Παντελεήμων Ρεντούλης
Η αυτοψία και η εξέταση των διαδίκων στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο
Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2007 σ. 1257-1262
Διάγραμμα
1. Η αυτοψία[1]
1.1. Ορολογικές διευκρινίσεις και γενικές παρατηρήσεις
1. Οι λεγόμενες προσωπικές επαληθεύσεις του δικαστή συνιστούν ένα σύνθετο αποδεικτικό μέσο που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δίνοντας την ευχέρεια στο Γάλλο δικαστή να επιβεβαιώσει αυτοπροσώπως τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι διάδικοι[2]. Η επαλήθευση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει βεβαιώσεις, αξιολογήσεις, εκτιμήσεις ή αναπαραστάσεις ακόμη και στον τόπο που συνέβη το ισχυριζόμενο πραγματικό περιστατικό, αν αυτό είναι αναγκαίο[3]. Όπως, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό, η αυτοψία που προέβλεπε ο παλαιός γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας είναι έννοια στενότερη από το νέο αποδεικτικό μέσο των προσωπικών επαληθεύσεων του δικαστή και περιλαμβάνεται σ’ αυτό. Συνεπώς, οι προσωπικές επαληθεύσεις του δικαστή είναι, κατά την έννοια αυτή, η εξέλιξη και ο απόγονος της παλαιάς αυτοψίας του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου.
1.2. Η διαδικασία
2. Κατά το άρθρο 179 NCPC, λοιπόν, ο δικαστής οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου μπορεί σε κάθε διαδικασία να ενημερωθεί προσωπικά και απευθείας για όλα τα στοιχεία που εμφανίζονται στη δίκη, χωρίς μάλιστα να διστάσει να επεκτείνει τις έρευνές του, για να διαφωτιστεί πλήρως και να επαληθεύσει με τις δικές του αισθήσεις τα ένδικα πραγματικά περιστατικά. Προς το σκοπό αυτόν ο νόμος του δίνει τέσσερις δυνατότητες ευρείας εννοίας και αναφερόμενες, όχι δίχως λόγο, στον πληθυντικό αριθμό, ήτοι: (α) τις βεβαιώσεις, με τις οποίες μπορεί να διατάξει την παρουσίαση κάθε αντικειμένου του οποίου η θέαση ή η εξέταση είναι δυνατόν να συμβάλει στο σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, (β) τις αξιολογήσεις, οι οποίες μετατρέπουν το δικαστή σε πραγματογνώμονα, εφόσον αυτός είναι ικανός να εκτιμήσει σωστά την αξία ενός αντικειμένου, όπως π.χ. ακινήτων, αποζημιώσεων λόγω απόλυσης, εμπορικών επιχειρήσεων, συντάξεων, κ.λπ., (γ) τις εκτιμήσεις, οι οποίες επεκτείνουν έτι περισσότερο τις εξουσίες του δικαστή, δίνοντάς του την ευχέρεια να υπολογίσει τα ποσά που αιτούνται οι διάδικοι, χωρίς μάλιστα να λάβει υπ’ όψιν του τους τελευταίους και (δ) τις αναπαραστάσεις, οι οποίες του επιτρέπουν, παρουσία πάντα των διαδίκων, να αναδομήσει τα πραγματικά περιστατικά στη μορφή που υπήρχαν ή υπάρχουν ακόμη, πριν από το κρίσιμο γεγονός ή υποτιθεμένου του κρίσιμου γεγονότος που επικαλούνται οι διάδικοι, αντίστοιχα.
