Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Η απόφαση σε δίκη για την παροχή κληρονομητηρίου δεν δημιουργεί δεδικασμένο για το κληρονομικό δικαίωμα

Παντελεήμων Ρεντούλης

Η απόφαση σε δίκη για την παροχή κληρονομητηρίου δεν δημιουργεί δεδικασμένο για το κληρονομικό δικαίωμα

Παρατηρήσεις στην υπ' αριθμόν 84/2009 ΕφΘεσ

Δημοσιευμένο στο ΕΠολΔ 2011 σ. 59-67

1. Εισαγωγή

1. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με το αν μία απόφαση που έχει εκδοθεί στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας αναπτύσσει δεδικασμένο, όταν το αντικείμενο που ρύθμισε ανακύπτει σε δίκη που διεξάγεται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Με άλλα λόγια, ασχολήθηκε με το αν οι διατάξεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ τυγχάνουν ή όχι εφαρμογής σε αποφάσεις που εκδίδονται επί υποθέσεων που έχουν υπαχθεί στην εκουσία δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

2. Όπως γίνεται αντιληπτό, για την πλήρη κατανόηση του ζητήματος που έκρινε η ως άνω απόφαση και την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων επιβάλλεται να εξετασθεί η ίδια η φύση της εκουσίας δικαιοδοσίας και η διαπλοκή της με την αμφισβητούμενη, δεδομένου ότι το δεδικασμένο ως δικονομικό φαινόμενο, αφορά κατ’ αρχήν την τελευταία, ακριβώς επειδή προϋποθέτει την ύπαρξη και την επίλυση διαφοράς.

3. Για το λόγο αυτό, στις γραμμές που ακολουθούν, κατά πρώτον θα αναφερθεί περιληπτικώς το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης αποφάσεως σε σχέση με το εξεταζόμενο ζήτημα (ενότ. 2), κατά δεύτερον θα αποσαφηνιστεί η φύση της αμφισβητούμενης και της εκουσίας δικαιοδοσίας (ενότ. 3) και κατά τρίτον θα εξετασθεί η μεταξύ τους διαπλοκή και θα εξαχθούν τα σχετικά συμπεράσματα (ενότ. 4).

2. Περιεχόμενο αποφάσεως

4. Η σχολιαζόμενη απόφαση εκδόθηκε επί εφέσεως που άσκησε ο ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων, ο οποίος ζητούσε με την ασκηθείσα αγωγή του να αναγνωριστεί συγκεκριμένο κληρονομικόδικαίωμά του επίδήλου,καθώς και το δικαίωμά του να λάβει κατά προσαύξηση συγκεκριμένο ποσό, άλλως και επικουρικώς να αναγνωριστεί το δικαίωμα του ως κληροδόχου επί του ιδίου αντικειμένου.

5. Στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δίκης οιεφεσίβλητοι προέβαλαν παραδεκτώς για πρώτη φορά ένσταση δεδικασμένου το οποίο πήγαζε από τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ηοποία είχε εκδοθεί στα πλαίσια της εκουσίας δικαιοδοσίας και είχε απορρίψει σχετική αίτηση του εκκαλούντος - ενάγοντος για την έκδοση κληρονομητηρίου, με την αιτιολογία ότι από την ερμηνεία του κειμένου της οικείας ιδιόγραφης διαθήκης δεν προέκυπτε το κληρονομικό δικαίωμά του.

6. Η ανωτέρω ένσταση απορρίφθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι η απόφαση από την περί κληρονομητηρίου δίκη δεν είναι εξοπλισμένη με τη δύναμη δεδικασμένου, αφού γενικά κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία για αυθεντική δεσμευτική διάγνωση των ιδιωτικών δικαιωμάτων διαδίκων.

3. Αμφισβητούμενη και εκουσία δικαιοδοσία – Η φύση τους

7. Πριν ερευνηθεί το ζήτημα του αν μία τελεσίδικη απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας αναπτύσσει ή όχι δεδικασμένο είναι χρήσιμο να αποσαφηνισθούν τα εννοιολογικά όρια της εκουσίας δικαιοδοσίας και η σχέση της με την αμφισβητούμενη, αποσαφήνιση που προϋποθέτει περαιτέρω την εννοιολογική διάκριση μεταξύ υποθέσεως και διαφοράς, αντιστοίχως.

