Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Προπαρασκευαστική προθεσμία και τρόπος προσκομιδής - επικλήσεως νέων αποδεικτικών μέσων κατά την επανάληψη της συζητήσεως ενώπιον των πολυμελών πρωτοδικείων μετά από διεξαγωγή διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης

Παντελεήμων Ρεντούλης

Προπαρασκευαστική προθεσμία και τρόπος προσκομιδής - επικλήσεως νέων αποδεικτικών μέσων κατά την επανάληψη της συζητήσεως ενώπιον των πολυμελών πρωτοδικείων μετά από διεξαγωγή διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης

Παρατηρήσεις στην 4153/2005 ΠΠρΑθ

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2005 σ. 1178-1183

1. Περιεχόμενο αποφάσεως

1. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19.11.2001 αγωγή που κατατέθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία οι ενάγοντες ζητούν τη διανομή ακινήτου επί του οποίου έχουν δικαίωμα συγκυριότητας με τον εναγόμενο. Επί της αγωγής αυτής  εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2384/2003 εν μέρει οριστική απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου η οποία, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον εναγόμενο, διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και την επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν είναι δυνατή η αυτούσια διανομή του επίκοινου διά συστάσεως καθέτων ιδιοκτησιών. Μετά τη διεξαγωγή της διαταχθείσης πραγματογνωμοσύνης οι ενάγοντες επανέφεραν προς συζήτηση την ως άνω αγωγή τους με την από 13.1.2004 κλήση τους.

2. Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, όπως αυτό έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 9 του Ν.2915/2001 και ισχύει από 1.1.2002, βάσει του άρθρου 15 του Ν.2943/2001, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτόν θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εκ του λόγου ότι η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται ως συνέχεια της προηγούμενης παρέπεται, πλην άλλων, ότι κατά τη συζήτηση αυτήν δεν απαιτείται η κατάθεση νέων προτάσεων, ούτε η εκ νέου επίκληση των αποδεικτικών μέσων ή η επανυποβολή των ενστάσεων κατ’ άρθρον 240 ΚΠολΔ, αλλά οι έγγραφες προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη αρκούν και ισχύουν για την επαναλαμβανόμενη συζήτηση (ΟλΑΠ 30/1997 ΕλλΔνη 38.1522 & ΑΠ 1336/2002 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ» - Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος Ι, έκδοση 2000 και συμπλήρωμα έκδοση 2003, ερμηνεία άρθρου 254, σελ. 530 και 36 αντίστοιχα, Β. Βαθρακοκοίλης, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας», Συμπληρωματικός τόμος, έκδοση 2001, ερμηνεία άρθρου 254, σελ.294).

3. Υπό το πρίσμα αυτό, ο νομοθέτης με το εδάφιο β΄ της παρ.2 της διατάξεως του άρθρου 254 ΚΠολΔ, παρέχει την ευχέρεια στους διαδίκους για την κατάθεση σημειώματος (και όχι προτάσεων) πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο, το οποίο πρέπει να περιορίζεται μόνο στα θέματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο συζητήσεως, όπως αυτά μνημονεύονται στην απόφαση δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη της συζητήσεως και με το οποίο (σημείωμα) προσάγονται μετ’ επικλήσεως στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση και τα νέα αποδεικτικά μέσα που τυχόν έχουν διαταχθεί με την εκδοθείσα απόφαση. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 106, 346 και 453 §1 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι για να λάβει υπ’ όψιν του το Δικαστήριο και να εκτιμήσει κάποιο αποδεικτικό μέσο, όπως είναι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, πρέπει όχι μόνο να προσκομίζεται αυτό, αλλά και να γίνεται επίκλησή του με τις προτάσεις του διαδίκου, ο οποίος το προσκόμισε, ενώ η λήψη υπ’ όψιν από το Δικαστήριο αποδεικτικού μέσου, του οποίου δεν έγινε νομίμως επίκληση ή προσαγωγή ιδρύει τον κατ’ άρθρον 559 αριθμ.11 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 1229/2002 ΕλλΔνη 44(2003).129).

4. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ’ αριθμόν 2384/2003 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διατάχθηκε κατ’ άρθρον 254 ΚΠολΔ η επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, η οποία και διενεργήθηκε, όπως συνομολογείται από τα διάδικα μέρη. Πλην, όμως, στην παρούσα συζήτηση, αμφότερα τα διάδικα μέρη, κατέθεσαν εκπρόθεσμα και συγκεκριμένα επί της έδρας, όπως αποδεικνύεται από τη σημείωση της Γραμματέως στο σώμα αυτών, και όχι πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο επαναλήψεως της συζητήσεως, τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 254 §2 εδ. β΄ ΚΠολΔ έγγραφα σημειώματά τους    -τα οποία, βάσει των όσων αναφέρθηκαν στην αρχή δεν φέρουν χαρακτήρα εγγράφων προτάσεων, ώστε να ελεγχθούν ως προς την εμπρόθεσμη προ εικοσαημέρου κατάθεσή τους κατ΄άρθρον 237 §1 ΚΠολΔ-    με τα οποία ως εκ τούτου μη νόμιμα προσάγουν και επικαλούνται την έκθεση της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης. Συνεπώς, σύμφωνα και με όσα λεπτομερώς αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να λάβει αυτή υπ’ όψιν του και να την εκτιμήσει ως ίδιο αποδεικτικό μέσο, η μη προσκομιδή του οποίου δημιουργεί κενό, το οποίο καθιστά ανέφικτη τη μόρφωση κρίσεως επί των βασικών θεμάτων της προκειμένης υποθέσεως και συγκεκριμένα περί του εφικτού ή μη της αυτούσιας διανομής του επίκοινου ακινήτου δια συστάσεως καθέτων ιδιοκτησιών. Μετά ταύτα πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως της κρινόμενης αγωγής, προκειμένου να προσκομισθεί νομίμως η ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης.

2. Παρατηρήσεις

5. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε με το ζήτημα της προσκομιδής και επικλήσεως νέων αποδεικτικών μέσων στην περίπτωση που μετά τη περάτωση της μίας και μοναδικής συζητήσεως και δη κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη διαπιστώθηκε ότι αυτά είναι απαραίτητα για τη μόρφωση της δικανικής πεποιθήσεως του δικαστηρίου.

6. Το συγκεκριμένο ζήτημα τίθεται επιτακτικά ιδίως μετά τη δικονομική μεταρρύθμιση που επήλθε με το Ν.2915/2001 λόγω της καταργήσεως της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και της υποχρεωτικής εκδικάσεως όλων ανεξαιρέτως των υποθέσεων της λεγόμενης τακτικής διαδικασίας σε μία μόνη συζήτηση, ακριβώς διότι ο ως άνω νόμος, παρόλο που έσπευσε να ρυθμίσει με τις διατάξεις του άρθρου 270 §4 ΚΠολΔ την κατά πολύ σπανιότερη περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώνει την αναγκαιότητα της προσκομιδής νέων αποδεικτικών στοιχείων προ της μελέτης της υποθέσεως ή της διασκέψεως και διατάσσει τη διεξαγωγή νέων αποδείξεων κατά τη συζήτηση, χωρίς να την κηρύξει περατωμένη, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, δεν έδειξε την ίδια σπουδή για το τι μέλλει γενέσθαι στις συχνές περιπτώσεις που το Πολυμελές Πρωτοδικείο κήρυξε περατωμένη τη μοναδική συζήτηση που του δίνει ο νόμος για να δικαιοδοτήσει επί των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν του, πλην όμως, μελετώντας την υπόθεση ή ευρισκόμενο εν διασκέψει, διαπίστωσε ότι του λείπουν κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί των εκατέρωθεν αιτημάτων και ισχυρισμών των διαδίκων μερών και συνεπώς προσανατολίζεται, να διατάξει τη διεξαγωγή περαιτέρω αποδείξεων, είτε αυτεπαγγέλτως, κατ’ εφαρμογήν της γενικής διατάξεως του άρθρου 107 ΚΠολΔ, είτε αιτήσει κάποιου εκ των διαδίκων.

