Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Η έγγραφη απόδειξη στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Παντελεήμων Ρεντούλης

Η έγγραφη απόδειξη στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2006 σ. 1335-1346

 

Διάγραμμα
1. Εισαγωγικές  παρατηρήσεις.
2. Η έννοια του εγγράφου.
3. Το ηλεκτρονικό έγγραφο.
4. Διακρίσεις.
5. Τα ιδιωτικά έγγραφα.
5.1. Οι προϋποθέσεις της εγκυρότητάς τους και η αποδεικτική δύναμή τους.
5.2. Η προσβολή της εγκυρότητάς τους.
6. Τα δημόσια έγγραφα.
6.1. Οι προϋποθέσεις της εγκυρότητάς τους.
6.2. Η αποδεικτική τους δύναμη.
6.3. Η προσβολή τους ως πλαστών.
7. Η αποδεικτική δύναμη των αντιγράφων.
8. Τα αναγνωριστικά και τα κυρωτικά έγγραφα.
9. Συνοπτική σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου.

 

1. Εισαγωγικές  παρατηρήσεις

1. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο, όπου ο κύριος όγκος των κανόνων αποδείξεως είναι συγκεντρωμένος στο 12ο Κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας υπό τον τίτλο ΄΄Απόδειξη΄΄ και στα άρθρα 335 έως 465 ΚΠολΔ, με την περιορισμένη εξαίρεση αφενός των λεγόμενων νομίμων τεκμηρίων που βρίσκονται κυρίως στον Αστικό Κώδικα, αλλά και σε άλλα νομοθετήματα, και αφετέρου ορισμένων γενικότερων διατάξεων που βρίσκονται σε άλλα σημεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το άρθρο 107 ΚΠολΔ, που αφορά στην αυτεπάγγελτη διάταξη αποδείξεων και το άρθρο 270 §2 ιδίου Κώδικα που αφορά στην εκτίμηση των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων και στο ιδιότυπο αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων, στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο οι αποδεικτικοί κανόνες είναι διασπασμένοι σε δύο μεγάλα τμήματα, εκ των οποίων το ένα βρίσκεται εκεί όπου θα το περίμενε κανείς, ήτοι στο γαλλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στον έβδομο τίτλο υπό την ονομασία ΄΄Η δικαστική διαχείριση της αποδείξεως΄΄ και στα άρθρα 132 έως 322 NCPC, όπου ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, τα αποδεικτικά μέσα της αυτοψίας, της αυτοπρόσωπης εμφανίσεως των διαδίκων και της πραγματογνωμοσύνης, και το άλλο στο έκτο Κεφάλαιο του γαλλικού Αστικού Κώδικα υπό τον τίτλο ΄΄Περί της αποδείξεως των ενοχών και της εξοφλήσεως΄΄ και στα άρθρα 1315 έως 1369 CCiv, όπου ρυθμίζονται τα αποδεικτικά μέσα των εγγράφων, των μαρτύρων, των δικαστικών τεκμηρίων, της ομολογίας και του δικαστικού όρκου.

2. Η έννοια του εγγράφου[1]

2. Εκ των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, τα έγγραφα κατέχουν και στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο κεντρική θέση, δεδομένου ότι αποτελούν ένα από τα πιο αξιόπιστα και ασφαλέστερα αποδεικτικά μέσα κυρίως λόγω της τοπικής και χρονικής αποσυνδέσεώς τους από τις κάθε είδους σκοπιμότητες που συνήθως επιδιώκουν οι διάδικοι στα πλαίσια ενός δικαστικού αγώνα[2]. Για το λόγο αυτόν ο ακριβής ορισμός της έννοιας του εγγράφου έχει κεφαλαιώδη σημασία για κάθε αστικό δικονομικό δίκαιο, δεδομένου ότι η προβολή αυτού του ορισμού σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση καθορίζει τι συνιστά έγγραφο και τι όχι. Ο γαλλικός Αστικός Κώδικας, σε αντίθεση με τον ελληνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, παρέχει στο άρθρο 1316 νομοθετικό ορισμό της έννοιας του εγγράφου. Σύμφωνα, με τον ορισμό αυτόν, η έγγραφη απόδειξη (ή η απόδειξη δι’ εγγράφου) απορρέει από μια σειρά γραμμάτων, χαρακτήρων, ψηφίων ή οποιωνδήποτε άλλων συμβόλων, αποτυπωμένων με τέτοιο τρόπο που να έχουν μια νοητικά αντιληπτή σημασία, ανεξαρτήτως του φορέα τους και των τρόπων μετάδοσής τους[3]. Η πρόσφατη αναδιατύπωση[4] του ανωτέρω άρθρου επιτρέπει να θεωρηθούν ως εμπίπτοντα στην έννοια του εγγράφου και τα λεγόμενα ηλεκτρονικά έγγραφα.[5]

3. Με βάση τον ανωτέρω νομοθετικό ορισμό, η νομολογία των γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων[6] έχει αποκλείσει από την έννοια του εγγράφου, τις ηχητικές αποτυπώσεις[7], καθώς, επίσης, και το τηλετυπικό (télex) ή το τηλεομοιοτυπικό (fax) μήνυμα, διότι όπως υποστηρίζεται στις δύο τελευταίες περιπτώσεις υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος είτε να εμφιλοχωρήσει ένα τεχνικό λάθος, οφειλόμενο π.χ. στην ποιότητα της τηλεφωνικής γραμμής τη δεδομένη χρονική στιγμή, είτε να υπάρξει κάποια δόλια η εξ αμελείας παρέμβαση κάποιου τρίτου. Στην καλύτερη περίπτωση το télex και το fax μπορούν να αξιολογηθούν ως αρχή εγγράφου αποδείξεως και να διευρύνουν απλώς τις αποδεικτικές ευχέρειες του διαδίκου με την εξέταση μαρτύρων και την επίκληση δικαστικών τεκμηρίων. Τέλος, το μικροφίλμ (microfilm), δηλαδή η υπό κλίμακα φωτογραφία ενός εγγράφου, θεωρείται ως απλό αντίγραφο του φωτογραφισθέντος[8] και ως εκ τούτου έχει την αποδεικτική αξία που αναγνωρίζουν στα αντίγραφα τα άρθρα 1334 και 1335 CCiv.