8. Σύμφωνα με την κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη ως διαφορά εν γένει νοείται στο χώρο του δικονομικού δικαίου η αμφισβήτηση σχετικά με το αν ισχύει ή όχι κάποια συγκεκριμένη έννομη σχέση, ώστε η άρση της αμφισβητήσεως αυτής να πρέπει να γίνει κατά τρόπο δεσμευτικό από συγκεκριμένο δικαιοδοτικό όργανο.

9. Ως εκ τούτου, στο χώρο του αστικού δικονομικού δικαίου νοείται ως ιδιωτική διαφορά η αμφισβήτηση σχετικά με το αν ισχύει ή όχι κάποια συγκεκριμένη έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, ώστε, κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως δικαστικής προστασίας, να πρέπει να αρθεί η αμφισβήτηση αυτή κατά τρόπο δεσμευτικό από τα αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα. Η επίλυση των ως άνω ιδιωτικών διαφορών μαζί με τον περίγυρο των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων που μπορεί ενδεχομένως να απορρεύσουν από αυτές από την πρωτοβάθμια εκδίκασή τους μέχρι το στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελεί το κύριο αντικείμενο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων[1].

10. Περαιτέρω, η έννοια της υποθέσεως διακρίνεται από την έννοια της διαφοράς ακριβώς, διότι ελλείπει το στοιχείο της αμφισβητήσεως σχετικώς με την ύπαρξη ή όχι μίας έννομης σχέσεως. Η υπόθεση δημιουργείται, όταν το κατά νόμον αρμόδιο καθ’ ύλην όργανο (διοικητικό, δικαιοδοτικό ή άλλο) πρέπει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως, να διαγνώσει αν συντρέχουν οι οριζόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, προκειμένου να διαταχθούν τα επίσης προβλεπόμενα στο νόμο συγκεκριμένα μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα, με τα οποία είτε διαπλάσσεται μία νέα έννομη σχέση είτε απλώς διαπιστώνονται συγκεκριμένες πραγματικές καταστάσεις, οι οποίες συνδέονται με μία ήδη υπάρχουσα έννομη σχέση.

11. Ως εκ τούτου υπόθεση ιδιωτικού δικαίου δημιουργείται όταν το κατά νόμον αρμόδιο καθ’ ύλην όργανο (π.χ. ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος ή κάποιο πολιτικό δικαιοδοτικό όργανο) πρέπει, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως, να διαγνώσει αν συντρέχουν οι οριζόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, προκειμένου να διαταχθούν τα, επίσης, προβλεπόμενα στο νόμο συγκεκριμένα μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα, με τα οποία είτε διαπλάσσεται μία νέα έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου είτε απλώς διαπιστώνονται συγκεκριμένες πραγματικές καταστάσεις, οι οποίες συνδέονται με μία ήδη υπάρχουσα. Η διεκπεραίωση των ως άνω υποθέσεων ιδιωτικού δικαίου που έχει εκ του νόμου ανατεθεί στα πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα αποτελεί το κύριο αντικείμενο της εκουσίας δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων[2].

12. Εκ των ανωτέρω εννοιολογικών επισημάνσεων πηγάζουν τα εξής ενδιάμεσα συμπεράσματα όσον αφορά στη σχέση μεταξύ αμφισβητούμενης και εκουσίας δικαιοδοσίας:

13. Το κυριότερο κοινό σημείο μεταξύ αμφισβητούμενης και η εκουσίας δικαιοδοσίας είναι ότι σχετίζονται αμφότερες με έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι δύο αυτές δικαιοδοσίες αποτελούν, κατ’ άρθρον 1 ΚΠολΔ, πτυχές της ενιαίας και κοινής δικαιοδοσίας των τακτικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων, εις τρόπον ώστε να μην συντρέχει έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, στις περιπτώσεις που κάποιο πολιτικό δικαιοδοτικό όργανο δικαστήριο αποφαίνεται επί ιδιωτικής διαφοράς, ως εάν να επρόκειτο για υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας και τανάπαλιν[3].