3. Εξειδικευόμενες ορισμένες εκ των γενικών περί αποδείξεων διατάξεων του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου[4], στο εξεταζόμενο αποδεικτικό μέσο, επιτρέπουν στο δικαστή να προχωρά ακόμη και αμέσως[5] ή και εκτός της περιφερείας του[6] στις προσωπικές του επαληθεύσεις, να τις συνδυάζει με πρόσθετα αποδεικτικά μέσα, όπως η πραγματογνωμοσύνη, η εξέταση μαρτύρων ή/και των διαδίκων[7] με κύριο σκοπό του την αποκάλυψη της αλήθειας. Η βασική καινοτομία και διαφοροποίηση από τις γενικές διατάξεις είναι ότι ο δικαστής που προβαίνει στην εκτέλεση ενός αποδεικτικού μέσου, δίχως να ανήκει στο σχηματισμό του δικάζοντος δικαστηρίου, μπορεί να προβαίνει σε προσωπικές επαληθεύσεις επ’ ευκαιρία της εκτέλεσης του μέτρου αυτού[8], τις οποίες μπορεί μετέπειτα να χρησιμοποιήσει το δικάζον δικαστήριο παρά το γεγονός ότι ο δικαστής που τις διενήργησε δεν είχε διοριστεί προς τούτο.
4. Εννοείται ότι στην πολύ συχνή περίπτωση που ο δικαστής δεν προβαίνει αμέσως στην προσωπική επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών, θα πρέπει να καθορίσει με σχετική του απόφαση τον χρόνο και τον τόπο που θα λάβει χώρα η διενέργειά της[9]. Οι όποιες τυχόν βεβαιώσεις, αξιολογήσεις, εκτιμήσεις και αναπαραστάσεις καταγράφονται σε πρακτικά, τα οποία, στις περιπτώσεις που η υπόθεση κρίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, επιτρέπεται να υποκατασταθούν από μια απλή αναφορά στην εκδοθησομένη απόφαση[10].
5. Από τα προεκτεθέντα είναι φανερό ότι το αποδεικτικό μέσο των προσωπικών επαληθεύσεων του δικαστή παρέχει τις πιο αντιπροσωπευτικές ενδείξεις της ενίσχυσης του ανακριτικού συστήματος στη γαλλική αποδεικτική διαδικασία. Ενδεικτική της εξέλιξης αυτής είναι και χρήση της φράσης «αποκάλυψη της αλήθειας» («manifestation de la vérité») στο άρθρο 181 NCPC. Με τη ρύθμιση αυτή, λοιπόν, δεν τίθεται κανένα όριο στην εξουσία έρευνας του Γάλλου δικαστή, εκτός, βέβαια από τη νομιμότητα του διαταχθέντος αποδεικτικού μέσου και το θεμιτό των μέσων που θα χρησιμοποιήσει για την αποκάλυψη της αλήθειας.
1.3. Σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου
6. Η αυτοψία του ελληνικού δικαίου δεν διαθέτει την ευρύτητα και τις δυνατότητες του γαλλικού αποδεικτικού μέσου των επαληθεύσεων του δικαστή, ρυθμίζεται, όμως, λεπτομερέστερα στα άρθρα 355-367 ΚΠολΔ και εμφανίζει πολλές ομοιότητες με ορισμένες από τις γενικές διατάξεις περί αποδεικτικών μέσων της γαλλική αποδεικτικής διαδικασίας.
7. Η βασικότερη ομοιότητα με το γαλλικό δίκαιο είναι η διακριτική ευχέρεια του δικαστή να διατάξει την αυτοψία όταν τη ζητήσει κάποιος από τους διαδίκους, ευχέρεια που προκύπτει πρωτίστως από τη διατύπωση του άρθρου 355 ΚΠολΔ, αλλά επιβεβαιώνεται και από την ελληνική νομολογία. Δεν λείπουν, βέβαια στην ελληνική θεωρία και οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο δικαστής έχει καθήκον να δεχτεί την αίτηση του διαδίκου για τη διενέργεια αυτοψίας[11]. Περαιτέρω και στο ελληνικό δίκαιο προβλέπεται ρητά ο συνδυασμός της διατασσόμενης αυτοψίας με πραγματογνωμοσύνη ή/και εξέταση μαρτύρων[12], η διενέργεια της αυτοψίας στο ακροατήριο ή σε άλλο τόπο[13] και ο καθορισμός του τόπου και του χρόνου διενέργειάς της από το δικαστή[14].