7. Το ως άνω κενό, που άφησε ακουσίως και πρωτογενώς[1] ο νομοθέτης, προκαλεί σειρά άλλων σημαντικών ερωτημάτων που αναζητούν απάντηση: α) Πώς θα «ανοίξει» εκ νέου η περατωμένη συζήτηση; β) Πώς θα συμβιβαστεί δογματικά και συστηματικά μια «δεύτερη» συζήτηση της υποθέσεως με τη μία και μοναδική συζήτηση που αξιώνει η νέα ρύθμιση ενώπιον των Πολυμελών Πρωτοδικείων; γ) Με ποια σύνθεση θα δικάσει το δικαστήριο κατά τη συζήτηση εισφοράς στη δίκη των νέων αποδεικτικών στοιχείων; δ) Ποιος είναι ο νόμιμος τρόπος και χρόνος προσκομιδής και επικλήσεως των νέων αυτών αποδεικτικών στοιχείων, ώστε το κενό αυτό του νόμου να μην ανοίγει κάθε λίγο και λιγάκι διάπλατα τις αναιρετικές θύρες μέσω τις διατάξεως του άρθρου 559 αρ.11 ΚΠολΔ; και ε) Εντός ποιας προπαρασκευαστικής προθεσμίας πρέπει να κλητεύεται ο αντίδικος για τη συμπληρωματική της αρχικής συζήτηση; Την απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα πρέπει αναγκαστικά και μέχρι νέας νομοθετικής παρεμβάσεως να τη δώσει η αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με την παράλληλη συνεκτίμηση και των γενικότερων κατευθυντήριων αρχών που διέπουν την πολιτική δικονομία μας.

8. Η ερμηνευτική διαδικασία του εντοπισμού μια άλλης ρυθμισμένης στο νόμο και όμοιας με το ως άνω κενό περιπτώσεως δεν μπορεί παρά να καταλήξει κατά κύριο λόγο στις διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ, όπως αυτές τροποποιήθηκαν από τον ίδιο το Ν.2915/2001. Οι διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ ενεργοποιούνται, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, όταν η μία και μοναδική συζήτηση έχει κηρυχθεί περατωμένη και κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, οπότε, χάριν της οικονομίας της δίκης, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή, αλλά εκδίδει απόφαση με την οποία διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως, προσδιορίζοντας επακριβώς τα ζητήματα που θα αποτελέσουν το αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζητήσεως. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων αυτών δίνει πράγματι ικανοποιητικές και σταθερές απαντήσεις στα τρία πρώτα από τα ερωτήματα που τέθηκαν ανωτέρω, δεδομένου ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ρυθμισμένης στο ως άνω άρθρο περιπτώσεως και της κατά άνω αρρύθμιστης, η οποία έγκειται ειδικότερα ότι στην μεν πρώτη περίπτωση η επαναλαμβανόμενη συζήτηση γίνεται χάριν συμπληρώσεως ή επεξηγήσεως κενών ή αμφίβολών σημείων που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο της αρχικής συζητήσεως και έχουν υποστεί τη βάσανο του συζητητικού συστήματος, στη δε δεύτερη στην προσκομιδή και επίκληση στη δίκη νέων αποδεικτικών μέσων και ενδεχομένως και στην πρόταση νέων ισχυρισμών, δεν κωλύει την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 254 για τα ζητήματα που θέτουν τα ερωτήματα αυτά.

9. Στην περίπτωση, λοιπόν, που το Πολυμελές Πρωτοδικείο κήρυξε περατωμένη τη μοναδική συζήτηση που είχε στη διάθεσή του και κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη διαπιστώσει τη χρεία συνεκτιμήσεως νέων αποδεικτικών μέσων, τότε θα εφαρμόσει αναλογικά τις διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ και α) θα εκδώσει απόφαση με την οποία θα διατάξει την διεξαγωγή νέων αποδείξεων και μετά το πέρας αυτών το εκ νέου «άνοιγμα» της περατωμένης συζητήσεως, διατάσσοντας κατ’ άρθρον 254 §1 ΚΠολΔ, όχι την επανάληψή της, αλλά τη συνέχισή της, δεδομένου ότι κατ’ αυτήν δεν θα ζητήσει απλώς διευκρινίσεις ή επεξηγήσεις για ζητήματα που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο της αρχικής συζητήσεως, αλλά θα ασχοληθεί με εντελώς νέα ζητήματα με τα οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να απασχοληθεί πιο πριν, β) η συνεχιζόμενη (και όχι επαναλαμβανόμενη) συζήτηση δεν θα είναι δεύτερη συζήτηση, αλλά συνέχεια της προηγούμενης (254 §1 εδ.γ΄ ΚΠολΔ), οπότε έτσι καλύπτεται έστω και τυπικά η επιταγή των νέων δικονομικών διατάξεων περί εκδικάσεως των υποθέσεων σε μία μόνο συζήτηση και γ) στη συνεχιζόμενη συζήτηση η υπόθεση θα πρέπει να εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου εκτός αν αυτό είναι αδύνατο για φυσικούς ή νομικούς λόγους (254 §3 εδ.β΄ ΚΠολΔ), προκειμένου έτσι να διασφαλίζεται η εφαρμογή της αρχής της αμεσότητας, δοθέντος ότι στην αντίθετη περίπτωση της συνεχίσεως της συζητήσεως με διαφορετική σύνθεση αφενός οι δικαστές δεν θα έχουν ολοκληρωμένη και συνολική εικόνα της υποθέσεως που έχει αχθεί ενώπιον τους και αφετέρου οι διάδικοι θα στερούνται ακουσίως το φυσικό (νόμιμο) δικαστή τους για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς τους.