3. Τα ηλεκτρονικά έγγραφα

4. Ο Γάλλος νομοθέτης, ακολουθώντας την εξέλιξη της τεχνολογίας και τολμώντας να αναδομήσει τη ρύθμιση ενός εκ των σπουδαιότερων αποδεικτικών μέσων, διευθέτησε, με τις διατάξεις των άρθρων 1316-1 έως 1316-4 CCiv[9], το ζήτημα της αποδεικτικής δύναμης των ηλεκτρονικών εγγράφων, καθώς και το κρίσιμο θέμα της ηλεκτρονικής υπογραφής. Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, τα ηλεκτρονικά έγγραφα γίνονται δεκτά ως αποδεικτικά μέσα και μάλιστα παρέχοντας την ίδια αποδεικτική δύναμη με τα έγγραφα των οποίων ο υλικός φορέας είναι χάρτινος[10], εφόσον αφενός μεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς το πρόσωπο από το οποίο προέρχονται, αφετέρου δε δημιουργούνται και διατηρούνται υπό συνθήκες που μπορούν να διασφαλίσουν την ακεραιότητα τους. Καθίσταται, κατά συνέπεια, προφανές ότι ο προσδιορισμός του συντάκτη ενός ηλεκτρονικού εγγράφου συνδέεται στενότατα με το ζήτημα της ηλεκτρονικής υπογραφής. Γενικότερα, η υπογραφή είναι απαραίτητο στοιχείο για την τελειοποίηση και την εγκυρότητα μιας νομικής πράξεως[11], ανεξαρτήτως του αν αυτή αποτυπώνεται σε χάρτινο ή ηλεκτρονικό φορέα, διότι στα μεν ιδιωτικά έγγραφα ταυτοποιεί εκείνον που την αποθέτει και υποδηλώνει την αποδοχή από τα συμβαλλόμενα μέρη των δεσμεύσεων που απορρέουν από την πράξη αυτή, στα δε δημόσια είναι εκείνο το στοιχείο που τους προσδίδει την έννοια του ΄΄δημοσίου εγγράφου΄΄ και συνακόλουθα την αυξημένη αποδεικτική τους δύναμη[12].

5. Με το δεδομένο ότι, στην περίπτωση των ηλεκτρονικών εγγράφων, δεν είναι δυνατή η χρήση της ιδιόχειρης υπογραφής, ο Γάλλος νομοθέτης θέσπισε την έννοια και τη διαδικασία απόθεσης της λεγόμενης ηλεκτρονικής υπογραφής, η οποία, κατά το άρθρο 1316-4 al.2 CCiv συνίσταται σε μια αξιόπιστη μέθοδο ταυτοποίησης που εγγυάται τη σύνδεσή της με την πράξη επί της οποίας έχει τεθεί. Όπως γίνεται αντιληπτό, επειδή ο ορισμός αυτός είναι πολύ γενικός, η ηλεκτρονική υπογραφή μπορεί να έχει τη μορφή λέξεων πρόσβασης, κωδικών, σειράς αριθμών ή ψηφίων κ.ά., σε κάθε, όμως, περίπτωση και για την ασφάλεια των συναλλαγών θα πρέπει να διατηρείται ο δεσμός της με το έγγραφο στο οποίο έχει τεθεί, για το σκοπό δε αυτό και προς αποφυγή οποιασδήποτε αβεβαιότητας θα πρέπει η ηλεκτρονική υπογραφή να είναι αδιαχώριστη από το σώμα του ηλεκτρονικού εγγράφου.

6. Παράλληλα με την ανωτέρω ρύθμιση, ο Γάλλος νομοθέτης καθιέρωσε, στο ίδιο ως άνω άρθρο και μαχητό τεκμήριο υπέρ της γνησιότητας της ήδη τεθείσης ηλεκτρονικής υπογραφής, όταν η ταυτότητα του υπογράφοντος εξασφαλίζεται, η ακεραιότητα της νομικής πράξεως προφυλάσσεται και ή ίδια η υπογραφή δημιουργείται, υπό τους όρους που θέτει σχετικό διάταγμα. Βέβαια, το τεκμήριο αυτό, ως μαχητό, είναι επιδεκτικό αντίθετης αποδείξεως και κατά συνέπεια ο φερόμενος ως υπογράφων ηλεκτρονικά, σύμφωνα τις διατάξεις του ως άνω διατάγματος, μπορεί να αποδείξει ότι ουδέποτε έθεσε την ηλεκτρονική του υπογραφή. Εξ αντιδιαστολής, η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι, αν η ηλεκτρονική υπογραφή δεν έχει τεθεί κατά τις διατάξεις του προβλεπόμενου διατάγματος, τότε εκείνος που ισχυρίζεται ότι αυτή προέρχεται από συγκεκριμένο πρόσωπο θα πρέπει να αποδείξει το δεσμό της εν λόγω ηλεκτρονικής υπογραφής με το συγκεκριμένο αυτό πρόσωπο.

7. Εφόσον το ηλεκτρονικό έγγραφο πληροί τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις του νόμου, εξομοιώνεται ως προς την αποδεικτική του μεταχείριση με τα παραδοσιακά έγγραφα, ήτοι με αυτά που έχουν χάρτινο φορέα. Η εξομοίωση αυτή αντικατοπτρίζεται νομοθετικά στο άρθρο 1316-2 CCiv, κατά το οποίο, αν δεν ορίζει άλλως ο νόμος και ελλείψει έγκυρης συμβάσεως μεταξύ των διαδίκων, ο δικαστής διευθετεί τις όποιες αντιφάσεις απορρέουν από τα προσκομισθέντα έγγραφα και, εκτιμώντας τα ισότιμα, καθορίζει με κάθε μέσο ποιο εξ αυτών βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια ανεξαρτήτως του υλικού φορέα στο οποίο έχει αποτυπωθεί.