8. Σε σύγκριση με τη γαλλική ρύθμιση, όμως, η ελληνική είναι λεπτομερέστερη, γεγονός που οφείλεται εν μέρει και στη απουσία από το ελληνικό αποδεικτικό δίκαιο αναλυτικών γενικών διατάξεων περί αποδείξεως. Η ελληνική ρύθμιση της αυτοψίας προβλέπει τι την ακολουθεί[15], την περίπτωση που αντικείμενό της είναι ο ίδιος ο διάδικος[16], καθώς και κινητά ή ακίνητα πράγματα[17] και τι συμβαίνει σε περίπτωση ματαίωσής της λόγω της συμπεριφοράς του διαδίκου ή κάποιου τρίτου[18].
9. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι με την αυτοψία ο δικαστής μπορεί να αποκτήσει με τις δικές του αισθήσεις άμεση αντίληψη περί της αμφισβητούμενης κρίσιμης κατάστασης ή κάποιου άλλου αντικειμένου[19], σπάνια στην ελληνική δικονομική πρακτική γίνεται χρήση του αξιόπιστου αυτού αποδεικτικού μέσου κυρίως λόγω της υπερφόρτωσης του Έλληνα δικαστή με την εκδίκαση πολλών υποθέσεων[20].
2. Η εξέταση των διαδίκων
2.1. Ορολογικές διευκρινίσεις και γενικές παρατηρήσεις[21]
10. Η ακριβής μετάφραση εκ του γαλλικού όρου της ονομασίας του υπό εξέταση αποδεικτικού μέσου είναι ΄΄αυτοπρόσωπη παράσταση των διαδίκων΄΄. Δεδομένου, όμως, ότι στο ελληνικό δίκαιο αποδείξεως το αντίστοιχο αποδεικτικό μέσο έχει αποδοθεί με τον όρο ΄΄εξέταση των διαδίκων΄΄ θα ήταν σκόπιμο για τη σύγκριση που θα ακολουθήσει, αλλά και για την ευκολότερη κατανόηση της ρύθμισης του μέσου αυτού, να αναφέρεται στις επόμενες παραγράφους όχι με την πιστή του μετάφραση εκ της γαλλικής, αλλά με τον όρο που γνωρίζει το ελληνικό δίκαιο.
11. Η εξέταση των διαδίκων, λοιπόν, αρχικά αποσκοπούσε στην εμφάνισή τους στο δικαστήριο, προκείμενου να καταστεί εφικτή η απόσπαση της δικαστικής ομολογίας τους. Το αναχρονιστικό αυτό καθεστώς άλλαξε με τον νόμο της 23.5.1942, ο οποίος εκσυγχρόνισε το αποδεικτικό αυτό μέσο, το επέτρεψε σε όλες τις διαδικασίες και ενώπιον όλων των δικαστηρίων και επέβαλε την τήρηση πρακτικών κατά τη διενέργειά του. Η θέση σε ισχύ του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άφησε σχεδόν ανέπαφη την παλαιά ρύθμιση, επιφέροντας τροποποιήσεις μόνο σε ορισμένες λεπτομέρειες. Κατά συνέπεια:
2.2. Η προδικασία της εξέτασης των διαδίκων[22]
12. Με τη νέα ρύθμιση ο δικαστής, ανεξαρτήτως δικαστηρίου και διαδικασίας, μπορεί να προχωρήσει στην εξέταση των διαδίκων, είτε όλων είτε ενός εξ αυτών[23]. Η εξέταση αυτή προϋποθέτει, βέβαια τη φυσική (αυτοπρόσωπη) παρουσία των διαδίκων, με την έννοια ότι δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση η αντιπροσώπευσή τους, και η διάταξή της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή, ο οποίος, μάλιστα, δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει ειδικά την όποια απόφασή του επί του ζητήματος αυτού[24].