10. Οι αμοιβαία εξαρτώμενες, όμως, απαντήσεις στο τέταρτο και πέμπτο ερώτημα περί του τρόπου και χρόνου εισφοράς των νέων αποδεικτικών μέσων στη συνεχιζόμενη συζήτηση, καθώς και περί της προπαρασκευαστικής προθεσμίας κλητεύσεως του αντιδίκου στη συνεχιζόμενη συζήτηση, δεν καλύπτονται ουδόλως από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 254 §2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι για τα ζητήματα αυτά η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ρυθμισμένης και αρρύθμιστης περιπτώσεων που αναφέρθηκε ανωτέρω στο τέλος της παραγράφου [4] κωλύει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας αναλογίας για τους εξής ειδικότερους λόγους:

i) Η διάταξη του άρθρου 254 §2 εδ.β΄ ΚΠολΔ θεσπίζει απλώς την ευχέρεια των διαδίκων (οι διάδικοι μπορούν ...) να καταθέσουν σημείωμα τουλάχιστον πέντε [5] ημέρες πριν από την επανάληψη της συζητήσεως, ακριβώς διότι οι συμπληρώσεις ή οι επεξηγήσεις των κενών ή αμφίβολων σημείων θα μπορούσαν να δοθούν και στο ακροατήριο. Στην εξεταζόμενη, όμως, περίπτωση της προσκομιδής και επικλήσεως νέων αποδεικτικών μέσων, ο διάδικος που φέρει το βάρος αποδείξεως δεν έχει απλώς την ευχέρεια, αλλά, όπως έκρινε και η σχολιαζόμενη απόφαση, υποχρεούται να καταθέσει σημείωμα με το οποίο θα προσκομίζει και θα επικαλείται τα νέα αποδεικτικά μέσα, διαφοροποίηση που αμβλύνει αρκετά το βαθμό ομοιότητας των δύο περιπτώσεων. Ακόμη, όμως, και αν ήθελε υποτεθεί ότι η τροπή της ευχέρειας αυτής των διαδίκων σε υποχρέωσή τους γίνεται στα πλαίσια της αναλογίας, και πάλι η αναλογική εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως για το συγκεκριμένο ζήτημα δεν θα ήταν ορθή για τους αμέσως επόμενους λόγους.