4. Διακρίσεις[13]

8. Τα αποδεικτικά έγγραφα, με την ανωτέρω δικονομική του όρου έννοια, διακρίνονται επί τη βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων ως εξής: α) με κριτήριο τον ή τους εκδότες τους, σε δημόσια (authentiques)[14] και σε ιδιωτικά (sous seing privé)[15] εκ των οποίων τα πρώτα έχουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σύγκριση με τα δεύτερα, δεδομένου ότι η αποδεικτική τους αξία εκμηδενίζεται μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών και τη συνακόλουθη αποδοχή της πλαστότητάς τους, β) με κριτήριο το περιεχόμενό τους, σε δικαιοπρακτικά, όταν περιέχουν κάποιου είδους δικαιοπραξία, ανεξαρτήτως του αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο ως συστατικός ή ως αποδεικτικός, και σε έγγραφα μαρτυρίας, όταν απλώς έχει αποτυπωθεί σε αυτά κάποιο κρίσιμο προς απόδειξη πραγματικό γεγονός, γ) με κριτήριο τον υλικό τους φορέα σε χάρτινα και ηλεκτρονικά, δ) με κριτήριο τη σχέση τους με άλλα έγγραφα, i) σε αναφέροντα και αναφερόμενα, όταν η ύπαρξη κάποιου εγγράφου (αναφερόμενου) αναφέρεται σε άλλο έγγραφο (αναφέρον) [16], γεγονός που μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε κτήση βέβαιης χρονολογίας για το αναφερόμενο ιδιωτικό έγγραφο[17], ii) σε αρχικά και κυρωτικά, όταν τα δεύτερα συντάσσονται για να θεραπευθεί η ακυρότητα ή η ακυρωσία μιας δικαιοπραξίας που περιέχεται στα πρώτα[18], οπότε, όπως καθίσταται προφανές, τα έγγραφα αυτού του είδους είναι πάντοτε δικαιοπρακτικά, και iii) σε πρωτότυπα και αντίγραφα, εκ των οποίων τα δεύτερα ενδέχεται να μην εμπίπτουν καν στην έννοια του εγγράφου[19], πρέπει δε να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της γαλλικής πολιτικής δίκης τα έγγραφα πρέπει, κατά κανόνα, να προσκομίζονται εν πρωτοτύπω ή σε επικυρωμένο αντίγραφο, ενώ τα απλά αντίγραφα δεν έχουν καμία απολύτως αποδεικτική αξία, εκτός αν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις.

5. Τα ιδιωτικά έγγραφα

5.1. Οι προϋποθέσεις της εγκυρότητάς τους και η αποδεικτική δύναμή τους

9. Το άρθρο 1322 CCiv ορίζει ότι το ιδιωτικό έγγραφο που αναγνωρίζεται από εκείνον στον οποίο αντιτάσσεται ή που θεωρείται εκ του νόμου ως αναγνωρισμένο έχει μεταξύ των προσώπων που το υπέγραψαν, των κληρονόμων τους και των ειδικών διαδόχων τους την ίδια αποδεικτική δύναμη με τα δημόσια έγγραφα, γεγονός που σημαίνει ότι μόνο η αποδοχή της πλαστότητάς του είναι πλέον ικανή να το αποστερήσει από την αποδεικτική του αξία. Συνεπώς, απαραίτητο στοιχείο για να έχει αποδεικτική δύναμη στο γαλλικό δίκαιο κάποιο ιδιωτικό έγγραφο είναι η ιδιόχειρη ή η ηλεκτρονική υπογραφή του από το πρόσωπο στο οποίο αυτό αντιτάσσεται, προϋπόθεση που τη θέτει, άλλωστε, και το ελληνικό δίκαιο στο άρθρο 443 ΚΠολΔ, αν δε ο αντίδικος το αναγνωρίσει ως δικό του τότε αυτό αχρηστεύεται αποδεικτικά μόνο αν κηρυχθεί πλαστό[20].

10. Περαιτέρω, για να είναι έγκυρα τα έγγραφα που περιέχουν αμφοτεροβαρείς δικαιοπραξίες θα πρέπει να έχουν συνταχθεί σε τόσα πρωτότυπα όσα και τα συμβαλλόμενα μέρη, ενώ σε κάθε πρωτότυπο θα πρέπει να γίνεται μνεία του αριθμού των πρωτοτύπων που συντάχθηκαν τελικά[21]. Η μη τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων δεν επιφέρει, βέβαια την ακυρότητα της σύμβασης, αλλά απλώς στερεί από το έγγραφο την αποδεικτική του δύναμη, το οποίο μπορεί πλέον να χρησιμεύσει μόνο ως αρχή εγγράφου αποδείξεως[22].

11. Ως προς τις μονομερείς δικαιοπραξίες με τις οποίες κάποιος δεσμεύεται να καταβάλει σε κάποιον άλλο ένα χρηματικό ποσό ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, ο νόμος εξαρτά την αποδεικτική τους δύναμη από το αν αναγράφεται από τον ίδιο το συντάκτη ολογράφως και αριθμητικώς το οφειλόμενο ποσό ή η ποσότητα, καθώς, βέβαια, και από το αν υπογράφεται απ’ αυτόν. Σε περίπτωση μη τήρησης των ανωτέρω διατυπώσεων και πάλι η κύρωση δεν είναι η ακυρότητα της δικαιοπραξίας, αλλά η απώλεια της αποδεικτικής δύναμης του εγγράφου, το οποίο και πάλι μόνο ως αρχή εγγράφου αποδείξεως θα μπορεί να αξιοποιηθεί[23]. Πρέπει να σημειωθεί, βέβαια, ότι μόνη η παράλειψη της αριθμητικής αναγραφής του οφειλόμενου ποσού δεν στερεί το έγγραφο από την αποδεικτική του δύναμη, εφόσον το ποσόν αυτό αναγράφεται ολογράφως[24].

12. Τέλος, κατ’ άρθρον 1328 CCiv, τα ιδιωτικά έγγραφα αποκτούν βέβαιη χρονολογία ως προς τους τρίτους είτε από την ημέρα καταχώρισης τους σε μητρώο είτε από το θάνατο αυτού ή ενός εξ αυτών που το υπέγραψαν είτε από την ημέρα που το περιεχόμενό του αναφέρεται σε πράξεις που γίνονται από δημοσίους λειτουργούς, όπως είναι τα πρακτικά σφραγίσεως ή απογραφής[25].

