. Πιο συγκεκριμένα:

28. Η ελληνική ρύθμιση της πραγματογνωμοσύνης δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές σε σύγκριση με την αντίστοιχη γαλλική, απεναντίας θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι ίσως εκείνο το μέσο που παρουσιάζει τις περισσότερες ομοιότητες με το αντίστοιχο του γαλλικού δικαίου. Και στο ελληνικό δίκαιο, λοιπόν, η πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διαταχθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ή αιτήσει των διαδίκων, εφόσον κριθεί ότι έχουν ανακύψει ζητήματα των οποίων η αντιμετώπιση απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης[53]. Τα ζητήματα αυτά πρέπει να αφορούν πραγματικά περιστατικά και δεν είναι δυνατή η διάταξη πραγματογνωμοσύνης επί νομικών θεμάτων.

29. Ως προς την επιλογή του πραγματογνώμονα, και ο Έλληνας δικαστής έχει την ευχέρεια να τον επιλέξει είτε από τον κατάλογο που τηρείται σε κάθε δικαστήριο[54], είτε να διορίσει κάποιο άλλο πρόσωπο, εκτός καταλόγου, που κρίνει ο ίδιος κατάλληλο για την αποστολή που προτίθεται να του αναθέσει[55]. Το διορισθέν πρόσωπο μπορεί να αντικατασταθεί για εύλογη αιτία[56] και να εξαιρεθεί, ομοίως, για τους ίδιους περίπου λόγους που κρίνονται εξαιρετέοι και οι δικαστές[57]. Το ελληνικό δίκαιο, όμως, σε αντίθεση με το γαλλικό, προβλέπει και ορισμένες περιπτώσεις προσώπων που είναι ανίκανα να διοριστούν πραγματογνώμονες.[58]

30. Και ο πραγματογνώμονας του ελληνικού δικαίου έχει την ευχέρεια να λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας που του είναι απαραίτητα για την ολοκλήρωση της αποστολής του και υποβοηθείται στο έργο του από το δικαστήριο που τον διόρισε[59], στην περίπτωση δε που έχει επιφορτιστεί με τη σύνταξη έγγραφης γνωμοδότησης, το δικαστήριο του ορίζει προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να την καταθέσει στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού[60].

31. Οι σημαντικότερες διαφορές από το γαλλικό δίκαιο είναι η υποχρέωση ορκίσεως του πραγματογνώμονα[61], η πρόβλεψη κυρώσεων στην περίπτωση αρνήσεώς του ή αποχής από τα καθήκοντά του[62], η διάταξη νέας πραγματογνωμοσύνης ή η επανάληψη της διενεργηθείσας[63] και ο διορισμός τεχνικών συμβούλων εκ μέρους των διαδίκων[64]. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις δύο τελευταίες περιπτώσεις δεν πρόκειται ακριβώς για διαφορές, δεδομένου ότι και στο γαλλικό δίκαιο μπορεί να γίνει επανάληψη της ήδη διενεργηθείσας αυτοψίας στα πλαίσια των γενικότερων διατάξεων περί της ακυρότητας των διαδικαστικών πράξεων που σχετίζονται με την εκτέλεση των διαταχθέντων αποδεικτικών μέτρων[65], ενώ το γεγονός ότι δεν προβλέπεται ρητά στη γαλλική ρύθμιση ο διορισμός τεχνικών συμβούλων, δεν εμποδίζει σε τίποτα τους διαδίκους να τους διορίσουν.