14. Το δεύτερο κοινό σημείο μεταξύ αμφισβητούμενης και εκουσίας δικαιοδοσίας είναι ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στα πλαίσια της κατά τα άνω ενιαίας δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων, όντας όλες τους ανεξαιρέτως διαγνωστικές[4], είναι ως προς τα ζητήματα που διαγιγνώσκουν δεσμευτικές, πλην, όμως, η δεσμευτικότητά τους αυτή ρυθμίζεται διαφορετικά από τον δικονομικό νομοθέτη ανάλογα με το είδος και το βαθμό δικονομικής ωριμότητας της εκθοθείσης αποφάσεως[5]. Υπ’ αυτήν την έννοια, η δεσμευτικότητα μίας οριστικής αποφάσεως που εκδόθηκε στα πλαίσια κυρίας δίκης αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας συνίσταται στην κατ’ άρθρον 309 ΚΠολΔ απαγόρευση της ανακλήσεως της μετά τη δημοσίευσή της, η δεσμευτικότητα μίας τελεσίδικης αποφάσεως που εκδόθηκε στα πλαίσια μίας ίδιας δίκης στη ρύθμιση των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ περί δεδικασμένου, η δεσμευτικότητα μίας οριστικής αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων ή μίας οριστικής αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας στο νομικό αξίωμα ne bis in idem (άρθ. 696, 758, 773 & 778 ΚΠολΔ)[6].

15. Θα μπορούσε, κατά συνέπεια, να υποστηριχθεί με βάσιμη αιτιολογία ότι οι αποφάσεις εκουσίας δικαιοδοσίας δεν αναπτύσσουν δεδικασμένο όχι τόσο γιατί το δικαιοδοτικό όργανο που τις εξέδωσε δεν είχε  την εξουσία για αυθεντική δεσμευτική διάγνωση των ιδιωτικών δικαιωμάτων διαδίκων, αλλά κυρίως γιατί ο δικονομικός νομοθέτης, αντιλαμβανόμενος την ιδιαίτερη φύση της εκουσίας δικαιοδοσίας και τους ρυθμιστικούς σκοπούς που αυτή εξυπηρετεί, ρύθμισε διαφορετικά τη δεσμευτικότητά τους, ορίζοντας γενικώς στο άρθρο 778 ΚΠολΔ ότι είναι απαράδεκτη νέα αίτηση μεταξύ των ίδιων διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, στο άρθρο 758 ΚΠολΔ, ότι αν οι αποφάσεις εκουσίας δικαιοδοσίας είναι δεκτικές του υποβληθέντος αιτήματος, μπορεί οποτεδήποτε και ανεξαρτήτως του βαθμού δικονομικής ωριμότητός τους (οριστικές, τελεσίδικες, αμετάκλητες) να ανακληθούν ή να μεταρρυθμισθούν, εφ’ όσον προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες υπό από τις οποίες εκδόθηκαν, και στο άρθρο 773 ΚΠολΔ ότι χωρεί κατ’ αυτών τριτανακοπή από πρόσωπα που δεν μετείχαν κατά τη διαδικασία εκδόσεώς τους.

4. Αμφισβητούμενη και εκουσία δικαιοδοσία – Η διαπλοκή τους

16. Εκ των ανωτέρω επισημάνσεων συνάγεται ότι οι περιπτώσεις στις οποίες τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία «αναγκάζονται» να διακηρύξουν ότι οι αποφάσεις εκουσίας δικαιοδοσίας δεν εξοπλίζονται με δεδικασμένο, είναι όταν για την επίλυση της διαφοράς που ανακύπτει στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τίθεται ως προδικαστικό ζήτημα μία ήδη κριθείσα υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας. Αυτή η σχέση προδικαστικότητος μεταξύ ενός ήδη κριθέντος ζητήματος και ενός υπό κρίση οδηγεί παραπλανητικά στις διατάξεις περί δεδικασμένου, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε αμέσως ανωτέρω, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε αποφάσεις εκδοθείσες επί υποθέσεων εκουσίας δικαιοδοσίας.