5.2. Η προσβολή της εγκυρότητάς τους[26]

13. Επειδή από ένα ιδιωτικό έγγραφο μπορεί να εξαρτηθεί η έκβαση μιας δίκης, για να ξεκαθαρίσει γρήγορα το τοπίο γύρω από την αποδεικτική δύναμη ενός τόσο σημαντικού αποδεικτικού μέσου, το γαλλικό δίκαιο υποχρεώνει το διάδικο στον οποίο αυτό αντιτάσσεται να αναγνωρίσει ή να αρνηθεί επισήμως το γραφικό του χαρακτήρα ή την υπογραφή του, οι δε κληρονόμοι του ή οι ειδικοί διάδοχοί του να δηλώσουν ότι δεν αναγνωρίζουν καθόλου το γραφικό χαρακτήρα ή την υπογραφή του κληρονομούμενου ή του δικαιοπαρόχου τους, αντίστοιχα[27]. Στην περίπτωση που οι ανωτέρω αμφισβητήσουν την υπογραφή ή το γραφικό χαρακτήρα, τότε, αν ο δικάζων δικαστής το κρίνει αναγκαίο, διατάζει αυτεπαγγέλτως την επιβεβαίωσή τους[28].

14. Η διαδικασία της επιβεβαίωσης του γραφικού χαρακτήρα ή της υπογραφής του φερόμενου ως συντάκτη του αμφισβητούμενου ιδιωτικού εγγράφου ρυθμίζεται από το γαλλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η επιβεβαίωση μπορεί να ζητηθεί παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια της κύριας δίκης, ή και αυτοτελώς[29]. Όταν ζητείται παρεμπιπτόντως[30], η κίνηση της διαδικασίας επιβεβαίωσης είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος την κύρια υπόθεση δικαστή[31]. Αν αποφασίσει να προβεί στην επιβεβαίωση, τότε έχει την εξουσία να ζητήσει από τους διαδίκους ή από τρίτους την προσαγωγή εγγράφων ή τη λήψη δειγμάτων γραφής καθ’ υπαγόρευσή του για να μπορεί να τα συγκρίνει με το αμφισβητούμενο έγγραφο[32]. Μπορεί, ακόμη, να εξετάσει τους διαδίκους[33] ή μάρτυρες[34] που είδαν να γράφεται ή να υπογράφεται το υπό αμφισβήτηση έγγραφο και να διορίσει σύμβουλο – πραγματογνώμονα (γραφολόγο)[35], ο οποίος θα αποφανθεί αν το έγγραφο προέρχεται από τον αντίδικο που το αμφισβητεί.

15. Η επιβεβαίωση, όμως, μπορεί να ζητηθεί και αυτοτελώς, όταν ο αιτούμενος αυτήν προτίθεται να χρησιμοποιήσει το σχετικό έγγραφο σε μελλοντική δίκη και θέλει να προεξοφλήσει το απρόσβλητο της αποδεικτικής του δύναμης. Στην περίπτωση αυτή, αν ο καθ’ ου η αίτηση δεν εμφανιστεί στη δίκη, ο δικαστής θεωρεί το έγγραφο αναγνωρισμένο[36], οπότε και αποκτά την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου[37]. Αν εμφανιστεί και αναγνωρίσει το γραφικό του χαρακτήρα ή/και την υπογραφή του, τότε ο δικαστής δίνει στον αιτούντα σχετική γραπτή βεβαίωση[38], την οποία θα μπορεί να χρησιμοποιήσει σε μια ενδεχόμενη κύρια δίκη. Τέλος, αν ο καθ’ ου η αίτηση εμφανιστεί και αμφισβητήσει το έγγραφο ακολουθείται η διαδικασία της παρεμπίπτουσας επιβεβαίωσης, η οποία αναλύθηκε αμέσως ανωτέρω[39].

16. Περαιτέρω, εκείνος, όμως, στον οποίο αντιτάσσεται ένα ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να μην αρκεστεί στην απλή άρνηση του γραφικού του χαρακτήρα ή της υπογραφής του, αλλά να το προσβάλλει ως πλαστό, επίσης, με παρεμπίπτουσα ή αυτοτελή αίτησή του[40]. Αν, λοιπόν, προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο που έχει ήδη προσκομισθεί στη δίκη, τότε ακολουθείται η διαδικασία της παρεμπίπτουσας επιβεβαιώσεως[41]. Αν η προσβολή του ιδιωτικού εγγράφου ως πλαστού γίνει με αυτοτελή αίτη­ση, τότε ο δικαστής ζητά από τον καθ’ ου η αίτηση να δηλώσει αν προτίθεται να κάνει στο μέλλον χρήση ή όχι του φερόμενου ως πλαστού εγγράφου[42]. Αν απαντήσει αρνητικά, τότε ο δικαστής εφοδιάζει τον αιτούντα με γραπτή βεβαίωση[43], οπότε το συγκεκριμένο έγγραφο παύει να έχει πλέον αποδεικτική δύναμη στα πλαίσια μιας μελλοντικής δίκης. Αν δεν εμφανιστεί καθόλου ή αν απαντήσει καταφατικά, τότε ακολουθείται και πάλι η διαδικασία της παρεμπίπτουσας επιβεβαίωσης[44].

6. Τα δημόσια έγγραφα

6.1. Οι προϋποθέσεις της εγκυρότητάς τους

17. Το άρθρο 1317 CCiv ορίζει ότι δημόσιο έγγραφο είναι εκείνο το οποίο λήφθηκε με όλους του νόμιμους τύπους από δημόσιους λειτουργούς που είχαν αρμοδιότητα να ενεργήσουν στο τόπο όπου συντάχθηκε η πράξη, διατύπωση που θυμίζει έντονα τις διατάξεις του άρθρου 438 ΚΠολΔ. Στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου του γαλλικού Αστικού Κώδικα προβλέπεται και η περίπτωση της δημιουργίας ηλεκτρονικών δημοσίων εγγράφων, εφόσον συντάσσονται υπό τους όρους που θέτει σχετικό διάταγμα.

18. Ως δημόσιο θεωρείται και το ιδιωτικό έγγραφο που κατατέθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη σε συμβολαιογράφο με ταυτόχρονη αναγνώριση της υπογραφής τους[45]. Περαιτέρω, η έλλειψη της υπογραφής του αρμόδιου δημοσίου λειτουργού από το σώμα του δημοσίου εγγράφου επιφέρει την απόλυτη ακυρότητά του και συνακόλουθα και τον εκμηδενισμό της αποδεικτικής του δύναμης.