 

[1] Em. Blanc – J. Viatte, Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, σελ.1912-192

[2] Βλ. art. 232 και 238 al.3 NCPC

[3] Civ. 8 avril 1935, D.P. 1935-1-94 - Civ. 1re, 27 octobre 1953, D. 1954-5 - Civ. 1re, 21 avril 1958, Bull. I, no 194, p.153; D. 1958, 432 – Civ. 3e, 14 mai 1970, Bull. III, no 278, p.202 - Soc. 29 avril 1970, Bull. V, no 284, p.231

[4] Em. Blanc – J. Viatte, ό.π., σελ.192-202, αρθ.232-248

[5] Βλ. art.232 NCPC

[6] Βλ. art.233 al.1 NCPC

[7] Toulouse, 20 mai 1975, D. 1975, somm. p.85

[8] Βλ. art.233 al.2 NCPC

[9] Βλ. art.234 NCPC

[10] Βλ. art.237 NCPC

[11] Bλ. art.238 NCPC

[12] Βλ. ανωτ υπό [§03]

[13] Bλ. art.240 NCPC και κατωτ. υπό [§13]

[14] Bλ. art.244 NCPC

[15] Bλ. art.242 NCPC

[16] Bλ. art.243 NCPC

[17] Bλ. art.241 NCPC

[18] Bλ. art.242 al.2 NCPC

[19] Βλ. art.245 al.1 NCPC

[20] Em. Blanc – J. Viatte, ό.π., σελ.202-205, αρθ.249-255

[21] Βλ. ανωτ. υπό [§10]

[22] Βλ. art.249 NCPC

[23] Βλ. art.250 al.2 NCPC

[24] Βλ. art.250 al.1 NCPC

[25] Βλ. art.254 NCPC

[26] Βλ. art.252 NCPC

[27] Βλ. art.253 NCPC

[28] Em. Blanc – J. Viatte, ό.π., σελ.205-207, αρθ.256-262

[29] Βλ. art.256 NCPC

[30] Βλ. art.257 al.2  NCPC

[31] Βλ. art..257 al.1 και art.259-261 NCPC

[32] Em. Blanc – J. Viatte, ό.π., σελ.208-220, αρθ.263-284

[33] Βλ. art.263 NCPC, καθώς και ανωτ. υπό [§03]

[34] Βλ. art.264 NCPC

[35] Βλ. art.265 NCPC

[36] Βλ. art.267 NCPC

[37] Βλ. art.272 NCPC

[38] Βλ. Αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό, Π. Ρεντούλης, Η έννοια και τα είδη των δικαστικών αποφάσεων στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο (La notion et les espèces des décisions judiciaires en droit judiciaire privé français), Δ37(2006).737-738, §§31-32 και ιδία υποσημείωση [63]

[39] Soc. 7 avril 1976, arrêts 2 et 3, Bull. V, no 195, p.160

[40] Grenoble, 4 mars 1975, Gaz. Pal. 1975-2-776

[41] Βλ. ανωτ. υπό. [§03]

[42] Βλ. art.273 NCPC

[43] Βλ. art.274 NCPC

[44] Βλ. ανωτ, υπό [§06]

[45] Βλ. art.275 NCPC

[46] Βλ. art.279 NCPC

[47] Βλ. art.276 NCPC

[48] Βλ. art.281 NCPC

[49] Βλ. art.282 al.1 NCPC

[50] Βλ. art.282 al.2 NCPC

[51] Βλ. art.282 al.3 NCPC

[52] Bλ. art.263 NCPC

[53] Βλ. άρθρο 368 ΚΠολΔ

[54] Βλ. άρθρο 371 ΚΠολΔ

[55] Βλ. άρθρο 372 ΚΠολΔ

[56] Βλ. άρθρο 370 §3 ΚΠολΔ

[57] Βλ. άρθρο 376 ΚΠολΔ

[58] Βλ. άρθρο 373 ΚΠολΔ

[59] Βλ. άρθρα 379-381 ΚΠολΔ

[60] Βλ. άρθρο 383 ΚΠολΔ

[61] Βλ. άρθρο 385 ΚΠολΔ

[62] Βλ. άρθρο 386 ΚΠολΔ

[63] Βλ. άρθρο 388 ΚΠολΔ

[64] Βλ. άρθρο 391-392 ΚΠολΔ

[65] Βλ. art.175-178 NCPC