ii) Η αξιολόγηση των νέων αποδεικτικών στοιχείων και στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πορίσματα της διενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης αναπόφευκτα είτε θα μεταβάλλουν εντός των ορίων του συστήματος συγκεντρώσεως τους ισχυρισμούς των μερών που είχαν προταθεί στην αρχική συζήτηση είτε ενδέχεται να ενεργοποιήσουν νέους ισχυρισμούς που είχαν υποβληθεί επικουρικώς· αυτοί οι ισχυρισμοί πρέπει, όμως, να αποτελέσουν αντικείμενο συζητήσεως μεταξύ των μερών, πράγμα που αποτρέπεται από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 254 §2 εδ.β΄& γ΄ ΚΠολΔ, διότι αν τα νέα αποδεικτικά στοιχεία και οι ισχυρισμοί που τα συνοδεύουν εισφερθούν στη δίκη με σημείωμα που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου τουλάχιστον πέντε [5] ημέρες προ της δικασίμου, τότε τα διάδικα μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς του αντιδίκου τους πριν από την επ’ ακροατηρίου συνέχεια της αρχικής συζητήσεως, με αποτέλεσμα να μην τεθούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί στη διαλεκτική αντιδικία που επιβάλλει το συζητητικό σύστημα από το οποίο σκοπείται να αναδυθεί ως σύνθεση η αλήθεια[2]. Κατά συνέπεια, αν γινόταν δεκτή στην περίπτωση αυτή η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 254 §2 εδ. β΄& γ΄ ΚΠολΔ, τότε αφενός θα αναιρείτο στην ουσία του το συζητητικό σύστημα και αφετέρου θα δημιουργούνταν εντελώς αδικαιολόγητα δύο ταχύτητες προσκομιδής και επικλήσεως αποδεικτικών μέσων και προβολής ισχυρισμών στις δίκες ενώπιον των Πολυμελών Πρωτοδικείων, μία κατά την αρχική συζήτηση με κατάθεση προτάσεων είκοσι [20] ημέρες (237 §1 ΚΠολΔ) και προσθήκης σε αυτές δεκαπέντε [15] ημέρες προ της δικασίμου (237 §3 ΚΠολΔ) και αξιολογήσεως της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας οκτώ εργάσιμες ημέρες μετά από αυτήν (270 §6 ΚΠολΔ) και μία κατά τη συνεχιζόμενη συζήτηση με κατάθεση σημειώματος πέντε [5] ημέρες προ της συνέχειας της συζητήσεως (254 §2 εδ.β΄ ΚΠολΔ) και, ομοίως, με αξιολόγηση της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας οκτώ εργάσιμες ημέρες μετά από αυτήν (254 §2 εδ.γ΄ ΚΠολΔ), διαφοροποίηση που όχι μόνο δεν βρίσκει έρεισμα στον ΚΠολΔ, αλλά, όπως καταδείχθηκε, έρχεται σε άμεση αντίθεση με θεμελιώδεις διατάξεις του, στην περίπτωση δε που ήθελε προταθεί ότι η εφαρμογή του συζητητικού συστήματος διαφυλάσσεται στα πλαίσια της αναλογικής εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 254 §2 εδ.β΄& γ΄ ΚΠολΔ με την κατάθεση αξιολογήσεως οκτώ εργάσιμες ημέρες μετά τη συνέχεια της συζητήσεως και πάλι η εν λόγω αναλογία δεν θα ήταν ορθή για τους αμέσως επόμενους λόγους.

iii) Η διάταξη του άρθρου 270 §1 ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Ν.2915/2001, ορίζει ότι ο δικαστής οφείλει πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προς τα θέματα και το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών, αν, όμως,  για την περίπτωση της προσκομιδής και επικλήσεως νέων αποδεικτικών μέσων εφαρμοσθεί αναλογικά η διάταξη του άρθρου 254 §2 εδ.β΄& γ΄ ΚΠολΔ, τότε ο δικαστής δεν θα είναι ενημερωμένος προ της συνέχειας της συζητήσεως για τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων μερών, όπως αυτοί θα έχουν εν τω μεταξύ διαμορφωθεί από την αξιολόγηση των νέων αποδεικτικών μέσων που εισφέρονται στη δίκη.

iv) Η προσκομιδή και επίκληση των όποιων αποδεικτικών μέσων ενώπιον των Πολυμελών Πρωτοδικείων γίνεται μόνο με την κατάθεση δικογράφου προτάσεων και όχι με σημείωμα, το οποίο δεν φέρει το χαρακτήρα έγγραφων προτάσεων, γεγονός που το επισημαίνει και η ίδια η σχολιαζόμενη απόφαση, αναφέροντας επί λέξει «από το συνδυασμό των άρθρων 106, 346 και 453 §1 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι για να λάβει υπ’ όψιν του το Δικαστήριο και να εκτιμήσει κάποιο αποδεικτικό μέσο, όπως είναι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, πρέπει όχι μόνο να προσκομίζεται αυτό, αλλά και να γίνεται επίκλησή του με τις προτάσεις του διαδίκου», πλην, όμως, εντελώς αδικαιολόγητα και σε προφανή αντίθεση με τα όσα έχει ήδη αναφέρει, αποφαίνεται ότι «με το [...] (σημείωμα) προσάγονται μετ’ επικλήσεως στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση και τα νέα αποδεικτικά μέσα που τυχόν έχουν διαταχθεί με την εκδοθείσα απόφαση [...], τα [δε] έγγραφα σημειώματα [...], βάσει των όσων αναφέρθηκαν στην αρχή, δεν φέρουν χαρακτήρα εγγράφων προτάσεων, ώστε να ελεγχθούν ως προς την εμπρόθεσμη προ εικοσαημέρου κατάθεσή τους κατ΄άρθρον 237 §1 ΚΠολΔ»