19. Όταν, όμως, το δημόσιο έγγραφο είναι άκυρο για λόγους αναρμοδιότητας ή ανικανότητας του δημοσίου λειτουργού ή για έλλειψη νόμιμου τύπου, τότε μπορεί να ισχύσει ως ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον είχε υπογραφεί από τα συμβαλλόμενα μέρη[46].  Βέβαια, όταν το άρθρο 1318 CCiv κάνει λόγο για αναρμοδιότητα του δημοσίου λειτουργού, εννοεί αποκλειστικά και μόνο την κατά τόπον αναρμοδιότητα· συνεπώς, αν ο δημόσιος λειτουργός υπερβεί την εκ του νόμου εξουσία του, το άκυρο λόγω υπέρβασης εξουσίας δημόσιο έγγραφο δεν μπορεί να ισχύσει ούτε ως ιδιωτικό[47].

6.2. Η αποδεικτική τους δύναμη

20. Εφόσον κάποιο έγγραφο πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις και μπορεί ως εκ τούτου να χαρακτηριστεί ως δημόσιο, παρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 1319 CCiv, πλήρη απόδειξη της σύμβασης που περικλείει μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, των κληρονόμων τους και των ειδικών διαδόχων τους. Η αυξημένη αυτή αποδεικτική δύναμη ισχύει μέχρι την προσβολή του δημοσίου εγγράφου ως πλαστού σχετικά με την ύπαρξη των όσων βεβαιώνει ο δημόσιος λειτουργός ότι διενήργησε ο ίδιος ή ότι έλαβαν χώρα ενώπιόν του[48]. Κατά συνέπεια, μόνο με την προσβολή του δημοσίου εγγράφου ως πλαστού χωρεί ανταπόδειξη της αναφοράς σε αυτό ότι ο κληρονομούμενος υπαγόρευσε στο συμβολαιογράφο τη διαθήκη του[49] ή ότι η καταβολή του τιμήματος της πώλησης έγινε ενώπιον του συμβολαιογράφου από πληρεξούσιο του αγοραστή[50].

21. Η ρύθμιση του άρθρου 1319 CCiv, όμως, αφορά μόνο τα όσα έγιναν από τον ίδιο το δημόσιο λειτουργό ή ενώπιον του, γεγονός που δεν εμποδίζει κάποιον τρίτο ή ακόμη και κάποιον εκ των συμβαλλομένων να προσβάλει ως άκυρες λόγω εικονικότητας τη σύμβαση ή τις δηλώσεις που περικλείονται σε ένα δημόσιο έγγραφο[51]. Το ίδιο ισχύει και για τη δήλωση του πωλητή ότι το τίμημα κατεβλήθη απόντος του συμβολαιογράφου[52]. Περαιτέρω, η δήλωση του συντάσσοντος την πράξη συμβολαιογράφου επί της ψυχικής κατάστασης του διαθέτοντος μπορεί να αμφισβητηθεί, χωρίς το συγκεκριμένο δημόσιο έγγραφο να προσβληθεί ως πλαστό[53].

6.3. Η προσβολή τους ως πλαστών[54]

22. Η διαδικασία της προσβολής ως πλαστού ενός δημοσίου εγγράφου ανήκει, όπως και για τα ιδιωτικά έγγραφα, στην ύλη του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί, επίσης, παρεμπιπτόντως ή αυτοτελώς, σε κάθε, όμως, περίπτωση πρέπει να ειδοποιηθεί ο εισαγγελέας[55], ενώ ο δικάζων δικαστής μπορεί να διατάξει την ακρόαση του δημόσιου λειτουργού που συνέταξε την προσβαλλόμενη πράξη[56].

23. Η παρεμπίπτουσα προσβολή πλαστότητας μπορεί να ανακύψει είτε ενώπιον ενός πολυμελούς πρωτοδικείου ή εφετείου είτε ενός άλλου πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου[57]. Στην πρώτη περίπτωση, η αίτηση, στην οποία πρέπει να καθορίζονται τα μέσα που επικαλείται ο αιτών για τη θεμελίωση της πλαστότητας, κατατίθεται στη γραμματεία του πολυμελούς πρωτοδικείου ή του εφετείου[58] και το δικαιοδοτικό όργανο ασχολείται μ’ αυτήν μόνο αν το προσβαλλόμενο έγγραφο τού είναι απαραίτητο για να αποφανθεί επί του ζητήματος της κύριας δίκης[59]. Αν προχωρήσει στην εξέταση της πλαστότητας, είναι στη διακριτική του ευχέρεια να δεχτεί ή να απορρίψει την προσβαλλόμενη για πλαστότητα πράξη, ενώ προς το σκοπό αυτόν μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο κρίνει απαραίτητο και κατά τα υπόλοιπα να ενεργήσει, όπως θα έπραττε και στη παρεμπίπτουσα επιβεβαίωση του γραφικού χαρακτήρα ή της υπογραφής ιδιωτικού εγγράφου[60]. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση και κηρύσσει το δημόσιο έγγραφο πλαστό σημειώνεται στο περιθώριο της πράξης που αναγνωρίστηκε ως πλαστή[61].

24. Στην περίπτωση που υπάρξει παραίτηση ή συμβιβασμός σχετικά με την προσβολή πλαστότητας δημοσίου εγγράφου, ο εισαγγελέας, ο οποίος θα έχει ήδη ενημερωθεί  βάσει του άρθρου 303 NCPC, μπορεί να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την άσκηση ποινικών διώξεων, οι οποίες, αν ασκηθούν, αναστέλλουν τη διαδικασία ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου ή του εφετείου μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εκτός αν ο πολιτικός δικαστής μπορεί να αποφανθεί χωρίς να λάβει υπόψη του το προσβληθέν έγγραφο ή αν έχει μεσολαβήσει παραίτηση ή συμβιβασμός των διαδίκων σχετικά με την προσβολή του δημοσίου εγγράφου ως πλαστού[62].

25. Αν η παρεμπίπτουσα προσβολή πλαστότητας δεν λάβει χώρα ενώπιον ενός πολυμελούς πρωτοδικείου ή εφετείου, αλλά ενώπιον ενός άλλου πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου[63], τότε το τελευταίο προχωρά στην κρίση του επί του ζητήματος της κύριας δίκης, αν μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση δίχως να λάβει υπόψη του το προσβληθέν δημόσιο έγγραφο, άλλως αναστέλλει την ενώπιον του διαδικασία μέχρι το πολυμελές πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της αιτήσεως πλαστότητας, το οποίο, στην περίπτωση αυτή, είναι και το μόνο υλικώς αρμόδιο να τη δικάσει[64].