17. Ωστόσο, ο δικονομικός νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα να αντιμετωπισθεί αυτή η διαπλοκή μεταξύ αμφισβητούμενης και εκουσίας δικαιοδοσίας, χωρίς να τίθεται θέμα καταφυγής στις διατάξεις περί δεδικασμένου, και δη με τρόπο που από τη μία συμβιβάζει αρμονικά τους διαφορετικούς σκοπούς που εξυπηρετούν οι δύο αυτές δικαιοδοσίες και από την άλλη σέβεται το διαφορετικό βαθμό δεσμευτικότητας των αποφάσεων που εκδίδονται στα πλαίσιά τους, αναλόγως με το αν η προγενέστερη απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας είχε απορρίψει ή είχε κάνει δεκτό το υποβληθέν αίτημα.

18. Όπως προαναφέρθηκε, η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ αμφισβητούμενης και εκουσίας δικαιοδοσίας είναι ότι η πρώτη, όπως το αποκαλύπτει και η ονομασία της, προϋποθέτει αμφισβήτηση εννόμων σχέσεων ιδιωτικού δικαίου, ενώ στα πλαίσια της δεύτερης, συντρεχουσών ασφαλώς και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου και γενομένου δεκτού του υποβληθέντος αιτήματος, είτε διαπλάσσονται νέες (π.χ. συγγένεια μέσω υιοθεσίας) είτε διαπιστώνονται πραγματικές καταστάσεις που σχετίζονται με ήδη δημιουργηθείσες έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου (π.χ. διόρθωση ληξιαρχικής πράξεως γάμου).

19. Υπ’ αυτήν την έννοια, μία απορριπτική του υποβληθέντος αιτήματος απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να ανακύψει ως προδικαστικό ζήτημα σε δίκη αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, ακριβώς διότι με την απορριπτική απόφαση της εκουσίας δικαιοδοσίας ούτε νέα έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου διαπλάσθηκε ούτε διαπιστώθηκαν πραγματικές καταστάσεις σχετιζόμενες με ήδη δημιουργηθείσα και τιθέμενη πλέον υπό αμφισβήτηση έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, το δικαιοδοτικό όργανο που δικάζει τη διαφορά αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν δεσμεύεται από την ήδη εκδοθείσα απορριπτική απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας, όχι γιατί δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις περί δεδικασμένου, αλλά διότι η υπό αμφισβήτηση πλέον έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου δεν έχει επηρεασθεί από την απόφαση αυτήν.

20. Αντιθέτως, το ήδη κριθέν ζήτημα μίας εν όλω ή εν μέρει δεκτικής του υποβληθέντος αιτήματος αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας μπορεί να ανακύψει ως προδικαστικό ζήτημα κατά την εκδίκαση διαφορών αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, στην περίπτωση που η οικεία έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου τεθεί υπό αμφισβήτηση (π.χ. το βάσει κληρονομητηρίου αναγνωρισθέν κληρονομικό δικαίωμα σε εκδίκαση περί κλήρου αγωγής, η βάσει υιοθεσίας συγγένεια σε εκδίκαση αγωγής διατροφής ή αγωγής προσβολής νόμιμης μοίρας, η κήρυξη εμπόρου σε πτώχευση σε δίκη ανακοπής κατά της επισπευδόμενης ατομικής αναγκαστικής εκτελεστικής διαδικασίας, η κήρυξη προσώπου υπό δικαστική συμπαράσταση σε εκδίκαση αγωγής για το κύρος δικαιοπραξίας που το πρόσωπο αυτό συνήψε, κ.ά.).

21. Στις περιπτώσεις αυτές, με βάση τα προαναφερθέντα, το δικαιοδοτικό όργανο που κρίνει τη διαφορά της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεσμεύεται από την προγενέστερη κρίση της υποθέσεως εκουσίας δικαιοδοσίας, όχι ασφαλώς σύμφωνα με την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί δεδικασμένου, αλλά υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 758, 773 και 778 ΚΠολΔ[7], δηλαδή, αν αφ’ ενός μεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, η ήδη εκδοθείσα δεκτική του υποβληθέντος αιτήματος απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας εξακολουθεί να ισχύει, εφ’ όσον δεν έχουν μεσολαβήσει νέα πραγματικά περιστατικά ή δεν έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκε, αν αφ’ ετέρου δε δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, εφ’ όσον δεν έχει ασκηθεί κατ’ αυτής τριτανακοπή.