13. Η εξέταση των διαδίκων μπορεί να διαταχθεί μόνο από το δικαστήριο που δικάζει και την ουσία την υποθέσεως ή και μόνο από το μέλος του εκείνο που είναι ειδικά επιφορτισμένο με την έρευνα και την απόδειξη των κρισίμων πραγματικών περιστατικών[25]. Στην περίπτωση που η εξέταση των διαδίκων δεν γίνεται αμέσως με τη διάταξή της[26], τότε ο δικαστής που την διατάσσει πρέπει να καθορίσει τον τόπο και το χρόνο, όπου αυτή θα λάβει χώρα[27].
2.3. Η διαδικασία της εξέτασης των διαδίκων[28]
14. Στην περίπτωση που ο δικαστής διατάξει την εξέταση όλων των διαδίκων, τότε αυτοί εξετάζονται παρουσία ο ένας του άλλου, εκτός αν οι περιστάσεις επιβάλλουν τη χωριστή τους εξέταση. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που έχει διαταχθεί η εξέταση ενός μόνο διαδίκου, με την επιφύλαξη, όταν αυτή γίνεται απουσία του αντιδίκου, του δικαιώματος του τελευταίου να λάβει γνώση των δηλώσεων του εξετασθέντος. Πάντως, η απουσία ενός διαδίκου δεν εμποδίζει το δικαστή να εξετάσει τον παρόντα διάδικο[29].
15. Στα πλαίσια της δυνατότητας του συνδυασμού περισσότερων αποδεικτικών μέσων[30], το άρθρο 190 NCPC, ορίζει ότι οι διάδικοι μπορούν να εξετάζονται παρουσία πραγματογνωμόνων ή κατ’ αντιπαράσταση με μάρτυρες. Η ανωτέρω διάταξη έκανε μέρος της γαλλικής θεωρίας να μιλά για τη γέννηση του ΄΄αστικού ανακριτή΄΄, ιδιαίτερα στα γαλλικά πολύμελη δικαστήρια και στα εφετεία, όπου επιφορτισμένος με την απόδειξη είναι ο λεγόμενος εισηγητής δικαστής (juge de la mise en état ή conseiller de la mise en état, αντίστοιχα), δεδομένου ότι ο τελευταίος μπορεί, απομονωμένος στο γραφείο του, να εξετάζει τους διαδίκους παρουσία πραγματογνώμονα ή μαρτύρων, να συντάσσει τα πρακτικά της εξέτασης και να τα κοινοποιεί στο δικάζον δικαστήριο.
16. Κατά τα υπόλοιπα, η διαδικασία εξέτασης των διαδίκων, η οποία καταγράφεται σε πρακτικά που τα υπογράφουν οι εξετασθέντες διάδικοι[31], θυμίζει έντονα τις προφορικές μαρτυρικές καταθέσεις[32]. Οι διάδικοι πρέπει, παρουσία των συνηγόρων τους[33], ν’ απαντούν προσωπικά στις ερωτήσεις που μπορεί να τους απευθύνει ο δικαστής, χωρίς να συμβουλεύονται κάποιο γραπτό σχέδιο[34]. Περαιτέρω, ο δικαστής, μετά το τέλος των δικών του ερωτήσεων, μπορεί να μεταφέρει στον εξεταζόμενο διάδικο και τις ερωτήσεις του αντιδίκου, αν το κρίνει απαραίτητο[35]. Στην περίπτωση που κάποιος διάδικος αδυνατεί να παρασταθεί για να εξεταστεί, τότε ο δικαστής μπορεί να μεταβεί ενώπιόν του, αφού κλητεύσει πρώτα τον αντίδικο[36].