26. Η αυτοτελής αίτηση πλαστότητας πρέπει να περιέχει τα στοιχεία της παρεμπίπτουσας, καθώς και πρόσκληση προς τον καθ’ ου να δηλώσει αν προτίθεται να χρησιμοποιήσει στο μέλλον το προσβληθέν έγγραφο. Αν απαντήσει αρνητικά, τότε ο δικαστής δίνει γραπτή βεβαίωση στον αιτούντα και το δημόσιο έγγραφο χάνει την αποδεικτική του δύναμη. Αν δεν εμφανιστεί στη δίκη ή αν απαντήσει καταφατικά, τότε εφαρμόζεται η διαδικασία της επιβεβαίωσης του γραφικού χαρακτήρα ή της υπογραφής των ιδιωτικών εγγράφων[65], ενώ ως προς τις εξουσίες του εισαγγελέα και την αναστολή της πολιτικής δίκης σε περίπτωση άσκησης ποινικών διώξεων ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, ό,τι αναφέρθηκε αμέσως ανωτέρω για την παρεμπίπτουσα αίτηση πλαστότητας[66].

7. Η αποδεικτική δύναμη των αντιγράφων

27. Σύμφωνα με το άρθρο 1334 CCiv, τα αντίγραφα, όταν υπάρχει και το πρωτότυπο, δεν αποδεικνύουν παρά μόνο το περιεχόμενο του πρωτοτύπου, η προσκομιδή του οποίου μπορεί να ζητηθεί ανά πάσα στιγμή. Ως αντίγραφο του πρωτοτύπου αντιμετωπίζεται και το έγγραφο που δημιουργείται με χημικό χάρτη (καρμπόν) για τον απλούστατο λόγο ότι ο κάτοχος του πρωτότυπου μπορεί να επέμβει στο περιεχόμενό του, είτε δολίως είτε για να διορθώσει κάποιο λάθος, δίχως η τροποποίηση αυτή να «περαστεί» και στο αρχικό αντίτυπό του.

28. Αν δεν υπάρχει πια το πρωτότυπο, το αντίγραφο μπορεί να έχει αποδεικτική δύναμη υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 1335 CCiv, με κυριότερες περιπτώσεις τα επικυρωμένα αντίγραφα, αυτά που λήφθηκαν από δικαστικό λειτουργό παρουσία των διαδίκων ή κληθέντων αυτών προσηκόντως, αυτά που λήφθηκαν παρουσία των διαδίκων με την αμοιβαία τους συναίνεση και αυτά που λήφθηκαν εκ του πρωτοτύπου από συμβολαιογράφο ή από δημόσιο υπάλληλο που είναι θεματοφύλακας πρωτότυπων συμβολαίων, όταν είναι παλαιότερα των τριάντα χρόνων. Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει το πρωτότυπο και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να αποκτήσει αποδεικτική δύναμη το αντίγραφο, τότε το τελευταίο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως αρχή εγγράφου αποδείξεως. Τέλος, τα αντίγραφα των αντιγράφων μπορούν, ανάλογα με την περίπτωση, να θεωρηθούν ως απλές πληροφορίες, δεν μπορεί, όμως, να τα επικαλεστεί κάποιος διάδικος παρά μόνο αν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες ή με τεκμήρια[67].

8. Τα αναγνωριστικά και τα κυρωτικά έγγραφα

29. Κατά το άρθρο 1337 CCiv οι πράξεις στις οποίες περιέχεται αναγνώριση μιας ενοχής δεν απαλλάσσουν τον διάδικο από την προσκομιδή του αρχικού εγγράφου, ενώ ό,τι πρόσθετο ή διαφορετικό περιέχουν, σε σύγκριση με το αρχικό έγγραφο, δεν έχει καμία απολύτως συνέπεια. Περαιτέρω, οι επιβεβαιωτικές ή κυρωτικές πράξεις που γίνονται για να θεραπευθεί η ακυρότητα ή η ακυρωσία μιας σύμβασης δεν είναι έγκυρες αν δεν αναφέρεται σ’ αυτές το περιεχόμενο της σύμβασης, η αιτία της ακυρότητας και η πρόθεση των μερών να θεραπεύσουν το ελάττωμα. Ελλείψει επιβεβαιωτικής ή κυρωτικής πράξης, η εκούσια εκτέλεση της σύμβασης ισοδυναμεί με παραίτηση από τα μέσα και τις ενστάσεις που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στον αντισυμβαλλόμενο λόγω της ακυρότητας ή της ακυρωσίας του συγκεκριμένου εγγράφου[68]. Τα ανωτέρω, όμως, δεν ισχύουν για την άκυρη ή ακυρώσιμη δωρεά εν ζωή, η οποία, εφόσον παρουσιάζει κάποιο ελάττωμα, θα πρέπει, για να είναι έγκυρη, να επιχειρηθεί εξ αρχής δίχως το ελάττωμα[69].

9. Συνοπτική σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου

30. Όπως μπορεί εύκολα να συναχθεί, η γαλλική ρύθμιση της έγγραφης απόδειξης δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σύγκριση με την ελληνική, η οποία αναπτύσσεται στις διατάξεις των άρθρων 432 έως 465 ΚΠολΔ[70]. Και το ελληνικό δίκαιο διακρίνει τα έγγραφα σε δημόσια και ιδιωτικά και απονέμει αυξημένη αποδεικτική δύναμη στα πρώτα επιτρέποντας αντίθετη απόδειξη κατά του περιεχομένου τους μόνο με την προσβολή τους ως πλαστών[71], προβλέπει τη μετατροπή του άκυρου δημοσίου εγγράφου σε έγκυρο ιδιωτικό, εφόσον υπογράφεται από τα μέρη[72], αναγνωρίζει σχεδόν τις ίδιες περιπτώσεις κτήσεως βέβαιης χρονολογίας των ιδιωτικών εγγράφων ως προς τους τρίτους[73], υποχρεώνει εκείνον κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο να δηλώσει αν αναγνωρίζει τη γνησιότητα της υπογραφής του[74], προβλέπει διαδικασία επιβεβαίωσης της γνησιότητας των ιδιωτικών εγγράφων[75] και διαδικασία προσβολής ως πλαστού οποιουδήποτε εγγράφου, δημόσιου ή ιδιωτικού[76].

31. Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ γαλλικού και ελληνικού δικαίου στο ζήτημα των εγγράφων εντοπίζεται στο γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο προβλέπει διαδικασία επίδειξης των εγγράφων που ο διάδικος χρησιμοποίησε ή επικαλέστηκε στη δίκη[77]. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι ένας τέτοιος θεσμός θα ήταν ασυμβίβαστος γενικότερα με τη γαλλική αποδεικτική διαδικασία, η οποία υποχρεώνει κάθε διάδικο να κοινοποιήσει στον αντίδικό του, σε εύλογο χρόνο πριν από τη δίκη, τα πειστήρια επί των οποίων στηρίζει τους ισχυρισμούς του[78], με αποτέλεσμα η υποχρέωση επίδειξης των ήδη κοινοποιηθέντων εγγράφων να είναι εντελώς άσκοπη. Αντιθέτως, η επίδειξη των χρησιμοποιηθέντων ή επικληθέντων στη δίκη εγγράφων έχει λόγο ύπαρξης στην ελληνική αποδεικτική διαδικασία που αγνοεί το θεσμό της προ της δίκης κοινοποιήσεως των αποδεικτικών μέσων στον αντίδικο.

32. Περαιτέρω, το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο, σε αντίθεση με το γαλλικό, προβλέπει ρητά την αποδεικτική μεταχείριση των αλλοδαπών δημοσίων εγγράφων[79], απαριθμεί στα ιδιωτικά έγγραφα και τις φωνοληψίες[80] και δεν αναγνωρίζει τη δυνατότητα αυτοτελούς αίτησης επιβεβαίωσης της γνησιότητας των ιδιωτικών εγγράφων ούτε και αυτοτελούς αίτησης πλαστότητας οποιουδήποτε εγγράφου, δεδομένου ότι στην ελληνική πολιτική δικονομία οι διαδικασίες αυτές ανακύπτουν και εξελίσσονται πάντοτε παρεμπιπτόντως στα πλαίσια μιας ήδη ανοιγείσης δίκης[81].

 

[1] Βλ. αναλυτικότερα για την έννοια του εγγράφου στην ελληνική πολιτική δίκη, Ιωάν. Κοροτζής, βιβλ., Κεφάλαιο 2ο: Έννοια και διακρίσεις του εγγράφου, §2, σελ.20-22.

[2] Κ. Μπέης, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας – Απόδειξη, Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1983, Κεφάλαιο 14: Τα έγγραφα, §14.1, σελ.169, Β. Μπρακατσούλας, βιβλ., Κεφάλαιο 1, ενότ.ΙΙ, σελ.22 επ..

[3] Το άρθρο 1316 CCiv υπό τη νέα του διατύπωση ορίζει:" La preuve littérale, ou preuve par écrit, résulte d'une suite de lettres, de caractères, de chiffres ou de tous autres signes ou symboles dotés d'une signification intelligible, quels que soient leur support et leurs modalités de transmission"., Βλ. για το ελληνικό δίκαιο Κ. Μπέης, βιβλ., Κεφάλαιο 14: Τα έγγραφα, §14.2, σελ.169.

[4] Η οποία εισήχθη με art.1– III του Loi no 2000-230, 13 mars 2000.

[5] Για τον ορισμό της έννοιας του εγγράφου στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο,βλ. Κ. Μπέης, ό.π., Κεφάλαιο 14: Τα έγγραφα, §14.2, σελ.169, Β. Μπρακατσούλας, Κεφάλαιο 2: Τα έγγραφα, ορισμός και διακρίσεις, σελ.29 in fine με παραπομπή σε Κ. Μπέη, ΠολΔικ, σελ.1739

[6] Βλ. αναλυτικότερα γι’ αυτά Π. Ρεντούλης, Τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα (Les juridictions civiles françaises), Δ37(2006).1083-1106.

[7] Σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο που εντάσσει ρητά (άρθ.444 αρ.3 ΚΠολΔ) τις φωνοληψίες στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου.

[8] F. Chamoux, La preuve dans les affaires – de l’écrit au microfilm, Librairies Techniques (LITEC) Droit, Paris, σελ. 59-60.

[9] Οι νέες αυτές διατάξεις προστέθηκαν με τα art.1–III, 3 και 4 του Loi no 2000-230, 13 mars 2000.

[10] art.1316-1 και 1316-3 CCiv.

[11] Στα παραδοσιακά (χάρτινου υλικού φορέα) έγγραφα η ιδιόχειρη υπογραφή μπορεί να συνίσταται μόνο στην αποτύπωση του επωνύμου (Civ. 24 juin1942: JCP 52, II, 7179, note Voirin [testament]), αλλά θα πρέπει να είναι ιδιόχειρη και να μην περιορίζεται σε έναν σταυρό (Civ. 1er , 15 juillet 1957: JCP 57, IV, 134; Bull. I, no 331, p.263), ακόμη και αν αυτός συνοδεύεται από υπογραφές μαρτύρων (Req. 8 juillet 1903: DP 1903, 1, 507).

[12] Βλ. art.1316-4 al.1 CCiv.

[13] Βλ. αναλυτικότερα για τις διακρίσεις των εγγράφων στην ελληνική πολιτική δίκη, Ιωάν. Κοροτζής, Η έγγραφη απόδειξη στην πολιτική δίκη, Β΄ Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1993, Κεφάλαιο 2ο: Έννοια και διακρίσεις του εγγράφου, §3, σελ.21-25.

[14] Βλ. κατωτ. υπό [§09-16]

[15] Βλ. κατωτ. υπό [§17-26]

[16] Κ. Μπέης, ό.π., Κεφάλαιο 14: Τα έγγραφα, §14.2, σελ.170.

[17] Βλ. κατωτ. υπό [§12]

[18] Βλ. κατωτ. υπό [§29]

[19] Βλ. κατωτ. υπό [§27-28]

[20] Βλ. και άρθρο 457 §3 ΚΠολΔ..

[21] art.1325 CCiv.