11. Κατά συνέπεια, με βάση τις προηγηθείσες σκέψεις, για το ζήτημα της προσκομιδής και επικλήσεως νέων αποδεικτικών στοιχείων και προτάσεως των σχετικών ισχυρισμών των διαδίκων μερών δεν πρέπει να εφαρμοσθούν αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 254 §2 εδ.β΄ & γ΄ ΚΠολΔ, αλλά δ) εφόσον, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω,  η συζήτηση στην οποία θα προσκομιστούν τα νέα αποδεικτικά μέσα είναι συνέχεια της αρχικής, κατά λογική ακολουθία, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν δικόγραφο συνέχειας των αρχικών προτάσεών τους (και όχι νέες προτάσεις) εντός της προπαρασκευαστικής προθεσμίας των είκοσι ημερών προς της συνέχειας της συζητήσεως (237 §1 ΚΠολΔ) με το οποίο δικόγραφο θα προσκομίζουν και θα επικαλούνται τα νέα αποδεικτικά μέσα και θα προτείνουν τους ισχυρισμούς που συνδέονται με αυτά, χωρίς ασφαλώς να έχουν υποχρέωση να επαναφέρουν τους ήδη προταθέντες ισχυρισμούς τους και να επικαλεστούν εκ νέου τα ήδη κατά την αρχική συζήτηση προσκομισθέντα και επικληθέντα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρον 240 ΚΠολΔ. Εν συνεχεία, μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στη συνέχεια των προτάσεών τους εντός της προπαρασκευαστικής προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών πριν από τη συνέχεια της συζητήσεως, (237 §3 ΚΠολΔ) και αξιολόγηση της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας οκτώ [8] εργάσιμες ημέρες μετά από αυτήν (270 §6 ΚΠολΔ), οπότε, όπως καθίσταται σαφές, με τον τρόπο αυτόν i) οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν προτάσεις και δεν έχουν απλώς την ευχέρεια της καταθέσεως σημειώματος, ii) δεν θίγεται η ομαλή λειτουργία του συζητητικού συστήματος και τα νέα αποδεικτικά μέσα τυγχάνουν της ίδιας δικονομικής μεταχειρίσεως με αυτά που προσκομίστηκαν κατά την αρχική συζήτηση και iii) ο δικαστής είναι ενημερωμένος προ της συζητήσεως για το σύνολο των εισφερθέντων αποδεικτικών μέσων και το περιεχόμενο των εκατέρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων, ως το επιτάσσει ρητά η διάταξη του άρθρου 270 §1 ΚΠολΔ και iv) τηρείται ο τύπος της προσκομιδής και επικλήσεως των αποδεικτικών μέσων με δικόγραφο προτάσεων. Τέλος, η απάντηση στο ως άνω υπό στοιχείο [δ] ερώτημα δίνει ανακλαστικά την απάντηση και στο υπό στοιχείο [ε]· και στην περίπτωση αυτή δεν θα εφαρμοσθεί αναλογικά η διάταξη του άρθρου 254 §2 εδ.α΄ ΚΠολΔ, διότι ο αντίδικος δεν θα είχε χρόνο να προετοιμαστεί αν κλητευόταν τριάντα [30] ημέρες προ της συνέχειας της συζητήσεως, τη στιγμή που οφείλει να καταθέσει το δικόγραφο των προτάσεών του είκοσι [20] ημέρες πριν από αυτήν, αλλά ε) η κλήτευση του αντιδίκου θα πρέπει να λάβει χώρα εντός των προπαρασκευαστικών προθεσμιών του άρθρου 228 ΚΠολΔ.

 

[1] Βλ. Απ. Σ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 1996, §93, σελ.34.

[2] Βλ. Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1986, Κεφάλαιο IV, §63, σελ.159.