17. Ο νόμος επιτρέπει και την εξέταση των ανίκανων διαδίκων, ακόμη και αν η ανικανότητά τους δεν τους επιτρέπει να ορκιστούν, προκειμένου να προσφέρουν στο δικαστή στοιχεία απαραίτητα για την αποκάλυψη της αλήθειας, καθώς και την εξέταση των νομίμων αντιπροσώπων τους[37]. Ως διάδικοι μπορούν να εξεταστούν και τα νομικά πρόσωπα, δια των εκπροσώπων τους,· το ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι κατά τη διαδικασία της εξέτασης των διαδίκων μπορούν να εξεταστούν και μέλη ή στελέχη του νομικού προσώπου τόσο επί προσωπικών τους θεμάτων όσο και επ’ αυτών που έμαθαν λόγω της ιδιότητάς τους[38].
18. Αναμφίβολα, η πιο ενδιαφέρουσα διάταξη της γαλλικής ρυθμίσεως της εξέτασης των διαδίκων είναι αυτή του άρθρου 198 NCPC. Η διάταξη αυτή επιτρέπει στο δικαστή να εκτιμά ελεύθερα τις δηλώσεις των διαδίκων, την απουσία τους από την εξέταση ή την άρνησή τους να απαντήσουν σε όλες ή σε συγκεκριμένες ερωτήσεις του και του δίνει την ευχέρεια να μπορεί να θεωρεί τις απαντήσεις ή/και τη συμπεριφορά του υπό εξέταση διαδίκου ισοδύναμη με αρχή εγγράφου αποδείξεως. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το αποδεικτικό μέσο της εξέτασης των διαδίκων, στις περιπτώσεις εκείνες που η αξία της προς απόδειξη δικαιοπραξίας υπερβαίνει τα 1.500.-€[39], μπορεί να λειτουργήσει και ως εναλλακτική δίοδος πρόσβασης στην εμμάρτυρη και στην δια δικαστικών τεκμηρίων απόδειξη[40].
2.4. Σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ελληνικού δικαίου
19. Η ελληνική ρύθμιση του αποδεικτικού μέσου της εξέτασης των διαδίκων δεν παρουσιάζει σχεδόν καμία ουσιαστική διαφορά σε σύγκριση πάντα με την αντίστοιχη γαλλική. Και στην Ελλάδα το μέτρο αυτό μπορεί να διαταχθεί αυτεπαγγέλτως ή αιτήσει των διαδίκων[41], ενώ προβλέπεται και η δυνατότητα εξετάσεως ανίκανων φυσικών προσώπων ή/και του νομίμου αντιπροσώπου τους[42], καθώς και των νομικών προσώπων δια των εξουσιοδοτημένων προς τούτο εκπροσώπων του ή μέλους της διοικήσεώς του[43]. Περαιτέρω, η απουσία του ενός διαδίκου, ομοίως, δεν εμποδίζει την εξέταση του άλλου[44].
20. Όσον αφορά στην αποδεικτική δύναμη του μέσου αυτού, εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστή και στο ελληνικό δίκαιο τόσο οι δηλώσεις κάθε διαδίκου, όσο και η απουσία τους από τη διαδικασία της εξέτασης ή η άρνησή τους να απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους τίθενται[45]. Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν δίνεται η ευχέρεια στον Έλληνα δικαστή να θεωρήσει τις απαντήσεις, τις παραλείψεις ή τις θετικές ενέργειες των διαδίκων, κατά τη διάρκεια της εξέτασής τους, ως αρχή εγγράφου αποδείξεως.