[22] Civ. 29 janvier 1951: JCP 51, IV, 49; Bull. I, no 35, p.28. – Aix 12 janvier 1965: JCP 65, II, 14312.

[23] Civ. 26 octobre 1898: DP 1899, 1, 16 – Civ. 1er, 30 avril 1969: JCP 69, II, 16057 – Civ. 1er, 12 mai 1993: D. 1994, somm. 10, obs. Aynès.

[24] Civ. 1er, 19 décembre 1995: JCP 96, IV, 356; Bull. I, no 467, p.325; Contrats, conc., consom. 1996, 37, note Leveneur; RTD civ. 1996, 620, obs. Mestre.

[25] Βλ. και άρθρο 446 ΚΠολΔ.

[26] Βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό J. Vincent– S. Guinchard, Procédure civile (Droit privé – précis), 24e Édition, Dalloz, Paris 1996, Chapitre 2 : L’administration judiciaire de la preuve, Section 1, Sous-section 3, §1, n.1016-1031,  p.647-652.

[27] art.1323 CCiv.

[28] art.1324 CCiv.

[29] art.285 NCPC.

[30] Em. Blanc – J. Viatte, Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, σελ.221-226, αρθ.285-294.

[31] art.287 NCPC.

[32]  art.288-290 NCPC.

[33]  art.291 NCPC.

[34]  art.293 NCPC.

[35]  art.291-292 NCPC.

[36]  art.296 NCPC.

[37]  art.1322 CCiv.

[38]  art.297 NCPC.

[39]  art.298 NCPC.

[40] Em. Blanc – J. Viatte, βιβλ.., σελ.227-228, αρθ.299-302.

[41] art.299 NCPC.

[42]  art.300 NCPC.

[43]  art.301 NCPC.

[44]  art.302 NCPC.

[45] Req. 25 janvier 1927: S. 1927, 1, 237.

[46] Για την ίδια ρύθμιση του ελληνικού δικαίου βλ. άρθρα 442-443 ΚΠολΔ.

[47] Για παράδειγμα δεν μπορεί να ισχύσει ούτε ως ιδιωτικό έγγραφο η βεβαίωση από έναν δικαστικό επιμελητή της σύναψης συμβάσεως μεταξύ των μερών, προκειμένου με τον τρόπο αυτό να δοθεί στη σύμβαση αυτή ο χαρακτήρας του δημοσίου εγγράφου, γιατί η πράξη αυτή του δικαστικού επιμελητή κείται εκτός των ορίων της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του (Paris 28 avril 1989: JCP 90, II, 21569, note Dagot.).

[48]  άρθ.438 ΚΠολΔ.

[49] Civ. 1er, 28 juin 1961: D. 1962, somm. 5. – Civ. 1er 29 mai 1962: D. 1962, 627.

[50] Civ. 1er , 26 mai 1964: JCP 64, II, 13758. – Civ 1er, 18 avril 1972: Bull. I, no 102, p.92.

[51] Com. 20 octobre 1958: D. 1958, 748 – Civ. 3e, 27 mars 1973: JCP 73, IV, 189; Bull. III, no 230, p.166.

[52] Civ. 1er  16 juillet 1969: JCP 69, IV, 239; Bull. I, no 277, p.219.

[53] Civ. 1er, 25 mai 1959: Bull. I, no 265, p. 220 – Civ. 1er, 25 mai 1987: Bull. I, no 171, p. 129; D. 1988, 79, note Breton.

[54] Βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό J. Vincent– S. Guinchard, ό.π., Chapitre 2 : L’administration judiciaire de la preuve, Section 1, Sous-section 3, §2, n.1032-1045,  p.652-655.

[55]  art. 303 NCPC.

[56]  art. 304 NCPC.

[57] Βλ. αναλυτικότερα γι’ αυτά Π. Ρεντούλης, ό.π., Δ37(2006).1083-1106.

[58]  art. 306 NCPC.

[59]  art. 307 NCPC.

[60]  art. 308 NCPC.

[61] art. 310 NCPC.

[62] art. 312 NCPC.

[63] Βλ. αναλυτικότερα γι’ αυτά Π. Ρεντούλης, ό.π., Δ37(2006).1083-1106.

[64]  art. 313 NCPC.

[65]  art. 316 NCPC.

[66]  art. 316 NCPC.

[67] Civ. 1er, 29 mars 1965: D. 1965, 474.

[68]  art. 1338 CCiv.

[69]  art. 1339 CCiv.

[70] Βλ. αναλυτικότερα Κεραμεύς Κ. - Κονδύλης Δ. - Νίκας Ν. (-Τέντες), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία/Π.Ν. Σάκκουλας, 2000, άρθ.432-465, σελ.787-825.

[71] άρθ.438, 443 & 455 ΚΠολΔ.

[72]  άρθ.442 & 443 ΚΠολΔ.

[73] άρθ.446 ΚΠολΔ.

[74] άρθ.457 §2 ΚΠολΔ.

[75] άρθ.457-459 ΚΠολΔ.

[76] άρθ.460-465 ΚΠολΔ.

[77] άρθ.450-452 ΚΠολΔ.

[78] Βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό J. Vincent– S. Guinchard, Procédure civile (Droit privé – précis), 24e Édition, Dalloz, Paris 1996, Chapitre 2 : L’administration judiciaire de la preuve, Section 1, Sous-section 2, n.1007-1012,  p.642-645 και Π. Ρεντούλης,Η αποδεικτική διαδικασία στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, μεταπτυχιακή εργασία εκπονηθείσα στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. του Τομέα Β΄ Ιδιωτικού Δικαίου (Αστικού Δικονομικού Δικαίου) του Ε.Κ.Π.Α. στο μάθημα ΄΄Δίκαιο Αποδείξεως΄΄, Αθήνα  Μάρτιος 2003, Κεφάλαιο Α΄: Γενικές ρυθμίσεις, ενότ.2-3, §019-030, σελ.12-18.

[79] άρθ.439 & 456 ΚΠολΔ.

[80] άρθ.444 αριθμός 3 ΚΠολΔ.

[81] άρθ.457 §1 & 461 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, το πρώτο εκ των οποίων κάνει λόγο για απόδειξη της γνησιότητας εγγράφου που ο διάδικος το επικαλείται και το προσκομίζει και το δεύτερο για πρόταση της πλαστότητας σε κάθε στάση της δίκης.