22. Πλην, όμως, η ίδια η αμφισβήτηση στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας της έννομης σχέσεως ιδιωτικού δικαίου που έχει αποτελέσει αντικείμενο της ήδη εκδοθείσης αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας, μπορεί, κατ’ εκτίμηση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου (αγωγής, ανακοπής, ενδίκου μέσου κ.λπ.) ή των προτάσεων των διαδίκών να συνιστά σώρευση σε αυτά είτε αιτήσεως περί μεταρρυθμίσεως ή ανακλήσεως της αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας λόγω μεταβολής των πραγματικών περιστατικών ή των συνθηκών, αν ο διάδικος στη δίκη της αμφισβητούμενης ήταν διάδικος και στη δίκη της εκουσίας δικαιοδοσίας, είτε τριτανακοπής, αν ο διάδικος στη δίκη της αμφισβητούμενης δεν ήταν διάδικος στη δίκη της εκουσίας δικαιοδοσίας[8].

23. Εφ’ όσον, λοιπόν, μόνη η ύπαρξη της διαφοράς αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας μπορεί να οδηγήσει στην παραδοχή ότι, κατ’ εκτίμηση των δικογράφων των διαδίκων, μπορεί να έχουν σωρευθεί σε αυτά οι ως άνω αιτήσεις δικαστικής προστασίας (ανακλητική - μεταρρυθμιστική αίτηση ή τριτανακοπή) σε σχέση με την ήδη εκδοθείσα δεκτική του υποβληθέντος αιτήματος απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας, απομένει το ερώτημα του ποιο δικαιοδοτικό όργανο καλείται να τις δικάσει.

24. Λαμβανομένου υπ’ όψιν του προαναφερόμενου ενιαίου χαρακτήρα της πολιτικής δικαιοδοσίας[9], το δικαιοδοτικό όργανο που δικάζει την υπόθεση της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας θα μπορούσε, κατ’ άρθρον 591 § 2 ΚΠολΔ, αν είναι μεν καθ’ ύλην αρμόδιο να εξετάσει τις ως άνω σωρευθείσες αιτήσεις δικαστικής προστασίας (ανακλητικής – μεταρρυθμιστικής αιτήσεως ή τριτανακοπής), εφαρμόζοντας τις διατάξεις της εκουσίας δικαιοδοσίας[10] και να εκδώσει ενιαία απόφαση[11], και σε κάθε περίπτωση είτε είναι καθ’ ύλην αρμόδιο είτε καθ’ ύλην αναρμόδιο να διατάξει, κατ’ άρθρον 46 ΚΠολΔ, την παραπομπή τους στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο θα δικάσει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας[12], καθώς και την ταυτόχρονη αναστολή, κατ’ άρθρον 249 ΚΠολΔ, της συζητήσεως της αχθείσης ενώπιον του διαφοράς μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί του παραπεμπόμενου ζητήματος εκουσίας δικαιοδοσίας.

25. Με τον τρόπο αυτό, τον οποίο ο ίδιος ο δικονομικός νομοθέτης τον υποδεικνύει, (α) συμβιβάζονται αρμονικά και εξυπηρετούνται αποτελεσματικά οι διαφορετικοί σκοποί, τους οποίους καλούνται να επιτελέσουν αμφισβητούμενη και εκούσια δικαιοδοσία, (β) γίνεται σεβαστή η στο νόμο προβλεπόμενη δεσμευτικότητα των αποφάσεων εκουσίας δικαιοδοσίας, όταν οι υποθέσεις επί των οποίων έχουν ήδη αποφανθεί ανακύπτουν ως προδικαστικά ζητήματα σε διαφορές αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και (γ) αντιμετωπίζεται συνολικά το ζήτημα της δεσμευτικότητας των αποφάσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας για όλες τις σχετικές υποθέσεις (π.χ. υιοθεσία, συναινετικό διαζύγιο, κήρυξη αφάνειας κληρονομητήριο, πτώχευση, κ.λπ.), όταν αυτές ανακύπτούν ως προδικαστικό ζήτημα σε δίκη αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, χωρίς να παρίσταται ανάγκη καταφυγής στις διατάξεις περί δεδικασμένου.