21. Μια πρώτη πρακτικής φύσεως εξήγηση για τη διαφοροποίηση αυτή είναι ότι το όριο που θέτει το ελληνικό δίκαιο για τον αποκλεισμό των μαρτύρων και των δικαστικών τεκμηρίων είναι κατά πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο γαλλικό και άρα ο Έλληνας νομοθέτης θεωρεί αρκετές τις ήδη προβλεφθείσες εξαιρέσεις. Η δικονομική εξήγηση βρίσκεται, όμως, στο γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο και η ελληνική νομολογία απαιτούν επιτακτικά την ύπαρξη κάποιου εγγράφου για να αποδεχτούν ότι ένα στοιχείο συνιστά αρχή εγγράφου αποδείξεως, ενώ το γαλλικό δίκαιο και η γαλλική νομολογία, έχουν από χρόνια αρχίσει να αποδίδουν την ιδιότητα της αρχής εγγράφου αποδείξεως και σε στοιχεία που σε καμία περίπτωση δεν εμπίπτουν στην έννοια του εγγράφου[46].
[1] Em. Blanc – J. Viatte, Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, σελ.165-169
[2] Βλ. art.179 al.1 NCPC
[3] Βλ. art.179 al.2 NCPC
[4] Βλ. art.132 - 178 NCPC
[5] Βλ. art.155 & 159 NCPC
[6] Βλ. art.156 NCPC
[7] Βλ. art.181 NCPC
[8] Βλ. art.183 NCPC
[9] Βλ. art.180 NCPC
[10] Βλ. art.182 NCPC
[11] Κ. Μπέης, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας – Απόδειξη, Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1983, σελ.105 §9 αριθμός 9.6.3
[12] Βλ. άρθρο 356 ΚΠολΔ.
[13] Βλ. άρθρο 359 ΚΠολΔ
[14] Βλ. άρθρο 357 ΚΠολΔ
[15] Βλ. άρθρο 360 ΚΠολΔ
[16] Βλ. άρθρο 362 ΚΠολΔ
[17] Βλ. άρθρο 363 ΚΠολΔ
[18] Βλ. άρθρο 365-367 ΚΠολΔ
[19] Κ. Μπέης, ό.π., σελ.96 §9 αριθμός 9.2
[20] Κ. Μπέης, ό.π., σελ.96 §9 αριθμός 9.1
[21] Em. Blanc – J. Viatte, ό.π., σελ.169-170
[22] Em. Blanc – J. Viatte, ό.π., σελ.170-172
[23] Βλ. art.184 NCPC
[24] Civ. 1re, 28 octobre 1975: Bull. I, no 296, p.246 - Civ. 3e, 6 avril 1976: Bull. III, no 136, p.109
[25] Βλ. art.185 NCPC
[26] Civ. 2e, 25 mai 1976: Bull. IΙ, no 177, p.138
[27] Βλ. art.187 NCPC
[28] Em. Blanc – J. Viatte, ό.π., σελ.172-175
[29] Βλ. art.189 NCPC
[30] Βλ. ανωτ. υπό [§03]
[31] Βλ. art.194-195 NCPC
[32] Βλ. και Π. Ρεντούλης, Η εμμάρτυρη απόδειξη και τα τεκμήρια στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο (La preuve testimoniale et les présomptions en droit judiciaire privé français), Δ38(2007).620 επ., [§25]
[33] Βλ. art.192 NCPC
[34] Βλ. art.191 NCPC
[35] Βλ. art.193 NCPC
[36] Βλ. art.196 NCPC
[37] Βλ. art.197 al.1 NCPC
[38] Βλ. art.197 al.2 NCPC
[39] Βλ. και Π. Ρεντούλης, ό.π., Δ38(2007).620 επ., [§03]
[40] Βλ. art. 1347 al.2 CC και Π. Ρεντούλης, ό.π., Δ38(2007).620 επ., [§11]
[41] Βλ. άρθρο 416 ΚΠολΔ
[42] Βλ. άρθρο 415 §2 ΚΠολΔ
[43] Βλ. άρθρο 415 §3 ΚΠολΔ
[44] Βλ. άρθρο 419 §1 ΚΠολΔ
[45] Βλ. άρθρο 420 ΚΠολΔ
[46] Βλ. και Π. Ρεντούλης, βιβλ., ό.π., Δ38(2007).620 επ., [§11]