 

[1] Βλ. για το ζήτημα αυτό και Μητσόπουλος Γ., Η έννοια της εκουσίας δικαιοδοσίας, Νέον Δίκαιον 1971, σ. 334, Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Νίκας), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 1, αριθ. 1, σ. 3-4, Μπέης Κ., Ερμηνεία ΚΠολΔ, Γενική εισαγωγή στην εκουσία δικαιοδοσία, ενότ. 1.1., στοιχ. α΄

[2] Βλ. για το ζήτημα αυτό και Μητσόπουλος Γ., ό.π., σ. 341, Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Νίκας), ό.π., άρθ. 1, αριθ. 25-26, σ. 13, Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Αρβανιτάκης), ό.π., άρθ. 739-866, αριθ. 1-2, σ. 1455-1456, Μπέης Κ., ό.π., ενότ. 1.2. & 1.5., Βαθρακοκοίλης Αντ., Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 739, αριθ. 1, σ. 399-400

[3] Βλ. Κλαμαρής Ν., Παρέμβαση στη 2η συνεδρία του  20ου Πανελληνίου Συνεδρίου της Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων με θέμα «Προβλήματα εκουσίας δικαιοδοσίας», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1995, § 1, σ. 159-160, Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Αρβανιτάκης), ό.π., άρθ. 739-866, αριθ. 3, σ. 1456-1457, Μπέης Κ., ό.π., ενότ. 2.3., υποενότ. 2.3.2.

[4] Βλ. για το ζήτημα αυτό και Κλαμαρής Ν., ό.π., §§ 7-9, σ. 161-162, όπου καταλήγει επί λέξει στο συμπέρασμα ότι «στο αναγνωριστικό τμήμα της αποφάσεως της εκουσίας δικαιοδοσίας εμπεριέχεται η δεσμευτική διάγνωση για τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων για τη λήψη του μέτρου ή της διαπλάσεως», Ρεντούλης Π., Η έννοια και τα είδη των δικαστικών αποφάσεων στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ. 37 (2000), σ. 746-749

[5] Βλ. Οικονομοπουλος Γ., ΣχεδΠολΔ, VII, σ. 53, ο οποίος είχε προτείνει, αντί του δεδικασμένου, να ισχύει άλλου είδους δέσμευση για τις αποφάσεις εκουσίας δικαιοδοσίας.

[6] ΑΠ 1084/1982 ΝοΒ 1983.1165, ΕφΑθ 3025/2000 ΕλΔνη 2002.791

[7] Βλ. προς την κατεύθυνση αυτήν ΕφΑθ 10609/1990 ΕλΔνη 1991.1071

[8] π.χ. αν με την ασκηθείσα αγωγή περί κλήρου αμφισβητείται το κληρονομικό δικαίωμα προσώπου που έχει πετύχει με αίτησή του την έκδοση κληρονομητηρίου για το, αμφισβητούμενο πλέον, κληρονομικό δικαίωμά του, είναι προφανές ότι στην αγωγή περιλαμβάνεται και αίτημα για την ανάκληση ή έστω για τη μεταρρύθμιση της οικείας αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας, εάν ο ενάγων είχε μετάσχει στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η τελευταία (περίπτωση σωρεύσεως ανακλητικής - μεταρρυθμιστικής αιτήσεως), άλλως για την ακύρωσή της, εάν δεν είχε μετάσχει (περίπτωση σωρεύσεως τριτανακοπής).

[9] Βλ. ανωτ. § 13

[10] Για την περίπτωση που δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 748 ΚΠολΔ προδικασία, όπως ιδίως η επίδοση προς τον Εισαγγελέα, το δικαιοδοτικό όργανο κηρύσσει κατά την ορθότερη γνώμη απαράδεκτη τη συζήτηση και όχι τη διαδικαστική πράξη.

[11] Η άποψη αυτή, αν και δεν είναι η κρατούσα στη νομολογία, συμβιβάζεται με απόλυτη συνέπεια με το ενιαίο της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων. Βλ. και Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Ποδηματά), ό.π., άρθ. 591, αριθ. 14, σ. 1100, Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Αρβανιτάκης), ό.π., άρθ. 739-866, αριθ. 5-7, σ. 1457-1458, ΕφΑθ 10018/1986 ΝοΒ 1987.551, ΜΠρΑθ 4568/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αντιθ. Μπέης Κ., ό.π., ενότ. 2.3., υποενότ. 2.3.3.

[12] Βλ. και Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Νίκας), ό.π., άρθ. 46, αριθ. 5, σ. 107.